«Όταν διαβάζω ένα καλό βιβλίο, εύχομαι η ζωή μου να διαρκούσε 3000 χρόνια» έλεγε ο François Mauriac.
Όταν πάλι διαβάζεις ένα καλό βιβλίο και είναι καλοκαίρι, εύχεσαι να σταματήσει ο χρόνος και να μείνεις για πάντα παραδομένος στην ατέρμονη θερινή ραστώνη, σαν να πρωταγωνιστείς σε μυθοπλασία του Ερίκ Ρομέρ.
Επτά αγαπημένοι συγγραφείς γράφουν για τις καλοκαιρινές αναμνήσεις τους, με επίκεντρο τα βιβλία που τους χάρισαν συντροφιά, κάποιο καλοκαίρι, στο ταξίδι τους με ΚΤΕΛ, σε κάποιο πλοίο στα ανοιχτά, σε μια απομονωμένη παραλία, ή μένοντας πίσω στην καυτή πόλη.
Αύγουστος Κορτώ
«Καλοκαίρι του 2008, Αντίπαρος. Έχω πάρει μαζί μου το «Middlesex» του Ευγενίδη. Και για ώρες, στην παραλία, ξεχνάω τη θάλασσα, ξεχνάω τον ήλιο που με ψήνει - μετά βίας θυμάμαι να καπνίσω. Έκτοτε έχω ρουφήξει το αριστουργηματικό παραμύθι άλλες τρεις φορές, και πάντα χάνομαι, και βρίσκομαι ξανά στο καλοκαίρι εκείνο - άλλωστε, οι σελίδες κρύβουν ακόμα, σαν νωχελική κλεψύδρα, κόκκους άμμου».
Γιάννης Παλαβός
«Απ’ τα βιβλία που έχω διαβάσει καλοκαίρι, εκείνα που περισσότερο από κάθε άλλο έχω συνδέσει με την εποχή είναι «Το γκάρντεν πάρτι» της Κάθριν Μάνσφιλντ και Το «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα» του Πάνου Τσίρου.
Τα δυο βιβλία τα διάβασα το ένα μετά το άλλο σε μια διαδρομή Αθήνα-Βελβεντό, καθισμένος στον πάνω όροφο ενός διώροφου λεωφορείου του ΚΤΕΛ Κοζάνης, στο κάθισμα μπροστά στο τζάμι. Με τη θέα και την υπόσχεση του ανοιχτού δρόμου εμπρός μου και με τη χαρά της επιστροφής στο πατρικό μου για τις διακοπές, η αναγνωστική εμπειρία κατά τις επτά ώρες αυτού του ταξιδιού –θα πρέπει να ήταν τον Ιούλιο του 2008– είναι μια από τις πολυτιμότερες της ζωής μου.
Η συγκίνηση, η μελαγχολία, το χιούμορ και η μαστοριά των διηγημάτων αυτών των δύο βιβλίων με συντροφεύουν ακόμα.»
Ήλια Μπούρα
«Φαντάζομαι πως αν το πνεύμα έφτανε σ’ έναν ορισμένο βαθμό ακινησίας, τα εξωτερικά πράγματα θ’ άρχιζαν να κινούνται. Ξεκίνησα να διαβάζω το έργο του Σεφέρη «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» , στον Διονύσιο Σολωμό και το τελείωσα στην πιο στενή και όμορφη παραλία της Φολεγάνδρου, το Αμπέλι.
Σε όλη τη διάρκεια, πράγματι το περιβάλλον άρχισε να κινείται. Ο ποιητικός λόγος απλώνεται τόσο στέρεα σε ένα μικρό μυθιστόρημα, το οποίο διαδραματίζεται στον κατ’ εξοχήν σύμβολο της ελληνικότητας. Νομίζω για μια στιγμή είδα στ’ αλήθεια την Ακρόπολη αγκυροβολημένη, έτοιμη να σαλπάρει.»
Δημήτρης Γκιούλος
«Είμαι πολύ τυχερός που μεγάλωσα σε ένα σπίτι με γεμάτες βιβλιοθήκες, οπότε η αγάπη μου για το διάβασμα ήταν νομοτέλεια. Από τα πρώτα χρόνια της αναγνωστικής μου πορείας, είχα αποφασίσει πως θα διαβάζω ένα από τα λεγόμενα «τούβλα» δηλαδή μεγάλα σε όγκο, συνήθως κλασικά και πάντα δύσκολα βιβλία.
