Σίγουρα θα έχετε ακούσει την έκφραση για «τον καλό και τον κακό μπάτσο». Αν υπήρχε μια ανάλογη έκφραση για τον «τίμιο μπάτσο» τότε δίπλα της θα είχε την εικόνα του Φρανκ Σέρπικο. Όχι γιατί ήταν ο μοναδικός «τίμιος μπάτσος» που υπήρξε ποτέ, αλλά επειδή παρέμεινε τίμιος ακόμα και όταν έπεσε μέσα σε μια αγέλη επίορκων μπάτσων. Χωρίς εισαγωγικά αυτό το τελευταίο. Και όχι απλά βρέθηκε μέσα σε αυτή την αγέλη αλλά λίγο έλειψε να το πληρώσει με τη ζωή του. Τη ζωή του Σέρπικο τη μάθαμε σχεδόν όλοι από την επική ταινία με τον σπουδαίο Αλ Πατσίνο να ενσαρκώνει τον θρυλικό αστυνομικό της Νέας Υόρκης. Μια ταινία που ήταν «ντυμένη» με τη μουσική του αξεπέραστου Μίκη Θεοδωράκη.
Ποιος ήταν ο Φρανκ Σέρπικο
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 14 Απριλίου 1936, γεννιέται στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης ο Φραντσέσκο Σέρπικο. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κάνεις από το όνομα, ο μικρός ήταν γόνος μεταναστών από την Ιταλία. Όταν ο Φράνκ έγινε 17 ετών κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό και υπηρέτησε για δύο χρόνια στη Νότια Κορέα. Όταν επέστρεψε, άρχισε να σπουδάζει αλλά το αστυνομικό... μυστήριο λειτουργούσε, πάντα, σαν μαγνήτης για αυτόν. Δούλεψε για λίγο ως ιδιωτικός ντετέκτιβ και τελικά τον Σεπτέμβριο του 1959 εντάχθηκε στο περίφημο NYPD, την αστυνομία της Νέας Υόρκης.
Αρχικά ως ένστολος και στη συνέχεια ως, όπως θα λέγαμε εδώ στην Ελλάδα, ασφαλίτης, ο Σέρπικο υπηρέτησε σε διάφορες υπηρεσίες. Τη μεγάλη του επιτυχία (;), ωστόσο, την έκανε όταν ως αστυνομικός του Τμήματος Ηθών πια, ανέλαβε μια μυστική αποστολή, να εντοπίσει κρούσματα εκβιασμών και παροχής προστασίας έναντι χρημάτων και τελικά ανακάλυψε πως μέσα στις τάξεις του NYPD υπάρχει ένα ολόκληρο κύκλωμα επίορκων αστυνομικών οι οποίοι κάνουν κάθε παράνομη δουλειά που μπορεί να φανταστεί κανείς προκειμένου να βγάζουν το... παντεσπάνι τους. Ο Σέρπικο κατήγγειλε όλο αυτό το κύκλωμα, αλλά το μόνο που κατάφερε σε πρώτη φάση είναι αφενός να τον περάσουν όλοι για γραφικό και αφετέρου να μπει στο στόχαστρο των επίορκων συναδέλφων του. «Ένα 10% των μπάτσων στη Νέα Υόρκη είναι απολύτως διεφθαρμένοι, ένα 10% είναι απολύτως έντιμοι και το υπόλοιπο 80% εύχονται να ήταν τίμιοι», έλεγε.
Ο Φράνκ Σέρπικο, ωστόσο, δεν τα παράτησε. Επέμεινε στις καταγγελίες του μέχρι που σιγά – σιγά οι ανώτεροί του άρχισαν να τον ακούνε. Όταν οι καταγγελίες έφτασαν στην Εισαγγελία της Νέας Υόρκης το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται. Στις 25 Απριλίου του 1970 οι New York Times με πρωτοσέλιδο τη διαφθορά στο NYPD δίνουν την απαραίτητη δημοσιότητα στην υπόθεση η οποία, πλέον, δεν μπορούσε να «θαφτεί». Ο δήμαρχος της αμερικανικής μεγαλούπολης, ο Τζον Λίντσεϊ, στον οποίο υπάγεται η αστυνομία της Νέας Υόρκης, διέταξε ανακρίσεις και συνέστησε πενταμελή επιτροπή με επικεφαλής τον δικηγόρο και μετέπειτα δικαστή Γουίτμαν Nαπ, για να διερευνήσει τις καταγγελίες του Σέρπικο. Λίγες ημέρες πριν καταθέσει στην «επιτροπή Ναπ», ο Σέρπικο συμμετέχει σε έφοδο της αστυνομίας σε σπίτι υπόπτου για διακίνηση ναρκωτικών. Ένας κακοποιός τον πυροβολεί στο πρόσωπο και κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του. Ειπώθηκε τότε (και γίνεται ξεκάθαρο στην ταινία) πως οι συνάδελφοί του δεν τον κάλυψαν. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και το ασθενοφόρο δεν το κάλεσαν οι αστυνομικοί που ήταν μαζί του αλλά ένας ηλικιωμένος γείτονας. Η σφαίρα άφησε τον Σέρπικο κωφό από το ένα αυτί και με χρόνιους πόνους από τα θραύσματα που σφηνώθηκαν στον εγκέφαλό του. Ακολούθησε έρευνα και για αυτό το «περίεργο» περιστατικό αλλά όλοι οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί αθωώθηκαν.
