Το ημερολόγιο έδειχνε 7 Απριλίου 1976. Ήταν μια συνηθισμένη ημέρα. Οι άνθρωποι ετοιμάζονταν να πάνε στις δουλειές τους. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Το Πάσχα ερχόταν σε περίπου 20 ημέρες. Οι πολιτικές συζητήσεις όπως πάντα εκείνη την περίοδο, εξαιρετικά έντονες. Μέχρι που ξαφνικά όλοι «παγώνουν» από μια εξαιρετικά άσχημη είδηση. «Ένας 19χρονος ναύτης του Πολεμικού Ναυτικού δολοφόνησε τον εραστή του». Η συντηρητική κοινωνία που μέχρι και πριν από δυο χρόνια ήταν εκπαιδευμένη να στέκεται σε στάση προσοχής μπροστά στο τρίπτυχο «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», μένει στον τίτλο, δεν προχωράει καθόλου στην ουσία και ζητά την εξόντωση του θύτη, ενώ αγιοποιεί το θύμα. Σύντομα, όμως, όλοι θα καταλάβουν πως άλλος είναι ο θύτης και άλλο το θύμα και αυτό θα προκαλέσει τριγμούς στην κοινωνία.
Έγκλημα πάθους ή πράξη απελπισίας;
Την 7η Απριλίου 1976 ήταν ίσως η πρώτη φορά που ελληνική κοινωνία είχε έρθει αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της... ομοφυλοφιλίας που τόσο ξόρκιζε. Οι τίτλοι των εφημερίδων την επόμενη ημέρα έκαναν ακόμα πιο βαριά την ατμόσφαιρα. «19χρονος ναύτης έκοψε τον λαιμό του εραστή του»! Θύτης ο 19χρονος Χρήστος Ρούσσος. Θύμα ο, σχεδόν συνομήλικός του, Ανέστης Παπαδόπουλος. Και οι δυο ναύτες του Πολεμικού Ναυτικού. Τα όσα γράφονται στις μέσα σελίδες ακόμα πιο συγκλονιστικά, ακόμα πιο αποτρόπαια. Ήταν μια εποχή που οι δημοσιογράφοι στα κείμενα τους χαρακτήριζαν τους ομοφυλόφιλους ως «ανώμαλους» ή «καρκινώματα» και αυτό ήταν αποδεκτό από την κοινωνία. «Τόσο ο δράστης, όσο και το θύμα χαρακτηρίζονται ως ανώμαλοι, μ’ όλα εκείνα τα ψυχοπαθολογικά γνωρίσματα των ανθρώπων του είδους» έγραφαν «Τα Νέα» στις 8 Απριλίου του 1976. Μέσα σε αυτό το κλίμα, λοιπόν, ο Χρήστος Ρούσσος έπρεπε να εξηγήσει πώς έφτασαν τα πράγματα μέχρι εδώ. Ο 19χρονος δράστης του εγκλήματος μίλησε, έσπασε τη βιτρίνα και έδειξε σε όλους τι κρυβόταν πίσω από αυτή.
Ο Χρήστος Ρούσσος, κατά την απολογία του υποστηρίζει ότι το έγκλημα ήταν αποτέλεσμα της επιμονής του συντρόφου του να ακολουθήσει την πορνεία. Το θύμα, σύμφωνα με την απολογία του Χρήστου Ρούσσου, ασκούσε βία πάνω του και τον πίεζε να βγει στις πιάτσες όπου εκδίδονταν άντρες. Πάνω σε ένα καυγά του ζευγαριού, ο νεαρός Χρήστος μαχαίρωσε το Ανέστη Παπαδόπουλο και στη συνέχεια του έκοψε το λαιμό. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Ο 19χρονος λέει και ξαναλέει πως αγαπούσε τον άνθρωπο που σκότωσε γιατί τον πίεζε να «κάνει πεζοδρόμιο» στις πιάτσες της Λεωφόρου Συγγρού και του Ζαππείου. Κανείς, όμως, δεν τον ακούει.
Έξι μήνες αργότερα, τον Οκτώβρη του 1976, ο Ρούσσος καταδικάστηκε από το Διαρκές Ναυτοδικείο Πειραιά με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Το δικαστήριο δεν του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Δε θα μπορούσε, άλλωστε, αφού μιλάμε για «ανώμαλο» ο οποίος σκότωσε έναν άλλο «ανώμαλο». Στην πραγματικότητα αυτό που τότε κανείς δε συγχώρεσε στον Ρούσσο ήταν πως με την πράξη του έριξε φως σε «σκοτεινούς και πολυσύχναστους δρόμους» για τους οποίους όλοι ήξεραν αλλά κανείς δε μιλούσε.
Ο Χρήστος Ρούσσος οδηγήθηκε στο πιο σκληρό σωφρονιστικό ίδρυμα της εποχής, τις φυλακές της Κέρκυρας όπου έζησε μια πραγματική κόλαση. Ύστερα από μερικά χρόνια παραμονής εκεί ζήτησε να γίνει αναψηλάφηση της δίκης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρότερο έντιμο βίο του και το νεαρό της ηλικίας του, με σκοπό να πετύχει την αποφυλάκισή του. Το δικαστήριο αρνήθηκε, προβάλλοντας ως επιχείρημα την... ομοφυλοφιλία. Στη συνέχεια, το 1986, ζήτησε από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Χρήστο Σαρτζετάκη, απονομή χάριτος, αλλά η αίτησή του απορρίφθηκε κατηγορηματικά καθώς «δεν επρόκειτο για έναν δολοφόνο αλλά για έναν ομοφυλόφιλο και, μάλιστα, παθητικό»!
