Μενού
Θανάσης Παπακωνσταντίνου στη Ριζούπολη
Θανάσης Παπακωνσταντίνου | Facebook/Novel Vox
  • Α-
  • Α+

Δίπλα μου ένας γύρω στα 50 έλεγε στη συνοδό του μεταξύ σοβαρού και αστείου «τι διάολο, λεφτά μοιράζουν;», την ίδια στιγμή που προσπαθούσα να υπολογίσω πόση ώρα θα χρειαστεί για να μπούμε στο γήπεδο, με Χ κόσμο μπροστά μας και με Χ χρόνο να χρειάζεται για να μπει ο καθένας

Όχι δεν μοίραζαν λεφτά, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό, κάτι ανείπωτα όμορφο, κάτι αέναα μεθυστικό, κάτι που δεν το άλλαζες ούτε μ’ όλα τα λεφτά του κόσμου. Μια γιορτή, μια ξεγνοιασιά, ένα συναίσθημα που όσο διαρκεί σε κάνει να νομίζεις πως ζεις σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, με τον άνθρωπο στο κέντρο, τη φύση δίπλα του, τη χαρά οδηγό, το παίδεμα των κατατρεγμένων φυλαχτό για τον αγώνα και τη μουσική μητέρα όλων

«Αυτό» ρε παιδί μου, όχι το σκοτεινό αλλά το φωτεινό. Αυτό το συναίσθημα, που νιώθαμε την τελευταία μέρα του σχολείου με μπουγέλα και παιχνίδι στους δρόμους μέχρι να αργήσει να νυχτώσει και να μας ψάχνουν οι γονείς μας. Έτσι ακριβώς νιώθεις, σαν παιδί, σαν μικρό παιδί.

Οι παραπάνω σκέψεις για το τι θα επακολουθήσει (τι θα «ζηστεί» θα έλεγε κάποιος) λειτούργησαν καταπραϋντικά μπροστά στην ατέλειωτη ουρά και την αναμονή. Κι όταν μπήκαμε στο γήπεδο και πατήσαμε χορτάρι, με το μικρό φεγγάρι να αρχίζει να εμφανίζεται, καταλάβαινες πως αυτή δεν θα είναι απλά η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, αλλά μια πραγματικά μεγάλη μέρα.

Πάνω από 20.000 άνθρωποι γέμισαν τις κερκίδες και την αρένα της Ριζούπολης και όταν έσβησαν τα φώτα και ακούστηκε η πρώτη νότα, ο κόσμος αγκάλιασε τη βραδιά με χειροκρότημα και τραγούδι, σαν αυτό να περίμενε για να απελευθερωθεί.

Το «Τάλα» ήταν ο ελάχιστος φόρος τιμής προς τους εκατοντάδες πνιγμένους στον βυθό του Αιγαίου, τους ανθρώπους που έψαξαν ένα πιο λαμπερό μέλλον και συνάντησαν το πιο βαθύ μαύρο.Η μουσική και οι στίχοι του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ένωσαν και προβλημάτισαν χιλιάδες, με την ελπίδα να μην κλειστούμε και ξεχαστούμε στον μικρόκοσμό μας.

Πρόσφυγες ήμασταν κι αν το ξεχνάμε, ήρθε το τραγούδι «η Αμερική» και η «κοιλάδα των Τεμπών» για να μας το θυμίσει. Να μας θυμίσει να μην αγνοούμε τις ρίζες μας και να μοιραζόμαστε τις μοίρες μας με όλων των άλλων. Η «ουρά του αλόγου» από τον υπέροχο Κτιστάκη ήταν μια από τις κορυφώσεις της βραδιάς, αλλά ο ίδιος τραγούδησε και τον «Κοσμικόν» ένα τραγούδι που έγραψε ο Θανάσης στα 18-19 του και το είχε στείλει στον Λοΐζο.

Περιγράφει την ασχήμια του στιγματισμού, την έλλειψη ελευθερίας, τα όσα μαύρα έζησε η Ελλάδα στα μέσα του περασμένου αιώνα και όσα μπορεί (αν και απευχόμαστε) να βρούμε μπροστά μας.

Η «Σιμούν» σαν μποφόρ 8άρι έκανε τις πειρατικές σημαίες να ανεμίζουν ασταμάτητα, τα καπνογόνα να μας υπενθυμίζουν πως αυτή η νύχτα θα είναι η πιο φωτεινή απ’ όλες τις άλλες (μεταφορικά και κυριολεκτικά) και όλων των ειδών τα υγρά (νερά, τσίπουρα, κρασιά) να παρελαύνουν στον αέρα πριν καταλήξουν σε χαμογελαστά και αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα. Η γιορτή μόλις ξεκίνησε...

Ο «San Michele» νωρίτερα είχε ξυπνήσει τ΄ αντανακλαστικά εξέγερσης που έχει κρυμμένα μέσα του ο καθένας, ενώ τα «έρημα κορμιά», η «Ανδρομέδα», το «Μιλώ για σένα» και το «Βάλε κρασί» έφεραν αυτή την έκσταση από μεθύσι, που νιώθεις χωρίς να ‘χεις ποτίσει στάλα τα χείλη σου με αλκοόλ. Εκεί που αλλού βρίσκεσαι στην αρχή του τραγουδιού και αλλού καταλήγεις όταν κλείνει η τελευταία νότα.

Κι αυτός ο αέρας «Πεχλιβάνης» που κλείνει κάθε εμφάνιση του Θανάση Παπακωνσταντίνου, που τον ακούς και τον ρουφάς και περιμένεις πότε μα πότε θα έρθει να τα σαρώσει όλα στο διάβα του. Να έρθει και να φέρει πίσω - πίσω όχι την «κανονικότητα» όπως την ορίζει η εποχή που ζούμε, αλλά την ανθρωποκανονικότητα, την ανθρωπιά, τους ανθρώπους τους κανονικούς. Μα μέχρι τότε παρασύρεσαι στους ήχους του τζουρά, χοροπηδάς σαν να θες να φτάσεις στον ουρανό για να ανασάνεις και αγκαλιάζεσαι με νέους που μπορεί να ήταν παιδιά σου και μεγάλους που θεωρούσαν «νέους» τη γενιά σου.

Κι όταν τα φώτα άναψαν, το τραγούδι συνεχίστηκε για λίγο από διάσπαρτες παρέες με πρόσωπα ευτυχισμένα, μάτια γεμάτα φλόγες και ψυχές ανακουφισμένες. Λίγο πριν βγούμε, ένας 20-25 χρονών, σ’ ένα παιχνίδι με τον κολλητό του προσπάθησε να του ρίξει νερό, αλλά έλουσε το πρόσωπο μου.

Κι αν η πρώτη σκέψη και ματιά ήταν κάπως αγριεμένη και μανουριάρα, η δεύτερη (μετά τα αντανακλαστικό συγγνώμη τους) γέννησε ένα χαμόγελο και μια σκέψη πως κάθε μερά δεχόμαστε πολύ πιο ξεφτιλισμένα πράγματα στη ζωή μας, από τα να μας λούσουν με νερό δύο νέα παιδιά.

Ας είμαι κι εγώ «Σαν παιδί», έστω για 3 ώρες, έστω γι’ αυτές τις ώρες που τραγουδάει ο Θανάσης, ο Αλέξανδρος Κτιστάκης, η Alkyone, ο Γιάννης Λίταινας, ο Κωνσταντής Πιστιόλης, ο Δημήτρης Μυστακίδης και όλοι οι μουσικοί που τον συντροφεύουν!

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.