Πράξη πρώτη: Βρίσκομαι στο κοινό της παράστασης "Α4" του Δημήτρη Δημόπουλου, στο θέατρο «Μικρός Κεραμεικός». Στο κοινό βρίσκονται παιδιά της Gen Z που βρήκαν χρόνο ανάμεσα στα μαθήματα της σχολής, μιλένιαλς που σχόλασαν νωρίς απ' τη δουλειά, μπούμερς που άκουσαν ότι κάτι ενδιαφέρον παίζει με το ελληνικό stand up και αποφάσισαν να στηρίξουν τη φάση. Τα φώτα κλείνουν και ο Δημήτρης βγαίνει στη σκηνή. Μόνος του, παρέα με έναν προβολέα, ενώ και το «ίδρυμα» του, βρίσκεται εκεί, και η περιπέτεια του μεταπτυχιακού μετά τα πρώτα «-αντα», και πολλές ακόμα προσωπικές και μη, ιστορίες, στις οποίες συχνά η κωμωδία περπατά χέρι-χέρι με την τραγωδία, και το γέλιο λυτρώνει τη στιγμή που πρέπει, σαν μια γλυκιά ανάσα. Ο Δημήτρης Δημόπουλος, από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε μπροστά στο μικρόφωνο, ως τη στιγμή που έκλεισαν τα φώτα, κατάφερε να πάρει μαζί του το κοινό, σαν μια αγκαλιά, σαν ένα πάρτι που δεν κατάλαβες πως πέρασε. Δεν θα σποϊλάρω την παράσταση. Τρέξε να τη δεις.

Πράξη δεύτερη: Η συνέντευξη
Βρίσκομαι σε καφέ στο κέντρο της Αθήνας, δίπλα στον Δημήτρη Δημόπουλο. Αποστολή μου, να αποκωδικοποιήσω τον κωμικό περφόρμερ, τον άνθρωπο Δημόπουλο.
«Υπάρχει εκείνη η στιγμή, μετά την παράσταση, που πιάνω τον εαυτό μου να λέει «χλμ... (καλά, κάθε φορά μετά από την παράσταση το πρώτο που λέω είναι «μα, γιατί ξέχασες αυτό το αστείο»)...κάθε φορά λοιπόν λέω «ααα αυτό το αστείο, αυτό το σημείο της παράστασης με πάει κάπου που δεν περίμενα», σαν μια επαναδιαπραγμάτευση του κειμένου με τον κόσμο. Ένα παράδειγμα, είναι το αστείο με το ΣΚΠΙΔΔ, αυτό δηλαδή που όλοι έχουν ένα «ίδρυμα» πίσω τους, το οποίο ευχαριστούν για την επιτυχία τους (σημείωση συντάκτη: πρέπει να πάτε στην παράσταση για να πιστέψετε πόσο γέλιο βγάζει το συγκεκριμένο αστείο). Δεν πίστεψα ότι αυτό θα είχε τόση μεγάλη επιτυχία, όμως τελικά, ο κόσμος το αγαπάει πολύ.»
Τον ρωτάω για εκείνο το κομμάτι της παράστασης που περιγράφει ένα - θα το πούμε απλά «άσχημο» προς αποφυγή σπόϊλερ- συμβάν που έχει ζήσει. Το περιγράφει με τρόπο εντυπωσιακό, σαν μια μαύρη κωμωδία, σαν ένα «τέλειο ατύχημα» του μέσου ανθρώπου με το γέλιο.
«Ναι, ήθελα να μιλήσω γι' αυτό το περιστατικό που λες. Το στοίχημα για μένα ήταν να φτιάξω κάτι, στο οποίο να συμπεριλάβω τις μνήμες μου και να δω, αν εν τέλει, θα κερδίσω ή θα χάσω το κοινό. Και τελικά συμβαίνει αυτό που είπα προηγουμένως, η «επαναδιαπραγμάτευση». Αυτό είναι το μαγικό που συμβαίνει με το stand up Το κείμενο δεν είναι ποτέ «οριστικό», πάντα βρίσκεται σε μόνιμη αλληλεπίδραση με το κοινό, πάντα υπάρχει περιθώριο αλλαγής».
Το συμβάν με το τηλέφωνο που χτύπησε μέσα στην παράσταση
«Χτύπησε ένα τηλέφωνο μέσα στην παράσταση, ένας θεατής έπρεπε να πάρει το χάπι του. Παλαιότερα, ίσως να έλεγα «δε σέβεστε την παράσταση» και να νευρίαζα. Προσωπικά, με ενοχλεί κάτι τέτοιο, όταν το βιώνω σαν θεατής, σε μια παράσταση, ένα μουσικό θέατρο, οτιδήποτε σχετικό. Στην παράσταση μου όμως, μπορώ να ορίζω εγώ πότε θα μπαίνω και πότε θα βγαίνω από το κείμενο. Γι' αυτό και το τηλέφωνο (που ήταν τελικά, μια ειδοποίηση, για ένα χάπι), το ενέταξα μέσα στη ροή της παράστασης όπως είδες. Και ειλικρινά, καλύτερα που χτύπησε το τηλέφωνο, για να πάρει ο θεατής το χάπι του και να απολαύσει την παράσταση ζωντανός και υγιής! (γελάει). Σίγουρα όμως, με στεναχώρησε εκείνος ο θεατής που σε όλη τη διάρκεια της παράστασης είχε το κινητό του ανοικτό. Όταν βλέπεις έναν θεατή να είναι σε όλη τη διάρκεια της παράστασης με το κινητό στα χέρια και να σκρολάρει, τότε ξέρεις ότι τον έχεις χάσει. Το κοινό ξέρει, πάντα».
