Γεννήθηκε στη Λευκάδα, στις 15 Μαρτίου του 1884 και τελικά αναδείχθηκε ως ένας εκ των κορυφαίων ποιητών που έβγαλε η χώρα τον 20ό αιώνα διάγοντας βίους παράλληλους με τους σημαντικότερους ποιητές της Γενιάς του 30 (Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Γκάτσο κτλ). Η ποίηση όμως δεν ήταν το μόνο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Σικελιανού.
Ως γνωστόν, ο Άγγελος Σικελιανός είχε μία πολύ μεγάλη λατρεία στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό τον οποίο κοίταξε όμως με ένα παντελώς δικό του φίλτρο. Έτσι, τον Μάιο του 1927, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες Δελφικές Εορτές που ήταν μία φιλόδοξη διοργάνωση που οραματίστηκε και έστησε τελικά ο ίδιος. Σκοπός της ήταν να συγκροτήσει μία παγκόσμια κοινότητα που θα στραφεί στις ιδέες και τις αξίες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Οι μεταφυσικές ανησυχίες
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λατρείας της αρχαιότητας, ο Σικελιανός καλλιέργησε διάφορες μεταφυσικές ανησυχίες τις οποίες αποτύπωσε στην ποίησή του. Οι ανησυχίες αυτές αναπλαισιώθηκαν μέσα από τη σχέση του με την «ιδιόρρυθμη», σύμφωνα με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, Εύα Πάλμερ, μία πλούσια και πολύ όμορφη γυναίκα που ο Σικελιανός ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε.
Μετά από μία εκδρομή που έκανε το ζεύγος στην περιοχή της Συκιάς Κορινθίας, ο Σικελιανός γοητεύεται και η Εύα αποφασίζει να αγοράσει μία μεγάλη έκταση στις αρχές του δάσους της περιοχής προκειμένου να χτίσει μία έπαυλη η οποία, όταν ολοκληρώνεται, θα γίνει μέρος συνάντησης πνευματικών ανθρώπων της εποχής.
Μία από τις επισκέψεις του Καζαντζάκη στο μέρος συνοδεύτηκε από μία ασύλληπτη πραγματικά ιστορία την οποία επιβεβαίωνει ο ίδιος ο Καζαντζάκης γράφοντας γι’ αυτήν στο βιβλίο του, «Αναφορά στον Γκρέκο». Όλα ξεκίνησαν όταν το σούρουπο μίας ημέρας ένας ταχυδρόμος φτάνει τρέχοντας στην έπαυλη φέρνοντας ένα γράμμα προς τον Σικελιανό από τη γυναίκα του.
Στο γράμμα αυτό η Εύα ενημέρωνε τον αγαπημένο της σύζυγο ότι ο γείτονας που είχαν, ένας ράφτης, είχε πεθάνει. Ουσιαστικά, λοιπόν, εκείνη του έστειλε μέσω δύο χωριανών το φέρετρο προκειμένου να κάνει προσπάθεια… να τον αναστήσει. Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, ο Σικελιανός αγχώθηκε αλλά δέχτηκε την πρόκληση.
Ένα βράδυ προσπαθώντας να αναστήσει τον νεκρό
Το πτώμα του άτυχου γείτονα οδηγήθηκε στον πρώτο όροφο της έπαυλης και ο Σικελιανός όλο το βράδυ προσπαθούσε να τον αναστήσει. Διαβάζουμε από τον ίδιο τον Καζαντζάκη, «…από πάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει».
«κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα».
Εκείνη την περίοδο ο Σικελιανός και η σύζυγός του είχαν πειστεί ότι η δύναμη της ψυχής είναι τόσο μεγάλη, ώστε μπορεί να αναστήσει και νεκρούς. Στην πραγματικότητα βέβαια και προς απογοήτευση του ίδιου του Σικελιανού αλλά και των οικείων του νεκρού, ο ράφτης δεν αναστήθηκε ποτέ.
«…-Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν να’ θελε να δικαιολογηθεί· θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε· το ίδιο έκαμα κι εγώ…», γράφει ο Καζαντζάκης.
Ο Σικελιανός απογοητεύτηκε πολύ από το γεγονός ότι η θεωρία του, ότι η ψυχή έχει τη δύναμη να πετύχει τα πάντα, δεχόταν ένα πολύ ισχυρό χτύπημα. Αυτή η ίδια θεωρία τον είχε οδηγήσει να έχει μία αυτοεικόνα στην οποία είχε αποδώσει μεσσιανικές διαστάσεις.
«Ντρέπουμαι… μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;» ρώτησε με εμφανή απογοήτευση τον Καζαντζάκη.
Σε κάθε περίπτωση πάντως αυτές οι ιδιότυπες μεταφυσικές ανησυχίες που είχε ο ποιητής έχουν τρομερό ενδιαφέρον. Ιδίως από τη στιγμή που μιλάμε για κάποιον που, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να μοιάζει φλύαρος, αλλά είχε γράψει τρομερούς στίχους.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.