Μενού
listes
Οι ληστές οδηγούνται στην Αθήνα για να δικαστούν | Illustrated London News
  • Α-
  • Α+

Στη μετεπαναστατική περίοδο και ενώ το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος προσπαθούσε να βρει τα «πατήματά» του, υπήρχαν κάποια κεφάλαια ανοιχτά. Ένα από αυτά ήταν η ληστεία. Κάτι το ότι η ύπαιθρος ήταν αραιοκατοικημένη, κάτι η σχεδόν μηδενική αστυνόμευση και κυρίως η πολιτική ασυλία κάποιων ληστών είχαν αναγάγει το συγκεκριμένο πρόβλημα σε μείζον θέμα για την πολιτεία η οποία, ωστόσο, έμοιαζε ανήμπορη να το αντιμετωπίσει. Αυτό, ωστόσο, θα είχε τραγική κατάληξη και δραματικές συνέπειες τόσο για τη φήμη της Ελλάδας όσο και για το πολιτικό σύστημα της χώρας.

Το μεγάλο κόλπο των Αρβανιτάκηδων

Το χάραμα της Τρίτης 30 Μαρτίου του 1870 μια ομάδα ξένων περιηγητών βγαίνει από το ξενοδοχείο «Grand Hotel d’ Angleterre» της πλατείας Συντάγματος, το σημερινό Μεγάλη Βρετανία, και επιβιβάζεται σε δυο άμαξες.  Η παρέα αποτελείται από τον 36χρονο Άγγλο Βαρόνο Τζόσλιν Φράνσις Μάνκαστερ (βετεράνο του Κριμαϊκού πολέμου), τη σύζυγό του βαρόνη Κόνστανς Αν Μάνκαστερ, τον 23χρονο Φρέντερικ Βάινερ (κουνιάδο του γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου της βρετανικής κυβέρνησης), τον 32άχρονο Έντουαρτ Χέρμπερτ (τρίτο γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα), το νεαρό κόμη και γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα Αλμπέρτο ντε Μπόιλ και τον δικηγόρο της εταιρείας Σιδηροδρόμων Πειραιώς Έντουαρντ Λόιντ, με τη σύζυγό του Τζούλια Λόιντ και τη 5χρονη κόρη τους Μπάρμπαρα. Μαζί τους ο μπάτλερ του Ντε Μπόιλ, Ντομένικο Ποέλα, ο διερμηνέας και ξεναγός Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, δυο αμαξάδες και τέσσερις έφιπποι χωροφύλακες που τους είχαν παραχωρηθεί για την ασφάλειά τους, από την ελληνική κυβέρνηση. 

Στόχος των εκδρομέων είναι να φτάσουν στον Μαραθώνα και να περιηγηθούν στο πεδίο που δόθηκε η ιστορική μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών. Η ομάδα των ξένων περιηγητών φτάνουν στον προορισμό τους λίγο μετά τις 11:30 το πρωί. Κάνουν τη βόλτα τους, πάνε στην παραλία, γευματίζουν και λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι αποφασίζουν να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής. Περίπου δύο ώρες αργότερα, οι άμαξες με τη συνοδεία της Χωροφυλακής επιχειρούν να διασχίσουν τη γέφυρα του Μεγάλου Ρέματος στη Ραφήνα όταν ακούγεται μια βροντερή φωνή από το πουθενά: «Στον τόπο!». 

Οι ληστές τους είχαν στήσει καρτέρι. Υπάρχουν δυο εκδοχές σχετικά με το πώς οι ληστές είχαν την πληροφορία για τους πλούσιους περιηγητές που κινούνταν στα μέρη τους. Η πρώτη είναι πως είχαν «εσωτερική πληροφόρηση» ήδη από την Αθήνα και απλά περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσουν. Η δεύτερη εκδοχή θέλει όλα να ξεκινάνε από έναν νεαρό βοσκό ο οποίος είχε κατέβει από τις στάνες της Πεντέλης και (κάπου, κάπως, με κάποιο τρόπο) βοήθησε τους περιηγητές οι οποίοι για τον ανταμείψουν του έδωσαν ξένα νομίσματα. Όταν επέστρεψε πίσω στις στάνες και έδειξε τα νομίσματα η συμμορία των Αρβανιτάκηδων αποφάσισε να δράσει.

«Εκείνη την ώρα είχανι βάλει τα ταψιά, χυλοπίτες, αρνιά και κατσίκια. Ήταν ώρα να φάνε. Σκώνεται ο Χρήστος απάνω ο Αρβανιτάκης και λέει: «Σκωθείτι να πιάσουμι τη γέφυρα» και δίνει μια κλωτσιά λοιπόν στα ταψά. Και σκουθήκαν και τρεχαλίσαν απού κει, να πιάσουνε αυτή τη γέφυρα. Τι γίνιτι στη γέφυρα; Περάσαν οι άμαξες, τρουχάδι τα άτια τότι. Πήγαν για το Μαραθώνα αλλά δεν τους πρόλαβαν. Στήσαν την ενέδρα εκεί, το απόγευμα της Τρίτης», είχε πει στον Φρέντυ Γερμανό ο Κώστας Ξηντάρας, κάτοικος Πικερμίου, μεταφέροντας την ιστορία όπως την είχε ακούσει από τον θείο του ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας των συγκλονιστικών γεγονότων.

