«Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ. Αν δεν καώ εγώ, Αν δεν καείς εσύ, Αν δεν καούμε εμείς, πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη». Λένε πως οι ποιητές «καταθέτουν» στο χαρτί, κάθε φορά που γράφουν, ένα κομμάτι της ψυχής τους. Αυτό έκανε και ο Ναζίμ Χικμέτ. Αυτό ήταν ο Ναζίμ Χικμέτ. Ένας ανυπότακτος ποιητής της ελευθερίας. Γιατί αυτό ήταν η ψυχή του: Ελεύθερη. Και όταν μια ημέρα σαν σήμερα, πριν από 60 χρόνια, έφευγε από τη ζωή άφηνε πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό και ένα ανεκπλήρωτο όνειρο. Να ζήσουν Έλληνες και Τούρκοι σαν αδέρφια.
«Στάχτη θα γίνεις κόσμε γερασμένε, σου ῾ναι γραφτὸς ο δρόμος της συντριβης»
Η αγάπη που είχε ο Χικμέτ για την Ελλάδα και τους Έλληνες, μόνο τυχαία δεν ήταν. Πέρα από την ταξική συνείδηση την οποία διέθετε ο διάσημος Τούρκος ποιητής, είχε και κάτι ακόμα: Είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. Στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, την οποία αγάπησε με όλη τη δύναμη της καρδιάς του.
Ο πατέρας του Χικμέτ Μπέης ήταν ανώτερος αξιωματούχος του Σουλτάνου και η μητέρα του Τζελίλ Χανίμ, εγγονή του γερμανικής καταγωγής οθωμανού στρατάρχη Μεχμέτ Αλή Πασά (Λούντβιχ Ντιτρόιτ, το γερμανικό του όνομα). Ο Ναζίμ Χικμέτ σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και αρχικά ακολούθησε καριέρα αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού της Τουρκίας. Το 1919, ωστόσο, αρρώστησε σοβαρά και τον επόμενο χρόνο, εν τω μέσω της Μικρασιαστικής Εκστρατείας, απαλλάχθηκε για λόγους υγείας.
Το 1921 έγραψε ένα ποίημα για τον πόλεμο το οποίο εξυμνούσε τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Το ποίημα αυτό έφτασε στα χέρια του Κεμάλ Ατατούρκ ο οποίος αμέσως έδωσε εντολή να διοριστεί ο Χικμέτ σε ένα από τα καλύτερα σχολεία της χώρας. Και κάπου εκεί αρχίζουν τα προβλήματα. Όσο φλογερός πατριώτης ήταν ο Χικμέτ αλλά τόσο παθιασμένος κομμουνιστής ήταν. Τα πολιτικά του πιστεύω, ωστόσο, ήρθαν σε σύγκρουση με τα συντηρητικά αντανακλαστικά των συναδέλφων του δασκάλων, οι οποίοι καθημερινά του «πριόνιζαν την καρέκλα». Τελικά, ο Χικμέτ, μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε για τη Σοβιετική Ένωση. Εγκαταστάθηκε στη Μόσχα και εκεί άρχισε να μελετά την Οκτωβριανή Επανάσταση κάτι που ενίσχυσε τις πολιτικές πεποιθήσεις που είχε.
Σε μια λανθασμένη, όπως αποδείχθηκε, κίνηση, ο Χικμέτ, αποφάσισε να γυρίσει στην Τουρκία όταν ο Ατατούρκ εγκαθίδρυσε την Τουρκική Δημοκρατία. Άρχιζε να δουλεύει ως δημοσιογράφος ενώ παράλληλα έκανε και πολιτική δουλειά, προπαγανδίζοντας τις κομμουνιστικές ιδέες. Η δράση του αυτή, τον έστειλε φυλακή για πολλά χρόνια (συνολικά παρέμεινε έγκλειστος περίπου 15). Την περίοδο της παραμονής του σε διάφορες φυλακές της Τουρκίας, ο Χικμέτ μετέτρεψε τη φυλακή σε ένα πραγματικό σχολείο για τους συγκρατούμενούς του με μαθήματα γλώσσας, λογοτεχνίας, γαλλικών. Αποφυλακίστηκε, μετά από την τρομακτική πίεση που άσκησαν προσωπικότητες παγκόσμιου βεληνεκούς όπως ο Ζαν Πολ Σαρτρ και ο Πάμπλο Πικάσο. Στη συνέχεια έφυγε ξανά για τη Μόσχα και εκεί συνέχισε να γράφει και να λέει για όλα αυτά που πίστευε πως θα οδηγούσαν σε έναν κόσμο καλύτερο. Σε έναν κόσμο ειρήνης.
