Τόπος εξορίας. Τόπος αίματος και θανάτου. Τόπος φρικτών και απάνθρωπων βασανιστηρίων. Μακρόνησος. «Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι»… Η συγκλονιστική αυτή φράση προέρχεται από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη «Οδός Αβύσσου αριθμός 0» στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει - σε αρκετές περιπτώσεις με ιδιαίτερη σκληρότητα - τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι πολιτικοί κρατούμενοι στη μαρτυρική Μακρόνησο.
Η ιστορία ενός αιματοβαμμένου τόπου
Η ιστορία της Μακρονήσου είναι πάντα και απόλυτα συνδεδεμένη με το αίμα. Ακόμα και η αρχή της ιστορίας, όσο ρομαντική και αν φαίνεται, συνδέεται με έναν μεγάλο πόλεμο. Σύμφωνα με τον μύθο ο Πάρης έκρυψε την ωραία Ελένη σε μια σπηλιά στη βόρεια πλευρά του νησιού όταν την έκλεψε και πριν τη μεταφέρει στην Τροία. Το όνομα Μακρόνησος αναφέρεται πρώτη φορά από τα μέσα του 13ου αιώνα. Στο σχήμα της οφείλεται και το αρχαίο όνομα Μάκρις και το μεταγενέστερο Μάκρη, με το οποίο είναι γνωστό τον Μεσαίωνα και μέχρι τον 20ό αιώνα στο νησί εντοπίζεται εγκατάσταση της νεώτερης νεολιθικής περιόδου (5η χιλιετία π.Χ.). Σε διάφορα σημεία του νησιού μάλιστα έχουν εντοπιστεί προϊστορικοί τάφοι και αρχαία λείψανα (όστρακα, εργαλεία οψιδιανού). Έχουν βρεθεί επίσης αρχαία ερείπια, τεμάχια κιόνων και κρηπιδώματα μεγάλου αρχαίου κτίσματος προδίδοντας δραστηριότητα ήδη από την Πρωτοκυκλαδική μέχρι την Κλασσική περίοδο. Στη θέση Προβάτσα της Μακρονήσου έχουν βρεθεί και οι αρχαιότεροι γνωστοί «λιθάργυροι» της Λαυρεωτικής, που τεκμηριώνουν μεταλλουργική δραστηριότητα· ανακαλύφθηκε επίσης μικρός οικισμός του 2700-2300 π.Χ., σύγχρονος με τη λειτουργία του «Μεταλλείου υπ’ αρ. 3» του Θορικού, ενός από τα αρχαιότερα αργυρωρυχεία της Μεσογείου.
Στον 12ο αιώνα η Μακρόνησος όπως η Αίγινα και η Σαλαμίνα αποτελούσε ορμητήριο Πειρατών. Κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) στη Μακρόνησο μεταφέρονται Τούρκοι αιχμάλωτοι. Οι αιχμάλωτοι παραμένουν στο νησί μέχρι την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης. Ο Γάλλος ταξιδιώτης Tournefort που διανυκτέρευσε στο νησί στις 7 Νοεμβρίου του 1700 είχε διαβάσει στον Πλίνιό του πως η τρικυμία είχε αποκόψει τη Μακρόνησο από την Εύβοια. Η Μακρόνησος όμως γεωλογικά και μεταλλευτικά δεν είναι κομμάτι ούτε της Εύβοιας ούτε των Κυκλάδων, αλλά της Λαυρεωτικής. Από τα μέσα του 1922 μετά την Μικρασιατική καταστροφή στη Μακρόνησο αποβιβάζονται χιλιάδες Πόντιοι κυρίως πρόσφυγες. Η Μακρόνησος λειτουργεί πια και για ένα χρόνο ως λοιμοκαθαρτήριο προσφύγων, προωθώντας στη συνέχεια τους πρόσφυγες στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η εγκατάσταση σε σκηνές έγινε κατά ζώνες (ανάλογα με την περιοχή προέλευσης των προσφύγων και των ασθενειών τους), ιδρύθηκε θεραπευτήριο και τοποθετήθηκαν απολυμαντικοί κλίβανοι.
Το 1931 η Μακρόνησος, για πρώτη φορά, προτείνεται ως χώρος «συγκέντρωσης» των κομμουνιστών. Το 1935 αναφέρεται στον Τύπο πως αποφασίστηκε να μεταφέρονται εκεί οι εκτοπιζόμενοι κομμουνιστές, για την αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης των ιδεών τους στα νησιά του Αιγαίου.
Το νησί των ουρλιαχτών
Μια ημέρα σαν σήμερα, και εν μέσω του εμφυλίου πολέμου, αποφασίζεται από την κυβέρνηση Μαξίμου η ίδρυση του στρατοπέδου πολιτικών κρατουμένων, το επίσημο όνομα του οποίου ήταν «Οργανισμός Αναμόρφωσης της Μακρονήσου». Η λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης στη Μακρόνησο αποφασίστηκε μετά από εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Στρατού προς το υπουργείο Στρατιωτικών. Ο σκοπός της λειτουργίας του στρατοπέδου περιγράφονταν στο αρχικό εισηγητικό σημείωμα που εκδόθηκε την πρωταπριλιά του 1946: «Αποφασίζεται ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα δια να υποστούν αποτοξίνωσιν. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες δέον όπως εκκαθαρισθούν από αριστερίζοντες ή υπόπτους αριστερισμού».
