Μενού
seismos
Σεισμός | Shutterstock
  • Α-
  • Α+

Με τους φονικούς σεισμούς σε Τουρκία και Συρία να έχουν προκαλέσει παγκόσμιο σοκ, η σημερινή μαύρη επέτειος του σεισμού των 7,8 Ρίχτερ που το βράδυ της 16ης Φεβρουαρίου συγκλόνισε την Κρήτη και σχεδόν ισοπέδωσε το Ηράκλειο αφήνοντας πίσω του περίπου 3.000 νεκρούς, αποκτά μια ιδιαίτερη αξία. Ο συγκεκριμένος σεισμός είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος σεισμός που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα (μετά τα 8,2 Ρίχτερ στη Ρόδο στις 12 Οκτωβρίου 1856) και ο δεύτερος πιο φονικός μετά από εκείνον της Χίου (των 6,4 Ρίχτερ, που υπολογίζεται πως άφησε πίσω του περίπου 4.200 νεκρούς).

Οι «προσεισμοί» που προανήγγειλαν το κακό

Δεκαέξι χρόνια πριν τον μεγάλο σεισμό, η Κρήτη είχε βιώσει έναν ακόμα ισχυρό σεισμό. Ήταν ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1794. Η δόνηση κράτησε μερικά δευτερόλεπτα αλλά προκάλεσε μεγάλες ζημιές. Ακόμα και τα σπίτια που δεν έπεσαν, «τραυματίστηκαν». Όπως αναφέρει ο Ελευθέριος Πλατάκης ο φοβερός αυτός σεισμός ταρακούνησε ολόκληρο το νησί με ιδιαίτερο επίκεντρο τα Χανιά: «Κατά την διάρκειαν του σεισμού επεκράτει γαλήνη, αλλ΄ ευθύς αμέσως έπνευσε σφοδρός δυτικός άνεμος διαρκέσας επί πολλά ημέρας».

Στις 3 Ιουλιου του 1805 η Κρήτη δοκιμάστηκε για ακόμα μια φορά από έναν ισχυρό σεισμό. Η δόνηση σημειώθηκε στις 8.45 το πρωί. Και σε αυτή την περίπτωση ελάχιστες είναι οι αναφορές και οι μαρτυρίες που έχουν διασωθεί. Σύμφωνα με τα Τούρκικα Αρχεία, σε μετάφραση Νικ. Σταυρινίδη: «ημέραν Τετράδη,έκαμεν έναν σεισμόν μέγαν και φοβερόν και εβάσταξεν βέβαιαν  5 λεπτά και εχάλασεν τον μιναρέ του Βαλιτέ τζαμισίν. Έκαμε έτερον σεισμόν εις τες δέκα οι ώρες της αυτής ημέρας το πουρνόν και εχαλάσανε εις πολλά χωργιά και μετόχια σπίτια. Ομοίως εις Ρέθυμνον και εις Χανιά».

Σημαντικά στοιχεία αντλούμε από τα χρονικά σημειώματα του γιατρού του «Μεγάλου Κάστρου», του Χάνδακα, όπως λεγόταν τότε το Ηράκλειο, Γεωργίου Νικολετάκη (ο οποίος έζησε περίπου από το 1760 μέχρι το 1820), τα οποία έχει παρουσιάσει ο πανεπιστημιακός Θεοχάρης Δετοράκης. Με αυτά συμφωνεί μια ενθύμηση σε εκκλησιαστικό βιβλίο που αφορούσε στην επισκοπή Κυδωνίας και φυλασσόταν στη βιβλιοθήκη των Χανίων, η οποία καταστράφηκε κατά τους βομβαρδισμούς των Γερμανών το 1941. Την ενθύμηση είχε παρουσιάσει το 1953 στα «Κρητικά Χρονικά» (τόμος 7) ο Γεώργιος Κ. Σπυριδάκης και σ’ αυτήν σημειωνόταν: «Εν έτει χιλιοστώ οκτακοσιοστώ πέμπτω εν τη εικοστή του Ιουνίου εν ταις ημέραις της αρχιερατείας του κυρίου Ιωάσαφ του πίκλην Παυλάκην, ημέρα δ’, προ του ηλίου ανατείλαντος γέγονεν μέγας σεισμός και δυνατός εν όλη τη νήσω Κρήτης (σ.σ. διατηρείται αυτούσια η μορφή του κειμένου)∙ δι ου κατηδαφίσθησαν εν ταις πολιτείαις αυτής και τοις χωρίοις σπίθια ουκ ολίγα, τζαμία και τζεφιλίκια (σ.σ. επαύλεις). εν δε κζ΄ του αυτού, ηλίου έκλειψις μετρία και εφήμερος. τη δε κθ’ της σελήνης, η οποία εσκοτίσθη καθόλου από την πρώτην ώραν της νυκτός μέχρι της δ’, η δε γη εκλονείτο εκ του σεισμού νύκτα τε και ημέραν, μετρίως δε έως εις τας αρχάς Ιουλίου)∙ ου λυτρώσοι πάντας ημάς ο Κύριος».