Η κυβέρνηση της Τουρκίας, ωστόσο, δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι όλη αυτή τη δραστηριότητα του Χικμέτ και έτσι το 1959 του αφαίρεσε την τουρκική ιθαγένεια.
Ο Ναζιμ Χικμέτ πέθανε στη Μόσχα, στις 3 Ιουνίου 1963. Κηδεύτηκε στο περίφημο κοιμητήριο Νοβοντονίτσκι. Μόλις το 2009 ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν του απέδωσε μετά θάνατον την τουρκική υπηκοότητα, ωστόσο, η τελευταία επιθυμία του σπουδαίου ποιητή ακόμα δεν έχει πραγματοποιηθεί: Ήθελε να θαφτεί κάτω από έναν οποιοδήποτε πλάτανο, σε οποιοδήποτε μέρος της Μικράς Ασίας.
Φεύγοντας ο Χικμέτ άφησε πίσω του μια τεράστια κληρονομιά. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε 50 γλώσσες. Ο «γίγαντας με τα γαλανά μάτια», όπως τον αποκαλούσαν, τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης το 1955 για το συνολικό του έργο και τη διεθνιστική διάστασή του. Ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, το Kız Çocuğu (σσ: Το μικρό κορίτσι) είναι μια έκκληση για την ειρήνη από ένα επτάχρονο κοριτσάκι, δέκα χρόνια μετά το θάνατό του στη Χιροσίμα. Εκτός από ποίηση, ο Χικμέτ έγραψε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Οι Ρομαντικοί» και ορισμένα θεατρικά έργα, το πιο γνωστό από τα οποία έχει τον τίτλο «Άραγε υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;».
Στα ελληνικά, ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος και ορισμένα από αυτά μελοποίησαν ο Μάνος Λοΐζος και ο Θάνος Μικρούτσικος.
«Έλληνες και Τούρκοι έχουν έναν, κοινό εχθρό...»
Ο Ναζίμ Χικμέτ είχε ένα όραμα: Ήθελε Έλληνες και Τούρκοι να ζήσουν μονιασμένοι. Να ζήσουν ειρηνικά. Τόνιζε πως στην πραγματικότητα οι δυο λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, αντίθετα υπάρχουν πολλά που τους ενώνουν. Ο Χικμέτ έλεγε πως οι εργάτες σε Ελλάδα και Τουρκία έχουν ένα κοινό εχθρό. Τον ιμπεριαλισμό ο οποίος και σπέρνει τη διχόνοια ανάμεσα στους ανθρώπους.
Το 1956, λίγο μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, ζήτησε από τους Τουρκοκυπρίους να ζήσουν ειρηνικά με τους Ελληνοκυπρίους και να υποστηρίξουν τον αγώνα τους για την αποτίναξη της Βρετανικής Κατοχής στο νησί.
«Δεν υπάρχει κανένα ζήτημα για την ελληνικότητα της Κύπρου. Η πλειοψηφία των κατοίκων της είναι Έλληνες και δίκαια αγωνίζονται για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Απευθυνόμενος ειδικότερα στην τουρκική μειονότητα της νήσου, ο τούρκος ποιητής τόνιζε πως, πρέπει να συνεργασθεί με τους Έλληνες Κύπριους για την απαλλαγή της νήσου από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Μόνο όταν η νήσος απαλλαγεί από τους άγγλους ιμπεριαλιστές οι Τούρκοι κάτοικοί της θα μπορέσουν να ζήσουν πραγματικά ελεύθεροι. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με την ενότητα του κυπριακού λαού, με τη συνεργασία από Τούρκους και Έλληνες Κυπρίους, στην πάλη εναντίον του ξένου δυνάστη. Εκείνοι που προσπαθούν να στρέψουν τους Τούρκους εναντίον των Ελλήνων, μόνο το συμφέρον του κατακτητή εξυπηρετούν» είχε γράψει σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή» τον Απρίλιο του 1955.