Ο Ρούσσος προχώρησε σε μια σκληρή απεργία πείνας. Ήταν αποφασισμένος είτε να δικαιωθεί είτε να πεθάνει. Αρνήθηκε οποιαδήποτε ιατρική βοήθεια και έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, φοβούμενη τις πολιτικές συνέπειες που θα προκαλούσε ο θάνατός του, αποφάσισε να του απονείμει ομόφωνα χάρη, όμως ο Χρήστος Σαρτζετάκης παρέμεινε αμετακίνητος στην άποψή του και έφτασε στο σημείο να απειλεί τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου με παραίτηση. Ξέσπασε πολιτική θύελλα και ένα τεράστιο διεθνές κίνημα αλληλεγγύης με μποροστάρηδες ανθρώπους όπως η Μελίνα Μερκούρη, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μιχάλης Ράπτης αλλά και οι Οτέλο ντε Καρβάλιο, Έντουαρντ Κένεντι, Ιβ Μοντάν και Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Έγινε μέχρι και πορεία προς το Μέγαρο Μαξίμου στην οποία συμμετείχαν χιλιάδες πολίτες. Ο Σαρτζετάκης ήταν ανένδοτος. Τελικά, ο Ρούσος αποφυλακίστηκε το 1990 μετά από χάρη που του έδωσε ο επόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Ο Χρήστος Ρούσσος. Ο «Άγγελος»
Μέσα στις φυλακές όλα αυτά τα χρόνια ο Ρούσσος έγινε ένας άνθρωπος που πάλεψε σκληρά για τα δικαιώματα των κρατουμένων. Πέρασε τον χρόνο του στη φυλακή διαβάζοντας, γράφοντας, ζωγραφίζοντας και ξεδιπλώνοντας το αγωνιστικό προφίλ του χαρακτήρα του, δίνοντας διαρκώς μάχες για λογαριασμό όλων, σχετικά με τις συνθήκες φυλάκισης. Είναι ενδεικτικό πώς όταν του διάβασαν τη χάρη, ο Κορυδαλλός ήταν στο «πόδι». Η μεγάλη εξέγερση του 1990 ήταν σε εξέλιξη. Ο Ρούσσος αποφάσισε να μην εγκαταλείψει τους συγκρατούμενούς του και παρέμεινε εκεί. Μέχρι να τελειώσει η εξέγερση. Ήταν ελεύθερος αλλά έμεινε στη φυλακή, τέσσερις ακόμα ημέρες.
Η ιστορία του Χρήστου Ρούσσου μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη μέσα από την εμβληματική ταινία «Άγγελος» από τον σκηνοθέτη Γιώργο Κατακουζηνό, με τον ηθοποιό Μιχάλη Μανιάτη να πρωταγωνιστεί στον ιδιαίτερα τολμηρό ρόλο. Η ταινία διχάζει κοινό και κριτικούς. Αρχικά ακόμα και ο Χρήστος Ρούσσος κάνει λόγο για πολλές ανακρίβειες, όπως το να τον παρουσιάζουν ως τραβεστί ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν είχε γίνει, ενώ ούτε η οικογένειά του ήταν όπως παρουσιάζεται στην ταινία. Κατέθεσε, μάλιστα, και αγωγή. Αργότερα, πάντως, ο Ρούσσος είπε πως πρόκειται για μια καλή ταινία που βοήθησε στην υπόθεσή του.
Τότε, μάλιστα, είχε γίνει και ο περιβόητος... αρραβώνας του Ρούσσου με μια κοπέλα η οποία του έγραφε συχνά και του εξέφραζε τον έρωτά της. 'Ήθελε να τον βλέπει αλλά αφού δεν ήταν συγγενείς αυτό δεν ήταν εύκολο και κάπως έτσι αποφάσισαν να «επισημοποιήσουν» τη σχέση τους προκειμένου να γίνουν πιο εύκολα τα επισκεπτήρια.
«Τα πρωτοσέλιδα που είδα και τα ρεπορτάζ ανέλυαν υποθετικά την υπόθεση μου, γιατί εγώ ποτέ δεν είχα μιλήσει, τότε, σε δημοσιογράφο. Ανώμαλο με ανέβαζαν, κίναιδο με κατέβαζαν. Κανείς τότε δεν ασχολήθηκε με την ουσία, με τη συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση ενός νεαρού ατόμου, ήμουν 19 τότε, που δεχόταν αφόρητη ψυχολογική πίεση, να γίνει τραβεστί και να εκδίδεται στο πεζοδρόμιο, από τον άνθρωπο που ήταν παράφορα ερωτευμένος και αγαπούσε όσο τίποτε άλλο. Με αυτό που λέω δεν θέλω να δικαιολογήσω την πράξη μου σε καμία περίπτωση και μάλλον δε θα υποστηρίξω ότι το αδίκημα που έκανα, ήταν ένα έγκλημα πάθους. Ήταν μια πράξη απόγνωσης, απελπισίας από τις καταστάσεις που βίωνα τότε και λόγω του νεαρού της ηλικίας μου και του υπερβολικού ερωτικού συναισθήματος, δεν μπόρεσα να διαχωριστώ διαφορετικά» είχε πει ο ίδιος σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις που έχει δώσει καθώς ακόμα και σήμερα η ιστορία του προκαλεί συγκίνηση.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.