Μενού
kaisariani
Μνημείο πεσόντων στην Καισαριανή | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για το μονάκριβο γιο σου. Ν’ αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδερφούλα μου, και οι δυο τους μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια πατερούλη». Είναι 33 λέξεις που λένε πολλά περισσότερα απ' όσα νομίζει κάποιος. Είναι 33 λέξεις που δείχνουν πως, κάποιοι άνθρωποι, επιλέγουν να σταθούν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Να ορθώσουν ανάστημα μεγαλύτερο από το μπόι τους. Είναι 33 λέξεις που ανήκουν στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Έναν από τους 200 αγωνιστές που εκτελέστηκαν από τους Ναζί την πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή. Είναι το «τελευταίο σημείωμα» του. Ταυτόχρονα, όμως είναι και πολλά παραπάνω από ένα σημείωμα. Είναι μια ολόκληρη παρακαταθήκη. Για εμάς. Και για τους επόμενους.

Ένας αλύγιστος ήρωας – Μια ζωή στα μπουντρούμια

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης δεν ήταν περισσότερο ήρωας από κάποιον άλλο. Ίσως, όμως, ήταν ο πιο τραγικός από τους ήρωες εκείνης της Πρωτομαγιάς. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Σουκατζίδης, γεννήθηκε στην Προύσα το 1909. Στην καταστροφή της Σμύρνης ήταν μόλις 13 ετών. Ξεριζώθηκε και με τους γονείς του κατάφερε να περάσει στην Ελλάδα. Μετά από αρκετές περιπέτειες εγκαταστάθηκε στο Αρκαλοχώρι, στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Άρχισε αμέσως να σπουδάζει και κατάφερε να μάθει πέρα από τα Τουρκικά που ήδη ήξερε, τέσσερις ακόμα ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Ρωσικά και Γερμανικά). Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Μέση Εμπορική Σχολή, έπιασε δουλειά σαν λογιστής. Παράλληλα, όμως, αποδείχθηκε και ένας πολύ δραστήριος άνθρωπος. Συμμετείχε σε διάφορες λαογραφικές προσπάθειες, έγραψε διάφορα βιβλία και την ίδια ώρα ήταν στέλεχος του ΚΚΕ με πλούσια συνδικαλιστική δράση κυρίως ως πρόεδρος των Εμποροϋπαλλήλων στο Ηράκλειο.Ότι είχε χτίσει, ωστόσο, το είδε να καταστρέφεται με την επιβολή της δικτατορίας του Ι. Μεταξά. 

Ο Σουκατζίδης συλλαμβάνεται τον Ιούνιο του 1936 και εξορίζεται στον Άη Στράτη. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές της Ακροναυπλίας όπου παρέμεινε μέχρι τον Απρίλιο του 1941 και τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. Από την Ακροναυπλία μεταφέρθηκε στα Τρίκαλα και έπειτα στη Λάρισα. Από εκεί και επειδή ήξερε γερμανικά μεταφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 1943 στο Χαϊδάρι. Από τις 29 Οκτωβρίου 1940 οι πολιτικοί κρατούμενοι με επιστολές τους ζητούσαν να σταλούν στο μέτωπο για να πολεμήσουν, με τον Ιωάννη Μεταξά να απορρίπτει και τα τρία αιτήματά τους, ζητώντας τους να υπογράψουν δήλωση μετανοίας για να αφεθούν ελεύθεροι. 

Αξίζει να σημειωθεί το εξής: Μετά την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου του 1936, τα πράγματα για τους κομμουνιστές έγιναν σκληρά. Άγρια. Πολλές φορές απάνθρωπα. Ήταν τόσο το μίσος του μεταξικού καθεστώτος προς τους πολιτικούς του αντιπάλους που, όταν, πλέον, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει φουντώσει και έγινε η ναζιστική εισβολή στην Ελλάδα (αν και κυβέρνηση τότε ήταν εκείνη του Εμμ. Τσουδερού, καθώς τυπικά το καθεστώς της 4ης Αυγούστου καταργήθηκε με βασιλικό διάταγμα το Φεβρουάριο του 1942), δεν τους απελευθέρωσε από τις φυλακές αλλά τους παρέδωσε με τα κελιά κλειδωμένα στους κατακτητές. Σε κάποιες φυλακές οι πολιτικοί κρατούμενοι κατάφεραν να αποδράσουν και αμέσως άρχισαν να οργανώνουν αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Σε κάποιες άλλες, ωστόσο, οι φυλακισμένοι είχαν την ατυχία απλά να αλλάξουν ανθρωποφύλακα.

Αυτό ακριβώς έγινε και στις φυλακές του Χαϊδαρίου. Όταν οι ναζί μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941, τις κατέλαβαν και τις βρήκαν γεμάτες με Έλληνες κομμουνιστές. Ανάμεσα τους και ο Σουκατζίδης ο οποίος επειδή ήξερε, όπως ήδη αναφέρθηκε, γερμανικά  ανέλαβε έναν εξαιρετικό δύσκολο ρόλο. Έγινε ο διερμηνέας των Γερμανών κάτι που τον έφερε σε δύσκολη θέση πολλές φορές καθώς προσπαθούσε να μεταφράζει τα όσα του έλεγαν με τέτοιο τρόπο, ώστε, να μην επιβαρύνει τη θέση των κρατουμένων. Ζήτησε πολλές φορές να εγκαταλείψει τη συγκεκριμένη θέση αλλά τα ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ που ήταν συγκρατούμενοι του, δεν του επέτρεψαν θεωρώντας πως οι υπηρεσίες που προσφέρει είναι ανεκτίμητες.