Σε κάθε περίπτωση, όταν ο Σέρπικο ανάρρωσε, έγινε ο πρώτος αστυνομικός του NYPD που κατέθεσε επίσημα και ανοιχτά για τη διαφθορά στο αστυνομικό σώμα. Ακολούθησαν εκκαθαρίσεις επίορκων αστυνομικών (όχι στο βαθμό που θα έπρεπε) αλλά και η δημιουργία ενός μηχανισμού, εντός του Εσωτερικών Υποθέσεων, που περιόρισε τη διαφθορά, ενώ ο Σέρπικο, τον Ιούνιο του 1972, συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα εξαιτίας τον προβλημάτων υγείας που του «κληρονόμησε» εκείνος ο πυροβολισμός στο πρόσωπο. Στη συνέχεια έφυγε για την Ευρώπη όπου έζησε με τη σύζυγό του και τον γιο τους και έδωσε μεγάλους αγώνες κατά της αστυνομικής βίας και των πολιτικών ελευθεριών.
Η απίθανη ιστορία πίσω από το soundtrack που έγραψε ο Θεοδωράκης
Ας ξεκινήσουμε με ένα μικρό... ψεματάκι που υπάρχει στον μεσότιτλο που μόλις διαβάσατε. «Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τη μουσική για το Σέρπικο. Ήταν στο γραφείο του παραγωγού στο Μανχάταν, στον 16ο όροφο που είχαμε θέα τον ορίζοντα, και τότε έπαιξε το σάουντρακ. Θα μας λείψει και θα τον θυμόμαστε» δήλωσε ο αξεπέραστος Αλ Πατσίνο, αποχαιρετώντας τον Μίκη Θεοδωράκη όταν έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του συνθέτη. Το ψεματάκι του μεσότιτλου, λοιπόν, είναι πως ο αξέχαστος Μίκης Θεοδωράκης δεν έγραψε μουσική ΓΙΑ την ταινία. Τη μουσική την είχε έτοιμη και απλά την πούλησε στους παραγωγούς της ταινίας. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο παραγωγός της ταινίας Ντίνο Ντε Λαουρέντις, την περίοδο που ο «Σέρπικο» ήταν στο στάδιο της δημιουργίας, είχε μια έντονη διαφωνία με τον σκηνοθέτη της ταινίας, Σίντνει Λιούμετ. Ο μεν πρώτος ήθελε η ταινία να «ντυθεί» με ωραία μουσική, ο δε, δεύτερος επέμενε πως με τόσο πλούσιο υλικό και τόσο δυνατή ιστορία δεν χρειάζεται μουσική καθώς υπήρχε ο κίνδυνος να «σκεπάσει» το έργο.
Ο δαιμόνιος Ντε Λαουρέντις, βέβαια, δεν είχε καμία διάθεση να υποχωρήσει από τη θέση του. Έτσι έκανε ένα μικρό τέχνασμα προκειμένου και μουσική τελικά να μπει και να μην δυσαρεστηθεί ο Λιούμετ. «Το ''Σέρπικο'' κανονικά δεν θα είχε καθόλου μουσική, αλλά στο τέλος προσέθεσα 14 λεπτά σε στρατηγικά σημεία για να προστατέψω την ταινία και εμένα τον ίδιο. Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή διάβασα στις εφημερίδες για την αποφυλάκιση του Μίκη Θεοδωράκη, του σπουδαίου αυτού Έλληνα συνθέτη, που μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Ήξερα ότι εκείνα τα χρόνια οι αριστεροί στην Ελλάδα βρίσκονταν υπό διωγμό από το ακροδεξιό καθεστώς της χούντας. Δεν είχα άλλη επιλογή: αμέσως έτρεξα στο Παρίσι να τον βρω» είχε περιγράψει ο Ντε Λαουρέντις.
Για καλή τύχη του παραγωγού ο Μίκης, λίγο καιρό αργότερα από εκείνο το πρώτο ραντεβού στο Παρίσι, θα ξεκινούσε περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι ο Ντε Λαουρέντις βρήκε την ευκαιρία να δείξει στον συνθέτη ένα rough cut του «Σέρπικο». Παρών στην παρουσίαση εκείνη ήταν και ο Σίντνει Λιούμετ. Στο τέλος της προβολής έγινε το εξής καταπληκτικό. Ο Θεοδωράκης μαγεμένος από την ταινία λέει σε σκηνοθέτη και παραγωγό πως... είναι υπέροχη και δε χρειάζεται μουσική. «Δεν υπάρχει χώρος για μουσική» είπε χαρακτηριστικά ο Θεοδωράκης. Και ακολουθεί το ακόμα πιο εκπληκτικό αφού ο Λιούμετ, γοητευμένος από την παρουσία του σπουδαίου Έλληνα συνθέτη του λέει: «Μίκη μου, σε παρακαλώ, σκέψου τη θέση μου! Ο Ντίνο θα ξετρελαθεί αν ένας συνθέτης του δικού σου βεληνεκούς βάλει την υπογραφή του στο σάουντρακ και τότε ίσως μπορέσουμε να τη ''γλιτώσουμε'' με ένα μίνιμουμ μουσικής περίπου δέκα λεπτών»!
Λέγεται πως τότε ο Θεοδωράκης, που προφανώς είχε πάει στη συνάντηση προετοιμασμένος, έβγαλε από την τσέπη του μια κασέτα και είπε στον Λιούμετ: «Πριν από κάποια χρόνια έγραψα αυτό το χαριτωμένο τραγουδάκι. Πιστεύεις ότι θα μπορούσα να ζητήσω...ξέρω ‘γώ… 75.000 δολάρια για αυτό;». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Θεοδωράκης έλαβε την αμοιβή που ζήτησε και από τότε το «χαριτωμένο τραγουδάκι» που δεν ήταν άλλο από το «Δρόμοι παλιοί» σε στίχους του Μανώλη Αναγνωστάκη συνδέθηκε για πάντα με την ιστορία του Φρανκ Σέρπικο.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.