Stand up, το ξεκίνημα
«Δεν είχα επιρροές όταν ξεκίνησα το stand up. Ήξερα ότι ήθελα να κάνω stand up. Είχα την ανάγκη να το κάνω. Είδα την αγγελία για τις Νύχτες Κωμωδίας που είχε βάλει η Λουκία Ρικάκη, και χωρίς να ξέρω τι είναι αυτό το πράγμα, έδειξα ενδιαφέρον. 'Ήταν μια εποχή που η πρόσβαση στην κωμωδία ήταν μηδαμινή. Οι περισσότεροι, άντε να είχαν δει λίγο Έντι Μέρφι ή Τζορτζ Κάρλιν, καμία σχέση με τη σημερινή εποχή που κοινό και κωμικοί μοιράζονται τεράστιες ποσότητες stand up υλικού που κυκλοφορούν online. Εγώ έβαλα πρώτος το stand up μου («Αντί Διδακτορικού») στο YouTube και στην πορεία των ετών ήρθαν κι άλλοι δημιουργοί, όχι μόνο στο YouTube»
«Είναι πάρα πολύ όμορφο όλο αυτό που συμβαίνει με την άνθιση του stand up στο θέατρο, στις πλατφόρμες, και οπουδήποτε μπορεί να γίνει stand up. Εμείς παλιά ακούγαμε να λέει ο κόσμος «….ελληνόφωνο stand up; μπα, δεν θα πιάσει, είναι αγγλόφωνο το είδος» και ιδού τι συμβαίνει σήμερα».
«Εδώ δεν τα 'λυσε ο Νίτσε τα εσώψυχα του, θα τα λύσω εγώ;»
Η παραπάνω ατάκα ακούστηκε από τον Δημήτρη, και με έκανε να θέλω να την χρησιμοποιήσω για να περιγράψουμε τη δισυπόστατη πορεία του στην τέχνη, ως stand up κωμικός και ως ηθοποιός του μουσικού θεάτρου.
«Στη δεκαετία του 2000, αφού γύρισα από το στρατό, αφού δούλεψα στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού τέλειωσα και τη δραματική σχολή, λέω «αυτός είμαι, θα κάνω τέχνη, θα κάνω και το stand up, θα κάνω και μουσικό θέατρο». Και αμέσως ένιωσα ότι αυτά τα δύο πράγματα είμαι εγώ. Αρχικά αντιμετώπιζα το stand up ως «πιο ελαφρύ» σε σχέση με το μουσικό θέατρο, αλλά στην πορεία διαπίστωσα ότι το ίδιο πνεύμα διαπνέει και τα δύο κομμάτια της δουλείας μου, ότι οκ υπάρχει μια «σκωπτικότητα» στα κείμενα μου στο stand up, που με ανησυχούσε, που με έκανε να να αναρωτιέμαι «μήπως θα γίνει πιο σκοτεινή η θεατρική πλευρά της υποκριτικής μου» όμως, μιλώντας με μια συνάδελφο σου, δημοσιογράφο, πριν καιρό, κάπως το έλυσα μέσα μου. Μου είπε κάτι απλό, «Δημήτρη, λες ιστορίες, είσαι παραμυθάς. Αυτή είναι η δουλειά σου».
«Ήρθε κάποτε μια φίλη και μου είπε «α είναι πολύ Έντι Ίζαρντ αυτό που κάνεις!» κι εγώ της απάντησα, «α, ποιος είναι αυτός;». Κατάλαβα όμως από τι προήλθε όλο αυτό. Πολλές φορές γράφω κάτι και σκέφτομαι «α, αυτό μοιάζει με Έντι Ίζαρντ, με Στίουαρτ Λι, κλπ», αλλά στο τέλος είναι Δημόπουλος, ξεκάθαρα. Γενικά, όλοι οι κωμικοί ακούγονται «κάπως» στο ξεκίνημα, προσπαθώντας να βρουν τη φωνή τους. Καθώς ο κωμικός αποκτά εμπειρία, ξεμπερδεύει με αυτό το στάδιο. Οι νεότεροι όμως, που προσπαθούν να βρουν τη φωνή τους, που προσπαθούν να αποκτήσουν το κοινό τους, να μοιράσουν μια «πίτα» θεατών σε ολοένα και μικρότερα κομμάτια, συνήθως δυσκολεύονται λίγο παραπάνω στο να «τρέξουν» αυτή τη διαδικασία».
