Τον Μάη του 1967 η χώρα δεν έχει προλάβει ακόμα να συνέλθει από το σοκ της επιβολής της χούντας των Συνταγματαρχών. Οι αγωνιστές της αριστεράς, έχοντας μάθει για τις αθρόες συλλήψεις συντρόφων τους από τα όργανα του καθεστώτος, έψαχναν τρόπους να κρυφτούν ή να φύγουν από τη χώρα. Ακριβώς ένα μήνα μετά το πραξικόπημα, ο αγωνιστής Νικηφόρος Μανδηλαράς, βρέθηκε νεκρός σε μια παραλία της Ρόδου. Η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του. Η δολοφονία του Μανδηλαρά θεωρείται ακόμα και σήμερα. Ουσιαστικά, ωστόσο, όλοι ήξεραν πως ο συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, ο οποίος ήταν καταζητούμενος από τη χούντα, ήξερε πολλά, μιλούσε πολύ και κάποιος έπρεπε να του κλείσει το στόμα.
Μια ζωή στον αγώνα και στην πάλη για το δίκαιο
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς γεννήθηκε στην Κόρωνο της Νάξου στις 19 Φεβρουαρίου 1928. Από τα μαθητικά του χρόνια κιόλας είχε αναπτύξει πολιτική δράση από τις γραμμές της αριστεράς. Ο πατέρας του ήταν σμυριδεργάτης και ο νεαρός Νικηφόρος γνώρισε από πρώτο χέρι τις δυσκολίες της εργατικής τάξης.
Στην Κατοχή ανήκε στην ΕΠΟΝ ενώ ως μαθητής στο γυμνάσιο Σύρου «ετύγχανε πλήρως κατηρτισμένος εις την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν» και «ενήργει προπαγάνδα και προσυλητισμόν των νέων εις τον κομμουνισμόν», όπως αναφέρεται στα «Δελτία δράσης» και στα απόρρητα σημειώματα της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Γενικής Ασφάλειας που υπάρχουν στον φάκελό του. Όπως προκύπτει, μάλιστα, από τα ενημερωτικά σημειώματα που έφθαναν στην Υπηρεσία Πληροφοριών την περίοδο 1966-67, υπήρχε συγκεκριμένος αστυφύλακας ο οποίος τον παρακολουθούσε στις συγκεντρώσεις που ελάμβανε μέρος, στις συναντήσεις που έκανε κ.λπ.
Είναι ενδεικτικό πως την 25η Μαρτίου του 1947 ως τελειόφοιτος και αριστούχος μαθητής θα έπρεπε να είναι αυτός ο σημαιοφόρος στην παρέλαση. Με εντολή του τοπικού τμήματος Ασφάλειας στη Σύρο, ωστόσο, ο σημαιοφόρος άλλαξες. Ο Μανδηλαράς, ωστόσο, ήταν αγαπητός τόσο στους συμμαθητές όσο και στους καθηγητές του οι οποίοι ενοχλημένοι από την κίνηση της Ασφάλειας του αναθέτουν να είναι αυτός που θα καταθέσει εκ μέρους του σχολείου στεφάνι στο Μνημείο των Πεσόντων. Ο Μανδηλαράς καταθέτει το στεφάνι και στη συνέχεια βγάζει έναν πύρινο λόγο κατά του εμφυλιακού καθεστώτος και καταχειροκροτείται.
Στη συνέχεια, χωρίς φροντιστήριο, περνάει από τους πρώτους στη Νομική Σχολή της Αθήνας όπου και σπουδάζει από το 1948 μέχρι και το 1954. Δυο χρόνια μετά παίρνει την άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Παράλληλα με τη δικηγορία υπήρξε αρθρογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες ενώ είναι ήδη γνωστός για τη μάχη του στην υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των συνταγματικών ελευθεριών. Διαρκώς, ωστόσο, βρίσκεται στο στόχαστρο της Ασφάλειας εξαιτίας της ακατάπαυστης δράσης του.