Ο υπουργός Εσωτερικών που έδωσε την εντολή για τη λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Μακρονήσου ήταν ο Χριστόφορος Στράτος. Ο επικεφαλής του «αναμορφωτικού έργου» της Μακρονήσου ήταν ο ταξίαρχος Γεώργιος Μπαϊρακτάρης. Οι πολιτικοί της εποχής χαιρέτησαν τη λειτουργία αυτού του σωφρονιστικού ιδρύματος. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αναφέρθηκε σε αυτό ως«αναρρωτήριο ψυχών», «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», «εθνική κολυμβήθρα» και «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας». Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέφερε ότι «στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων».
Η Μακρόνησος άνοιξε τις πύλες της στις 26 Μάη 1947, όταν άρχισαν να μεταφέρονται εκεί, από άλλες στρατιωτικές μονάδες, οι πρώτοι «επικίνδυνοι» στρατιώτες. Η πρώτη είδηση από το άνοιγμα της Μακρονήσου δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη», στις 4 Ιούνη 1947, με τίτλο «Εξόριστοι Φαντάροι». Ηταν μια σύντομη είδηση: «Οικογένειες δημοκρατικών στρατιωτών, που μεταφέρθηκαν από το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης του Πόρτο Ράφτη στο βράχο που λέγεται Μακρονήσι , πήραν από κει δραματικές εκκλήσεις των παιδιών τους. Οι φαντάροι ζητούν να τους στείλουν έστω και λίγη σταφίδα ή λίγο ψωμί. Αυτό δείχνει πως εκτός από τα άλλα κινδυνεύουν άμεσα από την πείνα. Θα φτάσει στο σημείο η κυβέρνηση του αίματος να εξοντώσει με την πείνα ομαδικά εκατοντάδες στρατευμένα παιδιά του λαού; Ο υπουργός των Στρατιωτικών που ευθύνεται ιδιαίτερα για τη ζωή των εξορίστων στρατιωτών έχει υποχρέωση να διατάξει ανακρίσεις για το καθεστώς που έχει επιβληθεί στο Μακρονήσι». Σιγά σιγά δημιουργήθηκαν τρία Ειδικά Τάγματα Οπλιτών (Α' ΕΤΟ, Β' ΕΤΟ και Γ' ΕΤΟ) ενώ οι ύποπτοι για το καθεστώς έφεδροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί σχημάτισαν ξεχωριστό τάγμα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν εκεί και οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) όπου κρατούνταν οι υπόδικοι στρατοδικείων, οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ καθώς και οι αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής.
Η Μακρόνησος δεν ήταν απλώς ένας τόπος εξορίας. Ήταν ένα κολαστήριο. Με πρόσχημα την «αναμόρφωση» των κρατουμένων, ασκούνταν σωματική και ψυχολογική βία με σκοπό να αποκηρύξουν με γραπτές «δηλώσεις μετανοίας» τις ιδέες και τα ιδανικά τους. Ακολουθούσαν επιστολές που θα έπρεπε να συντάξει ο «ανανήψας» και οι οποίες απευθύνονταν στο δάσκαλο του χωριού του, τον παπά ή τον κοινοτάρχη με το ίδιο περιεχόμενο. Η πλήρης επανένταξη απαιτούσε συχνά και την επίδειξη ιδιαίτερης σκληρότητας από τον «ανανήψαντα» προς τους «αμετανόητους» πρώην συντρόφους του, η οποία εάν δεν ήταν αρκετά σκληρή, προκαλούσε την άγρια αντίδραση των φρουρών. Με τον τρόπο αυτό, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου εξασφάλιζαν τη δημιουργία φανατισμένων «γενιτσάρων» που αδημονούσαν να οπλισθούν και να πάνε «εθνικά αναβαπτισμένοι» στο μέτωπο της εμφύλιας σύρραξης, κατά του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ).
Οι εξόριστοι που δεν υπέγραφαν, συνήθως απομονώνονταν και βασανίζονταν αδιάκοπα, ενώ οι υπογράφοντες δήλωση τοποθετούνταν σε ξεχωριστούς κλωβούς, όπου η μεταχείρισή τους ήταν σχετικά ήπια. Βασανιστήρια όπως το ξύλο με σύρματα, καδρόνια και ξύλα μπαμπού, η φάλαγγα, η ψυχρολουσία, η έκθεση στον ήλιο και το κρύο και το κάψιμο με πυρωμένα σίδερα και τσιγάρα συνδυάζονταν με ώρες καψονιών όπως η ορθοστασία, το κουβάλημα βράχων και η ακινησία.
Κατά τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο, από το 1947 έως και το 1955 που έκλεισε το κολαστήριο (στη συνέχεια το στρατόπεδο μετονομάστηκε σε Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου για να καταργηθεί επισήμως το 1957), οι έγκλειστοι συνολικά κυμαίνονται από 40.000 έως 100.000. Ανάμεσά τους και 300 ανήλικα παιδιά. Πολλοί υπεγραψαν και έφυγαν, άλλοι πάλι δολοφονήθηκαν ή δοηγήθηκαν στο θάνατο και έμειναν για πάντα εκεί. Αποκορύφωμα βίας στη Μακρόνησο αποτέλεσε η ομαδική σφαγή στο Α' ΕΤΟ περισσότερων από 300 φαντάρων (29 Φλεβάρη 1948 - 1 Μάρτη 1948). Το έγκλημα χαρακτηρίστηκε από το ΓΕΣ και τον αστικό Τύπο «στάση» των φαντάρων και πολλοί από τους επιζήσαντες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο ως «στασιαστές». Τους νεκρούς του Α' ΕΤΟ τους έριξαν στη θάλασσα με άκρα μυστικότητα, στη βραχονησίδα Σαν Τζόρτζιο, μέσα σε συρμάτινα δίχτυα. Μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί και προσωποποιηθεί ο ακριβής αριθμός τους.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.