«Έχω ζήσει διάφορα «μπαμ» του stand up, όπως αυτό που άνοιξαν ξαφνικά δύο κλαμπ κωμωδίας στην Ελλάδα, το 100% κωμωδία στο Σταρ, τα open mic του Λάμπρου (Φισφή) και της Κατερίνας (Βρανά). Υπήρξαν και άλλα «μπαμ» του ελληνικού stand up».
Λογοκρισίες και αυτοπεριορισμοί
«Στην κωμωδία συχνά καλείσαι να περιορίσεις τον εαυτό σου, να κόψεις τα πολλά «μπιπ», άμα δεν δουλεύουν. Αυτό δεν είναι κάποιας μορφής αυτολογοκρισία, απλά αναγκάζεσαι να διοχετεύσεις μόνος σου το χιούμορ σου κάπου άλλου, ώστε να μη βρεθείς στην άβολη κατάσταση να κοπείς από κάποιον άλλο. Τοποθετείς το πλαίσιο της κωμωδίας σου σε άλλη κατεύθυνση. Όταν βγήκε το «Αντί Διδακτορικού» έλεγα ότι εγώ θέλω να κάνω μια clean cut κωμωδία. Ανέβηκε στο YouTube, το αγάπησε ο κόσμος, ταυτίστηκα με αυτό, όμως εγώ ήθελα να προχωρήσω. Εκείνη την εποχή όμως είπα ότι μπορώ να αποτινάξω και το «ο Δημόπουλος δεν βρίζει» και κάπως έτσι βγήκε και η «Καφρόκρεμα». Δεν είναι το θέμα αν οι βρισιές βγάζουν γέλιο ή όχι. Είναι το ότι ήθελα να διαχειριστώ αυτό το εργαλείο για τον εαυτό μου, όπως ήθελα εγώ. Κοίτα, κάποτε θα κάνω κι εγώ ένα "The Eras Tour" όπως η Ταίλορ Σουίφτ, εντάξει!» (γελάει)
«Κάθε κωμικός καθορίζει εκ νέου το πλαίσιο της τέχνης του, καθώς μεγαλώνει, καθώς γίνεται πιο έμπειρος. Είναι δική μου άποψη αυτό, ότι ο κάθε κωμικός καλλιτέχνης πρέπει να αλλάζει, να εμπνέεται διαρκώς, να δοκιμάζεται με βάση αυτό που του δίνει το κοινό του. Αλλά στο τέλος, ο καθένας από εμάς μένει με τις επιλογές του. Πχ, ο Τζέρι Σάινφελντ, κάνει μια συγκεκριμένη κωμωδία εδώ και δεκαετίες. Το χιούμορ του είναι ίδιο και αναλλοίωτο. Όμως, έχει να παράξει κάτι νέο και ουσιώδες, εδώ και πάρα πολύ καιρό, έτσι δεν είναι; Στο τέλος νομίζω αν δεν αλλάξεις μόνος σου την κωμωδία σου, θα σε «αλλάξει» η εποχή και τα ζητούμενα της. Ο κάθε δημιουργός πορεύεται με τις επιλογές του».
«Αυτό το «θα γράψω ένα αστείο σε ένα σενάριο, θα γυριστεί, και θα βγάλει γέλιο» όταν το βλέπω, θέλω να πω «μπράβο σας!» στους σεναριογράφους, που το πιστεύουν τόσο ακράδαντα ότι θα συμβει (γελάει). Η κωμωδία θέλει αέρα, θέλει κοινό για να αναπνεύσει, να βρει νέους δρόμους, νέα έμπνευση, να φέρει κι άλλο κοινό, κι άλλο γέλιο. Παράδειγμα, το «Κάψε το Σενάριο», αυτή η τόσο σπουδαία προσπάθεια του Λάμπρου (Φισφή). Ήταν τόσο ωραίο όταν μαζεύτηκαν και έκαναν πρόβες, για ατελείωτες ώρες. Και στο ξεκίνημα του στην τηλεόραση, έκανε χαμό. Μετά από μερικά επεισόδια, νομίζω πως έχασε λίγο το «απροσδόκητο» στοιχείο του. Είχε «μάθει» το κοινό ποιος θα πει την επόμενη ατάκα, την προσδοκούσε, ήξερε πια. Μετά, όταν ξαναβγήκε στο θεατρικό κοινό το Κάψε το Σενάριο, βρήκε το δρόμο του, σάρωσε, το λάτρεψε ο κόσμος, και φυσικά, συνεχίζει».
Το μαγνητόφωνο κλείνει
«Μανχάταν γίναμε» σκέφτομαι, αναλογιζόμενος πόσο επεκτείνεται το σύμπαν των εγχώριων νέων κωμικών, από τους πιονιέρους μέχρι τους εκπροσώπους της gen z. O Δημήτρης Δημόπουλος είναι η ζωντανή απόδειξη πως η κωμωδία μπορεί να είναι αιχμηρή, σκωπτική, αυτοσαρκαστική, να βαδίζει στο ίδιο μονοπάτι με την τραγωδία, να αγκαλιάζει ετερόκλιτα κοινά. Ναι, μπορούμε να γελάσουμε ελεύθερα και το 2023.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.