Μενού
genoktonia_pontion
Γενοκτονία Ποντίων | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Το σχέδιο ήταν απλό και ταυτόχρονα τόσο τρομακτικό και τόσο αιματηρό. Ο ακραίος εθνικιστής Μουσταφά Κεμάλ αφού πρώτα σφαγίασε Αρμένιους, Ασσύριους ακόμα και Οθωμανούς στράφηκε στον ελληνισμό του Πόντου. Μια ημέρα σαν σήμερα πριν από 104 χρόνια ξεκίνησε εκείνη η σκληρότερη φάση εκείνης της μεγάλης σφαγής. Της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού. Μια μαύρη πορεία, βουτηγμένη στο αίμα και τον τρόμο, που ολοκληρώθηκε, τρία χρόνια αργότερα, με τις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Με την καταστροφή της Σμύρνης.

«Πάρθεν η Ρωμανία»

«Ήμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλαμβάνανε. Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του. Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα ''πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν'', δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…». Η αφήγηση της Βαρβάρας Σαλτσίδου από το Κόλοου Ερπαας, γεννημένη το 1902, που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 1966, συγκλονίζει.

«Πολλά είδαμε και πολλά περάσαμε. Έβλεπες τους ανθρώπους να τρώνε ψοφίμια, πολλές φορές μάλιστα εγένοντο ομηρικαί μάχαι δια να κόψη κανείς ένα κομμάτι, ακόμα και από αυτά που έκειντο μέσα στον δρόμο», έγραφε ο Κωνσταντίνος Ιορδανίδης καταθέτοντας τη δική του μαρτυρία. Οι μαρτυρίες πολλές. Άλλες σκληρές και άλλες ακόμα πιο σκληρές. Σχεδόν απάνθρωπες.

Οι Έλληνες του Πόντου ήταν ένα ιδιαίτερο τμήμα του Ελληνισμού καθώς ακόμα και μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας. Δεν τους πτόησε ούτε η άλωση της Τραπεζούντας και αν και αποτελούσαν μειονότητα δεν άργησαν να κυριαρχήσουν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα. Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.

Όλα αυτά, ωστόσο, αλλάζουν με τρόπο δραματικό όχι μόνο για τους Έλληνες του Πόντου αλλά για όλους τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Νεότουρκοι έβαλαν στην άκρη τον Σουλτάνο και σχεδόν αμέσως έδειξαν το σκληρό τους πρόσωπο διαψεύδοντας όσες ελπίδες είχαν δημιουργηθεί για αναίμακτες μεταρρυθμίσεις.

«Την πατρίδαμ’ έχασα, άκλαψα και πόνεσα»

Την εποχή εκείνη η Ελλάδα είχε εστιάσει στο «Κρητικό ζήτημα» και σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να ανοίξει ένα νέο μέτωπο με την Τουρκία. Οι νεότουρκοι βρίσκουν την ευκαιρία που έψαχναν και εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του Ελληνικού πληθυσμού. Αναγκάσουν όσους Έλληνες δεν πάνε στον στρατό να υπηρετήσουν στα «Αμελέ Ταμπουρού», σε «Τάγματα Εργασίας» τα οποία στην πραγματικότητα ήταν τάγματα θανάτου όπου κανείς δούλευε κάτω από άθλιες συνθήκες μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή σε κάποιο λατομείο ή ορυχείο.

«Μας πήραν όλους σε μια πορεία θανάτου. Πολλοί, οι γεροντότεροι, δεν άντεξαν. Τον θείο της μητέρας μου, τον παπα - Κυριάκο, τον διέταξαν οι Τούρκοι στρατιώτες να φύγει. Εκείνος λειτουργούσε. Ζήτησε να αποχωρήσει μόλις θα τέλειωνε η εκκλησία. Οι Τούρκοι απείλησαν να κλειδώσουν τις πόρτες και να τους κάψουν ζωντανούς. Τελικά τους έκαψαν μέσα στην εκκλησία. Τι τα θυμάμαι;» είχε πει η Αθανασία Ιγνατιάδου, από χωριό της Κερασούντας, αφήγηση από τον πρώτο διωγμό, το 1910.

Από το Χοντροκόπι της Ματσούκας του Πόντου, η Ελένη Αλεξανδρίδου θυμάται πως «όταν ξεκινήσανε να σφάζουν και να ρημάζουν τον τόπο», οι Έλληνες έτρεχαν στα βουνά με την ελπίδα να καταφύγουν στη Ρωσία. Σε μια περίπτωση, ήρθαν αντιμέτωποι με ένα απόσπασμα Τούρκων ενόπλων που ξεκίνησαν να δολοφονούν. Με ποντιακή διάλεκτο αναφέρει: «Οι γυναίκες με τα παιδία στην αγκάλα και έτρεχανε να προλαβαίνουνε και να μπαίνουνε στα ρωσικά τα σύνορα. Και προλάβανε λέει, στο δρόμο που επαένανε, ένα δεντρόν τρανόν νερούν ξελέ με τα κλαδία με τα φύλλα όπως έχει και πήαν όλοι και εκρύφτανε». Τα μωρά έκλαιγαν και δεν είχαν ούτε γάλα να τους δώσουν. Οι αρχηγοί της παρέας είπαν σε δύο μανάδες ή θα σκοτώσουν τα παιδιά τους ή θα απομακρυνθούν από το κρησφύγετο για να μην προδώσουν 500 και πλέον κυνηγημένους. Τότε, η μια πήρε το κορδόνι του παπουτσιού της και κρέμασε το μωρό της. Η άλλη το έπνιξε στον βούρκο. 

Το 1915 σφαγιάζονται οι Αρμένιοι και, πλέον, ο δρόμος για τον Ατατούρκ και τους ακραίους εθνικιστές του είναι ανοιχτός. Αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των Γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.

Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα η οποία έπρεπε να φτάσει η 24 Φεβρουαρίου 1994 προκειμένου να ανακηρύξει τη 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.