Κάθε εβδομάδα, η Σταυρούλα Κουλίτση, γράφει στο reader.gr και στη στήλη Διαβάσεις για όσα έκανε ή δεν έκανε, για όσα σκέφτηκε και για όσα προέκυψαν χωρίς να τα έχει σκεφτεί. Όλα αυτά «στην καλύτερη πόλη του κόσμου», γιατί όλοι έχουμε δικαίωμα στην ουτοπία.
Η σχέση μου με τον Παύλο Παυλίδη έχει χτιστεί με δάκρυα - κι όταν λέω δάκρυα εννοώ από δάκρυα απόγνωσης μέχρι δάκρυα δέους. Για πολλά χρόνια ήταν για μένα το καλύτερο soundtrack για road trip και το χειρότερο πιθανό live. Σήμερα, συνεχίζει να είναι το πρώτο και όσον αφορά το δεύτερο - τις συναυλίες - ανήκει στο γκρούπ καλλιτεχνών “αναπληρωματικοί άχαστοι”. Δηλαδή, αν παίζει και είμαι Αθήνα θα πάω, αλλά δεν θα κανονίσω τις διακοπές μου με βάση αυτό.
Πρώτη μέρα πέρυσι στο Χελμό, είχα έναν διάλογο προσπάθειας συνάντησης παρεών που κατέληξε σε ένα απλό “τα λέμε το βράδυ στον ποιητή” και αυτή ακριβώς η φράση συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό το τι πραγματικά σημαίνει ο Παυλίδης για τους ανθρώπους που ακολουθούν την τέχνη του.
Πριν από τότε, τον είχα δει σε μια από τις πιο συγκλονιστικές παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει ποτέ: τη βγαλμένη από το μέλλον παρουσίαση του άλμπουμ “Πέρα από τη θάλασσα” με διασκευές τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση σε σκηνοθεσία Χρήστου Σαρρή. Θυμάμαι να κλαίω ανεξέλεγκτα με τις αναφορές στη βία, το ρατσισμό, τις γυναικοκτονίες, τον Ζακ που εμφανίζονταν στα φουτουριστικά visuals πίσω από τη σκηνή. Ο Παύλος Παυλίδης ξέρει να είναι εκεί σε κάθε σημαντική στροφή της κοινωνίας και όχι μόνο εκεί, αλλά στη δίκαιη πλευρά. Αυτές οι 2 εμπειρίες έσβησαν για πάντα από μέσα μου τα προηγούμενα live του που δεν με είχαν ικανοποιήσει. Νομίζω πως δεν άλλαξε εκείνος τόσο, αλλά εγώ και έτοιμη πια πήγα για ακόμη μια φορά στο νησί μια γαλάζια νύχτα.
Το Σάββατο στο Floyd, έναν χώρο που έκανε την εμπειρία πραγματικά άψογη, ζήσαμε ένα live - best of της πορείας του καλλιτέχνη με τα Ξύλινα Σπαθιά και αργότερα τους B-Movies και Hotel Alaska σε έναν συνδυασμό με κομμάτια από το νέο του άλμπουμ “Μπρανκαλεόνε”. Αυτή τη φορά με νέους μουσικούς έφτιαξε έναν κλασικό, γνώριμο, νοσταλγικό και ταυτόχρονα current και σύγχρονο ήχο που προσέθετε ένα ακόμα layer σε ένα σχεδόν ημερολογιακού τύπου set list. Η Μαίρη, η Ρίτα και ο Μόχα στη χώρα που χορεύουν όλοι όλη όλη μέρα κι εμείς τότε αρχίσαμε να θυμόμαστε.
Highlight της βραδιάς τα εικαστικά του visual artist Βασίλη Κεχαγιά που με μια pop προσέγγιση έντυσε παλιά και νέα κομμάτια αριστοτεχνικά.
Το Λιωμένο Παγωτό με έκανε να πιστέψω ότι το live τελείωσε και έφυγα στο τελευταίο ρεφραίν. Μέρες μετά συνειδητοποίησα ότι είχα χάσει το encore,αφού είχα πιστέψει ότι το encore είχε συμβεί νωρίτερα μετά τον Βασιλιά της Σκόνης! Αλλά δεν ξέρω, μάλλον εκείνο ήταν απλώς ένα time out.
Και κάπου εδώ ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τα encore! Ειλικρινά δεν τα καταλαβαίνω. Δεν κατάλαβα πότε γιατί ένας καλλιτέχνης πρέπει να μας χαιρετήσει, να προσποιηθεί ότι φεύγει και μετά εμείς να χειροκροτάμε μέχρι εκείνος να γυρίσει για να μας πει αλλά 4 κομμάτια. Ας τα πει εξ αρχής! Προβαρισμένα είναι!
Ναι, ρίχνω τις ευθύνες στους άλλους που δεν είχα την υπομονή να περιμένω μισό ρεφραίν, αλλά όταν πείνας δεν σκέφτεσαι καθαρά.
Εκεί, λοιπόν, πάνω στη Συγγρού, πριν σταματήσω για “ένα hot dog απ’όλα με πατατάκια κι ένα νεράκι”, κλήθηκα να απαντήσω στην ερώτηση “Αν ήσουν gen X αντί για millenial θα προτιμούσες τότε Τρύπες ή Σπαθιά”. Η ερώτηση είναι τρίκι γιατί δεν με ρωτάει τι προτιμάω τώρα, αλλά τι θα προτιμούσα τότε και αν. Σκέφτηκα 3 δευτερόλεπτα, απάντησα “Σπαθιά” και άρχισα να τραγουδάω σε άπταιστα ραπικά το “Αφού σου το 'πα” που είχα κάνει παραγγελιά στην υπεύθυνη_μουσικής_αυτοκινήτου_όταν_δεν_έχω_συνδέσει_το_android_auto ΓΙΑΤΙ ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΠΕ ΣΤΟ LIVE.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.