Και σε αυτή την περίπτωση οι καταστροφές ήταν μεγάλες και όσα σπίτια έμειναν όρθια καταπονήθηκαν αρκετά. Ίσως, αυτό να είναι και μια εξήγηση για το μέγεθος της καταστροφής που προκάλεσε ο ισχυρότατος σεισμός που σημειώθηκε πέντε χρόνια αργότερα και ο οποίος κλείνει αυτή την «τριλογία της καταστροφής» για τη μεγαλόνησο.

Η νύχτα που το Μεγάλο Κάστρο ισοπεδώθηκε

Δυστυχώς, πολλά στοιχεία και μαρτυρίες για εκείνον τον σεισμό, δεν υπάρχουν. Υπολογίζεται, όμως, πως η δόνηση σημειώθηκε αργά το βράδυ της 16ης Φεβρουαρίου του 1810. Ίσως, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Το μέγεθος του σεισμού ήταν 7,5 Ρίχτερ. Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος σεισμός που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα μετά τα 8,2 Ρίχτερ στη Ρόδο στις 12 Οκτωβρίου 1856.

Ο ιατρός Γιώργος Νικολετάκης είχε γράψει πως ο σεισμός: «εχάλασεν όλα τα σπίτια της χώρας και τα τζαμιά και τους μιναρέδες και επλακώθησαν και άνθρωποι έως 300 και εχάλασε και χωργιά και μετόχια…». Ο ίδιος, μάλιστα, τονίζει πως έγινε και ένας δεύτερος εξίσου ισχυρός σεισμός αποτελείωσε ότι είχε αφήσει όρθιο ο προηγούμενος.

Στο βιβλίο τους οι Βασίλης και Κατερίνα Παπαζάχου υπολογίζουν σε 7,5 ρίχτερ το μέγεθος του σεισμού, με επίκεντρο το Ηράκλειο, στο οποίο σημειώθηκαν φοβερές καταστροφές, έπεσε το μεγαλύτερο μέρος των οικοδομημάτων της πόλης, ενώ βρήκαν το θάνατο περίπου 3.000 άνθρωποι. Μια ακόμη μαρτυρία υπάρχει σε έγγραφο της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1966 στα «Κρητικά Χρονικά» (τόμος Κ’) από τον Γρ. Παπαδοπετράκη. Σύμφωνα μ’ αυτό, κατά τις ημέρες της ηγουμενίας του Νεοφύτου «κατά το 1810 εγένετο σεισμός μέγας και φρικτός, υφ’ ου χιλιάδες, καθ’ α λέγουσιν, ανθρώπων και ζώων απωλέσθησαν. Τα πάντα εν πάση τη νήσω ερειπώθησαν. Διηγούνται δε ότι μίαν ώραν προ της επελεύσεως του σεισμού τα ζώα, προγνωρίσαντα τούτο εβόων γοερώς, έκαστον κατά την ιδίαν αυτού φύσιν».

Ανάμεσα στα κτίρια που κατεδαφίστηκαν ήταν το μοναστήρι του Αγίου Ασωμάτου και ένα βαρύ βενετσιάνικο οικοδόμημα στη νοτιοδυτική πλευρά του Ψηλορείτη. Σύμφωνα, με τα διασωθέντα γραπτά και μαρτυρίες, η πόλη καταστράφηκε κατά τα 2/3 της και προκλήθηκε ο θάνατος περίπου 3.000 ανθρώπων. Η δόνηση έγινε έντονα αισθητή από τη Μάλτα μέχρι τη βόρεια Αίγυπτο και από την κεντρική Ιταλία μέχρι τη Συρία. Στη Μάλτα υπολογίζεται ότι διήρκεσε δύο λεπτά ενώ στην Νάπολη ένα λεπτό. Ζημιές καταγράφηκαν επίσης στα νησιά του νότιου Αιγαίου, στο Κάιρο, στη Ροζέτα, στην Αλεξάνδρεια και στη βόρεια Αίγυπτο. Μάλιστα, η κατάρρευση τμήματος του ναού του Άμμωνα, στην όαση Σίβα στην Αίγυπτο, που σημειώθηκε το 1811, αποδόθηκε στον καταστροφικό σεισμό του 1810.

Τέλος, πιθανολογείται ότι οι εκατόμβες νεκρών και η καθυστερημένη ταφή των πτωμάτων τους, που κείτονταν για μέρες στους δρόμους, έπαιξαν ρόλο στην έξαρση της πανώλης στην πόλη, που εκείνη την περίοδο ενδημούσε σε ολόκληρο το νησί. Σχετική είναι  η αναφορά πως «ακόμα και οι κεντρικοί δρόμοι χορτάριασαν» δείχνοντας το μέγεθος της καταστροφής και της ερημοποίησης.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.