Η Ματωμένη Πρωτομαγιά του '44

Η αντίστροφη μέτρηση προς την 1 Μάη του 1944, ξεκινάει στις 27 Απριλίου. Τότε μια διμοιρία του 8ου Συντάγματος του Ε.Λ.Α.Σ. στήνει ενέδρα στους Μολάους Λακωνίας και σκοτώνει τον διοικητή της 41ης Γερμανικής Μεραρχίας Οχυρών, υποστράτηγο Φραντς Κρεχ και μέλη της συνοδείας του. Τα αντίποινα σκληρά. Ναζιστικές δυνάμεις της 117ης Μεραρχίας σκότωσαν δεκάδες άτομα που βρέθηκαν στο δρόμο τους από τους Μολάους μέχρι τη Σπάρτη.

Παράλληλα, ταγματασφαλίτες του περιβόητου Διονύση Παπαδόγγονα, με εντολή του ίδιου, εξαιτίας της προσωπικής… συμπάθειας που έτρεφε απέναντι στον εκτελεσθέντα ναζί υποστράτηγο, εκτέλεσαν στην Πελοπόννησο ακόμα 100 Έλληνες αντιστασιακούς ή ύποπτους για αντιστασιακή δράση. Τέλος, η διοίκηση των δυνάμεων κατοχής έδωσε εντολή να εκτελεστούν και 200 κρατούμενοι των φυλακών στο Χαϊδάρι! Πενήντα εκτελεσθέντες για κάθε έναν νεκρό Γερμανό από την επίθεση του Ε.Λ.Α.Σ. στους Μολάους…

Ο ίδιος ο Σουκατζίδης ήταν αυτός που διάβασε τη λίστα με τους 200 μελλοθάνατους. Η λίστα περιείχε και το δικό του όνομα. Ο Γερμανός διοικητής της φυλακής Καρλ Φίσερ, την τελευταία στιγμή, πριν το κομβόι ξεκινήσει για την Καισαριανή, είπε στον Σουκατζίδη να μείνει πίσω διότι τον χρειάζεται. Ο Σουκατζίδης τον ρώτησε αν αυτό σημαίνει πως θα εκτελεστούν 199 ή πως κάποιος άλλος θα πάρει τη θέση του. Ο Φίσερ του απάντησε πως η εντολή είναι ξεκάθαρη και πως πρέπει να εκτελεστούν 200 άνθρωποι, άρα κάποιος άλλος θα έπρεπε να πάρει τη θέση του. Τότε ο Σουκατζίδης αρνήθηκε και ζήτησε να εκτελεστεί μαζί με τους υπόλοιπους!

Το κομβόι αποτελούταν από δέκα γερμανικά φορτηγά. Στη διαδρομή από το Χαϊδάρι μέχρι την Καισαριανή, οι κρατούμενοι έγραφαν σημειώματα και τα πετούσαν στο δρόμο. Παραλήπτες ήταν η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια, οι αγαπημένοι τους άνθρωποι και οι συναγωνιστές τους. Οι περαστικοί που τα έβρισκαν ανέλαβαν τον ρόλο του ταχυδρόμου για να μεταφέρουν τα μαύρα μαντάτα.

Όταν έφτασαν στην Καισαριανή οι Γερμανοί τους χώρισαν σε ομάδες των 20. Ο Σουκατζίδης ήταν το νούμερο 71 αλλά επέλεξε να μείνει στην τελευταία 20αδα για να συνεχίσει μέχρι την ύστατη στιγμή να εκτελεί χρέη διερμηνέα. Και αυτό ίσως ήταν ακόμα πιο δύσκολη και ηρωική απόφαση από την προηγούμενη γιατί οι 20 που εκτελούνταν μεταφέρονταν στα γερμανικά καμιόνια από τους 20 επόμενους!

Λίγο μετά τις 10 το πρωί της πρωτομαγιάς του 1944, οι ναζί είχαν ολοκληρώσει το έργο τους. Οι 200 νεκροί της Καισαριανής μεταφέρθηκαν στο Γ’ νεκροταφείο, σε ομαδικούς τάφους. Λέγεται πως μια νεαρή κοπέλα στο Μετς υπέστη καρδιακό επεισόδιο όταν είδε το αίμα που έτρεχε, από τα γερμανικά φορτηγά που μετέφεραν τους νεκρούς, και έβαφε τους δρόμους.

Το «τελευταίο σημείωμα» του Σουκατζίδη ήταν στην πραγματικότητα τρία. Το ένα προς τον πατέρα του που έγραφε: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για το μονάκριβο γιο σου. Ν’ αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδερφούλα μου, κι οι δυο τους μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια πατερούλη». Το δεύτερο στην αρραβωνιαστικιά του, Χαρά Λιουδάκη: «Η τελευταία μου σκέψη μαζί σου. Θα θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο της ζωής σου άξιο σου και άξιο μου. Κάτι ενθύμια θα σου τα δώσει ο Ζήσης».

Το τρίτο και τελευταίο στην κουνιάδα του Μαρία Λιουδάκη (μέλος του ΕΑΜ που αποκεφαλίστηκε και το πτώμα της πετάχτηκε σε χαράδρα την περίοδο του εμφυλίου): «Αδελφούλα μου, πάω για εκτέλεση. Σε λάτρευα πολύ, όσο λάτρευα και τη γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να σας κάνω ευτυχισμένες. Λίγη αγάπη στον μπαμπά όσο θα ζει. Γεια σου, γεια σου λατρευτή μου αδελφούλα. Ναπολέων, 1-5-44».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.