Το τι ήταν ο Ναζιμ Χικμέτ, το τι πρέσβευε και τι είχε μέσα στο μυαλό και στην καρδιά του, έγινε απόλυτα κατανοητό όταν τον Αύγουστο του 1952 ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Βαρσοβίας μετέδωσε μια ανοιχτή επιστολή του σπουδαίου ποιητή προς τον ελληνικό λαό:
«Αδέλφια Ελληνες,
Υπάρχουν δύο Τουρκίες και δύο Ελλάδες. Η αληθινή και η ψεύτικη. Η ανεξάρτητη και η δουλική. Η μια είναι η Ελλάδα του Μπελογιάννη και των χιλιάδων Ελλήνων πατριωτών που υποφέρουν στις φυλακές. Η πατρίδα του ελληνικού λαού. Αυτή είναι η γνήσια Ελλάδα. Είναι η Τουρκία με τους χιλιάδες Τούρκους πατριώτες, που σαπίζουν στα μπουντρούμια. Η Τουρκία του τούρκικου λαού. Αυτή είναι η γνήσια Τουρκία.
Υπάρχουν και η Τουρκία και η Ελλάδα του Μεντερές και του Πλαστήρα. Είναι οι επίσημες, όχι οι πραγματικές. Είναι αυτές που με τους ελάχιστους υποστηριχτές τους, ξεπούλησαν και τις δύο χώρες στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Τώρα τελευταία, κάτω απ’ τις αμερικάνικες ευλογίες, ο Μεντερές και ο Πλαστήρας έσφιξαν τα χέρια στην Αθήνα.
Τα ματωβαμμένα χέρια τους, που στέλνουν Τούρκους και Έλληνες στρατιώτες στην Κορέα. Τα ματωβαμμένα χέρια τους που ετοιμάζουν νέο πόλεμο. Τη φιλία αυτή την καταλαβαίνουμε όλοι. Να χτυπούν μαζί τους αγωνιστές του τούρκικου και ελληνικού λαού, που παλεύουν για την ανεξαρτησία, ειρήνη και ελευθερία. Να αλέσουν στον ίδιο αμερικάνικο κρεατόμυλο, παιδιά του ελληνικού και του τούρκικου λαού. Να υποχρεώσουν το λαό της Τουρκίας και της Ελλάδας, να σκύβει το κεφάλι και να προσκυνάει τα αφεντικά τους και τα αφεντικά των αφεντικών τους.
Όμως οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, δίνουν πέρα για πέρα διαφορετικό νόημα στην ελληνο-τουρκική φιλία. Γι’ αυτούς η φιλία σημαίνει κοινό αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Για την εθνική ανεξαρτησία, για την ευτυχία, για να μπορούν να γεύονται πλάι πλάι στο αδελφικό τραπέζι της φιλίας το ψωμί και τις ελιές του τόπου τους.
Φίλοι μου Έλληνες. Πρέπει ν’ αγωνιστούμε μαζί, χέρι με χέρι για την εθνική ανεξαρτησία των χωρών μας, για τη δημοκρατία ενάντια σε κάθε εκδήλωση φασισμού, ενάντια στους ιμπεριαλιστές.
Αδέλφια μου Έλληνες…να λευτερώσετε την Ελλάδα από τα νύχια των ιμπεριαλιστών και φασιστών. Να φτιάσετε μια ανεξάρτητη, λεύτερη, ευτυχισμένη Ελλάδα. Ετσι τα παιδιά του λαού θά χουν δικαίωμα στο γέλιο και στη χαρά».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.