Μιας και είναι... επίκαιρο δε θα ήταν καθόλου υπερβολή να πούμε πως ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν για τους Έλληνες ένας βασιλιάς. Στέμμα μπορεί να μην είχε, βέβαια, αλλά στις καρδιές όλων αυτό ακριβώς ήταν. Ο βασιλιάς του λαϊκού τραγουδιού. Ο άνθρωπος που έβαζε νότες και έντυνε με στίχους τους καημούς τους. Ο καλλιτέχνης που έγραψε το «συννεφιασμένη Κυριακή» και από τότε μέχρι και σήμερα καμία συννεφιασμένη Κυριακή δεν ήταν ποτέ η ίδια. Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν αυτός που αρχικά άλλαξε και στη συνέχεια καθόρισε την εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού. Χωρίς αυτόν η ελληνική μουσική δεν θα ήταν αυτή που είναι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Τσιτσάνης πάτησε στην κορυφή και έμεινε εκεί για μισό αιώνα χωρίς κανείς να μπορεί να τον... εκθρονίσει.
Ο μεγάλος δεξιοτέχνης της λαϊκής μουσικής
Το παρατσούκλι του Βασίλη Τσιτσάνη ήταν «βλάχος». Του το... κόλλησαν οι συνάδελφοί του επειδή ήταν ο μόνος στεριανός ρεμπέτης! Γεννήθηκε μια ημέρα σαν σήμερα, το 1915, στα Τρίκαλα. Την πρώτη επαφή με τη μουσική την είχε από τον πατέρα του ο οποίος ήταν τσαρουχάς. Όταν μπορούσε να ξεκλέψει λίγο χρόνο, έπαιζε με ένα μικρό μαντολίνο που είχε κλέφτικα τραγούδια και ο μικρός Βασίλης καθόταν ήσυχος δίπλα του για να τον ακούει.
Όταν πέθανε ο πατέρας του Τσιτσάνη, εκείνος έπρεπε να βγει στη βιοπάλη προκειμένου να βοηθήσει την οικογένεια. Ήταν μόλις 12 ετών αλλά τότε οι εποχές ήταν διαφορετικές. Τότε ήταν που ο Βασίλης άρχισε να παίζει και εκείνος μουσική. Αρχικά με το μαντολίνο του πατέρα του, μετά με ένα βιολί (του έμαθε ένας Ιταλός μαέστρος που τα καλοκαίρια πήγαινε στην Ήπειρο για περιοδείες) και μετά με ένα μαντολίνο που ένας οργανοποιός του μετέτρεψε σε μπουζούκι!
Έγραψε τα πρώτα του τραγούδια όταν ήταν 15 ετών, ωστόσο, φοβόταν να βγει δημόσια να παίξει με το μπουζούκι του επειδή ήταν σχεδόν απαγορευμένο και οι μπουζουκτσήδες σε πλήρη απαξία. Λέγεται πως στο γυμνάσιο ο Τσιτσάνης έγραψε ένα τραγούδι το οποίο έλεγε «μεσ’ την Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι» και το έπαιζε στους συμμαθητές τους για να διασκεδάζουν. Τον άκουσε ένας καθηγητής του, όμως, ο οποίος τον άφησε μετεξεταστέο επειδή ο Τσιτσάνης έλεγε στο τραγούδι του πως η Παραγουάη έχει... ακρογιάλι!
Το 1936 κατέβηκε στην Αθήνα και, μέσα στη μεγαλούπολη, μπόρεσε να κάνει περισσότερα πράγματα. Ήθελε να σπουδάσει στη μουσική και έβγαζε κάποια χρήματα παίζοντας στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Άρχισε να κάνει γνωριμίες και να κάνει μικρά αλλά σημαντικά βήματα στη μουσική. Είναι η περίοδος της Μεταξικής δικτατορίας, ωστόσο, και το ρεμπέτικο είναι απαγορευμένο. Ο Τσιτσάνης, όμως, δεν είναι συνηθισμένος μουσικός, προσθέτει δυτικά στοιχεία και κάνει το τραγούδι πιο «ελαφρύ» προκειμένου να μπορεί να ακουστεί. Με την κίνηση αυτή, ωστόσο, ο Τσιτσάνης όχι απλά σώζει τη μουσική του αλλά αλλάζει την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού.
Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Περνάει πολλές ώρες στο πειθαρχείο καθότι... απείθαρχος αλλά εκεί γράφει ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια στην ιστορία της λαϊκής μουσικής. Την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Στην κατοχή ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22, στη Θεσσαλονίκη. Εκεί θα γράψει και την εμβληματική «συννεφιασμένη Κυριακή». Στον εμφύλιο, επιστρέφει στην Αθήνα και γράφει πολλά από τα διαμάντια του («Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει»). Είναι η χρυσή εποχή του Τσιτσάνη. Ότι και να «άγγιζε» γινόταν «χρυσός». Σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα του ακόμα και στο εξωτερικό. Οι νύχτες στο «Χάραμα» έχουν μείνει στη συλλογική μνήμη ως νύχτες αξεπέραστου γλεντιού. Η πορεία του Τσιτσάνη, ωστόσο, θα σταματήσει απότομα, μια ημέρα σαν σήμερα, το 1984. Ο Τσιτσάνης πέθανε στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες.