Στις εκλογές του 1956, με δημόσιες δηλώσεις και ομιλίες του στη Νάξο υποστήριξε το κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης με στόχο την ανάσχεση της ανόδου προς την εξουσία της νεοπαγούς ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στις εκλογές του 1958 υποστήριξε την ΕΔΑ και συνόδευσε τον συντοπίτη του Μανώλη Γλέζο στην προεκλογική περιοδεία του στη Νάξο. Τον Ιούλιο του 1959 ήταν συνήγορος υπεράσπισης της Βασιλικής Δημητροκάλλη, αδελφής του Μανώλη Γλέζου και του σύζυγό της στο στρατοδικείο Αθηνών. Κατηγορούνταν, όπως και ο Μανώλης Γλέζος, για κατασκοπεία. Τον Απρίλιο του 1960 παρέστη ως συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη των 42 ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ (ανάμεσά τους ο Χαρίλαος Φλωράκης) που δικάζονταν για κατασκοπεία.
Ο Μανδηλαράς στις εκλογές της 29/10/1961, είναι για πρώτη και μοναδική φορά υποψήφιος βουλευτής στις Κυκλάδες, ως ανεξάρτητος – συνεργαζόμενος με το ΠΑΜΕ (Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο). Επιχείρησε να είναι υποψήφιος με την Ένωση Κέντρου στις εκλογές του 1963 αλλά αποκλείστηκε ως... φιλοκομμουνιστής.
Συμμετέχει ενεργά στα Ιουλιανά του 1965 και υπερασπίζεται όσους διώκονται. Ο Μανδηλαράς μαζί με άλλους δικηγόρους και τους γονείς του Σωτήρη Πέτρουλα, του φοιτητή που δολοφονήθηκε από την αστυνομία στη διάρκεια των επεισοδίων εκείνη την περίοδο, έκαναν έφοδο στο νεκροτομείο και πήραν τη σορό του.
Το «άστρο» του Μανδηλαρά έλαμψε στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ όπου ήταν συνήγορος υπεράσπισης του λοχαγού Μπουλούκου. Εξόργισε κράτος και παρακράτος όταν στη διάρκεια της δίκης καταθέτει στο στρατοδικείο ιατρικό ντοκουμέντο το οποίο πιστοποιεί ότι ο Συνταγματάρχης Γ. Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα δικτάτορας) είναι σχιζοφρενής. Ο ψυχίατρος που είχε εκδώσει το πιστοποιητικό βρέθηκε απαγχονισμένος στην κλινική του το πρωί της 21ης Απριλίου 1967.
Η χούντα και το σκοτεινό τέλος
Ο Μανδηλαράς, ωστόσο, ούτε κανένας βλάκας ήταν, ούτε κανένας ανυποψίαστος. Γνώριζε πολύ καλά πως η δράση του αυτή είχε ενοχλήσει πολλούς. Είναι ενδεικτικό πως σε ένα διάλειμμα στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ ο μαχητικός δικηγόρος είχε μια ιδιωτική συνομιλία με τον φίλο του, τον γνωστό δημοσιογράφο Κώστα Χαρδαβέλα, στον οποίο είχε πει: «Έχω περάσει το όριο της αντοχής τους. Βρίσκομαι ήδη στην απέναντι όχθη. Να ξέρεις πάντα ότι ο Μανδηλαράς ούτε θα αυτοκτονήσει ποτέ, ούτε είναι άνθρωπος που θα πάθει ατύχημα. Αν γίνει κάποτε κάτι, ψάχτε όλοι για τον δολοφόνο». Αυτά τα λόγια δεν ήταν προφητικά. Ο Μανδηλαράς ήξερε. Απλά δε γνώριζε το πόσο σύντομα θα συμβούν όλα αυτά.
Ο Νικηφόρος ήθελε να είναι υποψήφιος στις εκλογές που θα γίνονταν στις 29 Μάη του 1967. Δεν ήξερε, ωστόσο, πως τότε δε θα ήταν ζωντανός και βέβαια πως οι εκλογές ουδέποτε θα γίνονταν. Στις 21 Απριλίου 1967 επιβλήθηκε χούντα με αρχηγό τον... σχιζοφρενή Γεώργιο Παπαδόπουλο και ο Μανδηλαράς ήξερε πως αν δε φύγει από την Ελλάδα σύντομα θα είναι νεκρός. Την ημέρα επιβολής της δικτατορίας πρόλαβε τελευταία στιγμή και έφυγε από το σπίτι του. Επί 24 ημέρες έμεινε κρυμμένος σε τρία διαφορετικά κρησφύγετα.