Όποια από τις δυο εκδοχές και αν ισχύει το σίγουρο είναι πως ξαφνικά οι περιηγητές βρίσκονται μπροστά σε μια ομάδα ένοπλων φουστανελάδων οι οποίοι εξουδετερώνουν εύκολα τη φρουρά των χωροφυλάκων. Πλέον είναι όμηροι μια ένοπλης «αγέλης» τα μέλη της οποίας είναι (όλοι τους) επικηρυγμένοι για φόνους και ληστείες. Η συμμορία των Αρβανιτάκηδων μεταφέρει τους ομήρους με άλογα στο λημέρι τους που βρισκόταν στην βορειοανατολική πλευρά της Πεντέλης. Εκεί καταλαβαίνουν πως έχουν να κάνουν με πλούσιους και ο αργχηγός της συμμορίας Τάκος Αρβανιτάκης αποφασίζει να ζητήσει λύτρα. Έτσι, ελευθερώνουν τις δύο γυναίκες, τη μικρούλα Μπάρμπαρα, τον μπάτλερ και τους δύο χωροφύλακες προκειμένου να μεταφέρουν τα αιτήματά τους: Απαιτούν 50.000 χρυσές λίρες Αγγλίας και πλήρη αμνηστία. Σε αντίθετη περίπτωση θα σκοτώσουν τους ομήρους.

Οι διαπραγματεύσεις και η Σφαγή στο Δήλεσι

Την ώρα που οι ληστές αλλάζουν διαρκώς κρυψώνες προκειμένου να μην εντοπιστούν και, πλέον, έχουν φτάσει στη Σταμάτα, ο Βρετανός πρέσβης ενημερώνει την κυβέρνηση της χώρας του η οποία προτείνει να δοθούν τα λύτρα και να τελειώσει η όλη υπόθεση αναίμακτα. Το ζήτημα, ωστόσο, για την ελληνική κυβέρνηση δεν είναι τα λεφτά αλλά η χορήγηση αμνηστίας. Αφενός κάτι τέτοιο ήταν αντισυνταγματικό και αφετέρου (ακόμα και να βρισκόταν κάποιο νομικό... παραθυράκι) πιθανότατα θα οδηγούσε σε μια έξαρση των ληστειών στην ύπαιθρο αφού όλοι θα ήξεραν, πλέον, τον τρόπο για να φτάσουν στην αμνηστία. Η βρετανική κυβέρνηση μέσω αξιωματούχου του Φόρειν Όφις αντιδρά ειρωνικά: «Δεν θα ηδυνάμην να παραδεχθώ ως ισχυράν την αντίρρησιν περί του αντισυνταγματικού της αμνηστίας. Το Ελληνικό Σύνταγμα έχει παραβιασθή ούτω συχνά παρά της κυβερνήσεως, ώστε δεν θα ηδυνάμην να δώσω προσοχήν εις πρόφασιν στηριζομένην επί τοιαύτης δικαιολογίας».

Οι διαπραγματεύσεις καθυστερούν, υπάρχει διάχυτος εκνευρισμός σε όλες τις πλευρές και ο λόρδος Μανκάστερ ζητά από τον Τάκο Αρβανιτάκη να επιστρέψει στην Αθήνα για να συγκεντρώσει το ποσό των λύτρων και να φροντίσει για τη χορήγηση αμνηστίας. Ο άγγλος ευγενής έφθασε στην Αθήνα, αλλά η κυβέρνηση παρέμενε ανυποχώρητη και μάλιστα ανέλαβε δράση, στέλνοντας στρατιωτικό απόσπασμα για την ανακάλυψη και τη σύλληψη των απαγωγέων.

Οι ληστές, ωστόσο, δεν ήταν εύκολο να πιαστούν. Ξεφεύγουν και διαμηνύουν πως αν συνεχιστεί η καταδίωξη θα σκοτώσουν τους ομήρους. Η κυβέρνηση σκληραίνει τη στάση της, λέει πως πλέον διαπραγματεύεται μόνο την ευνοϊκή μεταχείριση των απαγωγέων και προσπαθεί να τους εγκλωβίσει κλείνοντας το δρόμο προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα που τότε βρισκόντουσαν λίγο πιο πάνω από τη Λαμία.

Μια ημέρα σαν σήμερα, ένα καταδιωκτικό απόσπασμα, κατά τύχη, έπεσε πάνω στη συμμορία των Αρβανιτάκηδων στο Δήλεσι. Εκεί, «μίλησαν» τα όπλα. Οι ληστές σκότωσαν τους τέσσερις ομήρους και οι ένστολοι σκότωσαν περίπου 20 μέλη της συμμορίας (ανάμεσα σε αυτά και ο Χρήστος Αρβανιτάκης, αδερφός του Τάκου) που επιχείρησαν να διαφύγουν, ενώ συνέλαβαν εννέα ληστές οι οποίοι στη συνέχεια καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Μόνο ο Τάκος Αρβανιτάκης κατάφερε να διαφύγει.

Μετά από τη σφαγή των ξένων αιχμαλώτων, ο τουρισμός, αλλά και το κύρος της Ελλάδας, δέχεται ισχυρό πλήγμα, με τους τουρίστες να αναχωρούν μαζικά από τη χώρα Οι μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου αναφέρονται με τα χειρότερα λόγια για την Ελλάδα, την οποία χαρακτηρίζουν ως έναν τόπο ημιβάρβαρων όπου κυριαρχούν το έγκλημα, οι ληστείες και οι αγριότητες, με το κράτος να μην μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια ούτε καν λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα.

Το ελληνικό κράτος υποχρεώνεται να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων καταβάλλοντας στην καθεμία εξ αυτών 22.000 χρυσές λίρες. Λίγες μέρες αργότερα, θα παραιτηθεί σύσσωμη η κυβέρνηση του Θρασυβούλου Ζαΐμη.  

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.