Ο θυελλώδης και «παράνομος» έρωτας του Τσιτσάνη με τη Μαρίκα Νίνου
Το 1949 ο Τσιτσάνης βάζει «φωτιά» στις αθηναϊκές νύχτες τραγουδώντας μαζί με την αξέχαστη Σωτηρία Μπέλλου στου «Τζίμη του Χονδρού» στην Αχαρνών. Την ίδια εποχή η Μαρίκα Νίνου τραγουδούσε στο κέντρο «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας στο πλευρό του Στελλάκη Περιπινιάδη και του Μιχάλη Γενίτσαρη. Ένα βράδυ ο Τσιτσάνης πηγαίνει στο κέντρο που τραγουδούσε η Νίνου για την ακούσει διότι πολλά του είχαν μεταφέρει για εκείνο το «ανερχόμενο αστέρι του ρεμπέτικου» και εκεί γνωρίζονται.
Όταν η Μπέλλου, ένα βράδυ στου «Τζίμη» τσακώθηκε με φιλοβασιλικούς που της ζήτησαν να τραγουδήσει το τραγούδι «του αητού ο γιος» και εκείνη αρνήθηκε, για να μην υπάρχει πρόβλημα στο μαγαζί, απολύθηκε. Ο Τσιτσάνης είπε πως την Μπέλλου θα την αντικαταστήσει η Νίνου. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο το δίδυμο Τσιτσάνη- Νίνου «σαρώνει» τα πάντα στο πέρασμά του. Όπου παίζουν γίνεται το αδιαχώρητο. Ο Τσιτσάνης γράφει το ένα τραγούδι μετά το άλλο για τη μούσα του και η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη. Παράλληλα, οι δυο τους ζουν έναν δυνατό, «παράνομο» έρωτα. Είναι και οι δυο παντρεμένοι και με παιδιά αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να εκδηλώνονται ακόμα και δημόσια. Λέγεται πως, από την αρχή, ο Τσιτσάνης της ξεκαθάρισε πως δεν πρόκειται να διαλύσει την οικογένειά του αλλά η Νίνου όσο ο καιρός περνούσε γινόταν και περισσότερο πιεστική. Οι τσακωμοί ανάμεσα στο ζευγάρι ήταν συνεχής.
Το 1954 δεν είχε απομείνει τίποτα από εκείνον τον σπουδαίο έρωτα. Λίγο προτού φύγει η Νίνου για την Αμερική (έπασχε από καρκίνο και πήγαινε με την ελπίδα να θεραπευτεί) ο Τσιτσάνης της ζητάει να ηχογραφήσει (τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς) ένα τραγούδι. Εκείνη πηγαίνει στο στούντιο χωρίς να γνωρίζει τους στίχους. Όταν τους διαβάζει συνειδητοποιεί πως δεν είναι ένα απλό τραγούδι αλλά ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που έπρεπε η ίδια να ερμηνεύσει.
Η Νίνου δεν άντεξε. Λύγισε αλλά επειδή ήταν περήφανος άνθρωπος έφυγε από το στούντιο για να μην τη δουν να κλαίει. Επέστρεψε λίγη ώρα αργότερα και τραγούδησε το «τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», μόνο μια φορά. Το είπε τέλεια. Είναι αυτό που τελικά ηχογραφήθηκε. Λένε πως αν προσέξει κάποιος καλά την ερμηνεία της υπάρχουν φορές που η φωνή της έχει ένα φυσικό λυγμό.
Η Νίνου πήγε στην Αμερική. Δε θα βγει νικήτρια στη μάχη με τον καρκίνο. Πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου του 1957, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Ο Τσιτσάνης δεν πήγε στην κηδεία της. Η τελευταία φορά που οι δυο τους βρέθηκαν ήταν στο σπίτι της στο Αιγάλεω τα Χριστούγεννα του 1956. Όταν η Νίνου τον είδε του είπε: «Σαν άστρο εβασίλεψα…»! Αυτά τα λόγια θα είναι οι πρώτοι στίχοι ενός ακόμα τραγουδιού που έγραψε ο Τσιτσάνης για την μούσα του. «Κυριακή σε γνώρισα, Κυριακή σε χάνω, θέλω να είναι Κυριακή κι αυτή που θα πεθάνω», έγραψε ο μεγάλος ρεμπέτης και τραγούδησε η Καίτη Γκρέυ. Ήταν το δικό του αντίο, η δική του συγγνώμη στην Μαρίκα Νίνου.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.