Το τελευταίο από αυτά είναι στη Νέα Σμύρνη. Από εκεί θα φύγει το απόγευμα της 16ης Μάη με σκοπό να συναντηθεί με τον πλοίαρχο του «RITA V» ο οποίος θα τον έκρυβε στο πλοίο για να περάσει στην Κύπρο και από εκεί πιο εύκολα να περάσει στη Δύση. Ο Μανδηλαράς μπαίνει στο πλοίο και κρύβεται στην καμπίνα του καπετάνιου. Το πλοίο αναχωρεί το μεσημέρι της 17ης Μάη με κατεύθυνση την Αμμόχωστο. Από εκεί και πέρα... σκοτάδι.
«Ξαφνικά» η ΚΥΠ μαθαίνει πως ο Μανδηλαράς είναι στη Ρόδο και προσπαθεί να περάσει στην Κύπρο. Αμέσως σημαίνει συναγερμός διότι κάτι τέτοιο θα έκανε μεγάλη ζημιά στο καθεστώς. Η σύλληψη του θεωρείται ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Αυτό σε ότι αφορά την επίσημη εκδοχή της ιστορίας. Στην ανεπίσημη το πιθανότερο (χωρίς να υπάρχουν αποδείξεις) είναι ο Μανδηλαράς να βρέθηκε ήδη κρατούμενος της Ασφάλειας από τη στιγμή που μπήκε στην καμπίνα του καπετάνιου ο οποίος «έπαιζε» σε διπλό ταμπλό και πως στόχος του καθεστώτος δεν ήταν η σύλληψη του δικηγόρου αλλά η φυσική του εξόντωση του με τρόπο τέτοιο που να μοιάζει ατύχημα.
Μία εβδομάδα αργότερα το πτώμα του εκβράστηκε σε ακτή της Ρόδου. Η χούντα ανακοίνωσε στις 23 Μαΐου ότι «εξεβράσθη πτώμα ανδρός, αγνώστων στοιχείων» και την επομένη ότι το πτώμα «ανεγνωρίσθη ως του δικηγόρου Μανδηλαρά». Η κηδεία του Μανδηλαρά έγινε σε κλίμα τρομοκρατίας μια ημέρα μετά, παρουσία μόνο τριών φίλων και ενός θείου του και δεκάδων... αστυνομικών.
Η επίσημη εκδοχή της χούντας, μέσω του πορίσματος των ιατροδικαστών, είναι πως όταν το λιμενικό έστειλε σήμα στον καπετάνιο για να σταματήσει, ώστε να ελεγχθεί το πλοίο, ο Μανδηλαράς έπεσε στη θάλασσα για να ξεφύγει κολυμπώντας και εκεί χτύπησε το κεφάλι του, λιποθύμησε και πνίγηκε. Ο καπετάνιος του πλοίου δικάστηκε και καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας σε φυλάκιση 27 μηνών Εξαγόρασε την ποινή του και έφυγε στη Νότιο Αφρική. Ένα μήνα μετά, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα.
Με τη μεταπολίτευση επιδιώχθηκε η δικαστική διερεύνηση του θανάτου του Μανδηλαρά. Στις 24 Απριλίου 1986, το Συμβούλιο Εφετών με το βούλευμα 731 χαρακτήρισε ως ανθρωποκτονία εκ προθέσεως το θάνατο του Μανδηλαρά και κατονόμαζε ως ηθικούς αυτουργούς τα ηγετικά στελέχη χούντας Ιωάννη Λαδά και Κώστα Παπαδόπουλο (αδελφό του δικτάτορα), ενώ καταλόγιζε ευθύνες σε στελέχη του Λιμενικού Σώματος και τον τότε αρχηγό της ΚΥΠ. Στο βούλευμα αναφερόταν η ύπαρξη επαρκών στοιχείων για στοιχειοθέτηση του εγκλήματος. Μια από αυτές, ίσως η σημαντικότερη, είναι πως σε μια από τις φωτογραφίες του νεκρού Μανδηλαρά, φαίνεται ξεκάθαρα πως φέρει τραύμα από σφαίρα στο ύψος του αριστερού μαστού!
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς τάφηκε στη Ρόδο. Στις 15 Ιουνίου 1983, ωστόσο, τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και τοποθετήθηκαν σε τάφο δίπλα σε εκείνον του Γρηγόρη Λαμπράκη στο Α' Νεκροταφείο.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.