Είναι λοιπόν ένα καλοκαίρι πριν συμβούν όλα εκείνα τα ισοπεδωτικά, τότε που μετράς τον κόσμο και σου φαίνεται στα μέτρα σου και έχω αποφασίσει πως θα διαβάσω τον «Οδυσσέα» του Τζόυς. Οπότε ξεκινάω τις καλοκαιρινές μου διακοπές (ελεύθερο κάμπινγκ σε νησί του αιγαίου), χωρίς άλλο βιβλίο και τον «Οδυσσέα» να πλέει σε θάλασσες γνώριμες με κάποιο πλοίο της γραμμής αυτή τη φορά.
Έχω κάνει την εξυπνάδα κι έχω αφήσει το βιβλίο στο εξωτερικό διχτάκι του backpack για να διαβάζω και στο κατάστρωμα του πλοίου. Φτάνοντας ξημερώματα μαζεύοντας τα πράγματα βιαστικά, ο «Οδυσσέας» έμεινε στο κατάστρωμα και εγώ σε εκείνες τις διακοπές ανακάλυψα την ελαφρότητα του Ακίλε Καμπανίλε. Ακόμα και τώρα διαλέγω το καλοκαιρινό μου «τούβλο». Τον Οδυσσέα τον αγόρασα στο πρωτότυπο χρόνια μετά κι όμως ακόμα δεν τον έχω διαβάσει. Κανονική οδύσσεια».
Λευτέρης Καλοσπύρος
«Μπορεί ένα βιβλίο που μοιάζει άθικτο, σχεδόν αδιάβαστο, και που δεν βγήκε ούτε λεπτό έξω απ’ τα όρια μιας θερινής κατοικίας, να έχει καταγραφεί στις αισθήσεις ενός ανθρώπου ως ένα αξέχαστο ανάγνωσμα, απόλυτα συνυφασμένο με το καλοκαίρι, όσα καλοκαίρια κι αν πέρασαν, όσα χρόνια κι αν προστέθηκαν στο μεταξύ, θαμπώνοντας τα νοερά φιλμ, συσκοτίζοντας τη μνήμη του; Κι όμως, μπορεί.
Μπορεί να ανοίγω τις σελίδες του «Υπόγειου κόσμου», του opus magnum του Ντον ΝτεΛίλο, και να μη χύνεται από μέσα ούτε μισός κόκκος άμμου, να ψηλαφώ αργά αργά τις εννιακόσιες πενήντα σελίδες του και να μη βρίσκω ούτε μισή, λερωμένη ή σκεβρωμένη απ’ την αλμύρα. Αυτό το βιβλίο είναι μια μπάμπουσκα αναμνήσεων, ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό, που περικλείει μυρωδιές κι αντανακλάσεις, μουσικές και φωτοσκιάσεις, βεβαιότητες και αυταπάτες ενός ολόκληρου καλοκαιριού.
Είχα ένα πρόγραμμα εκείνο το καλοκαίρι: επιστρέφοντας από το μπάνιο και τις βουτιές στη θάλασσα, και πριν τις βραδινές εξόδους, καθόμουν τα απογεύματα και επί τρεις, συν-πλην, χορταστικές διεσταλμένες ώρες βουτούσα με ιερή προσήλωση σε ένα άλλο οικοσύστημα, πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, και κάμποσες δεκαετίες πίσω, σε έναν κόσμο πολύσημων λέξεων, ανεξίτηλων εικόνων και γοητευτικών διαλόγων.
Δεν ήταν αυτός ο κόσμος που με περιέβαλλε τότε, δεν είχε σχέση με τους ανθρώπους και τα τοπία και τις σκηνές και εμπειρίες εκείνης της χρονιάς, εκεί κοντά στα μέσα των 00ς. Και, φυσικά, ελάχιστα συνέδεαν αυτά που έζησαν οι ήρωες του βιβλίου με όσα ζούσα εγώ παράλληλα τότε.
Παρ’ όλα αυτά, ένα σπουδαίο μυθιστόρημα είναι μια εμπειρία, που εγκολπώνει και μεταμορφώνει τις δικές σου εμπειρίες, προβάλλοντάς τες σε καινούργια φιλμ, με άλλα φίλτρα, πασχίζοντας με μια διάθεση σχεδόν ψυχαναλυτική να σου θυμίσει ποιος είσαι και να σου δείξει ποιος θα μπορούσες να έχεις γίνει.
Θα χρωστάω πάντα πολλά και, προπαντώς, ευγνωμοσύνη σ’ εκείνο το καλοκαίρι, το καλοκαίρι που κοινώνησα τον αιώνιο «Υπόγειο κόσμο»».
Θέμις Ιππέκη
«Περίμενα να διαβάσω τον Θανάση Τριαρίδη γιατί είχα παρακολουθήσει θεατρικά του έργα ανεβασμένα σε μικρά θέατρα που γέμιζαν από συναίσθημα, προβληματισμό, ανάγκη για αποδοχή αλλά και αλλαγή μερικών εκ των χαρακτηριστικών του σύγχρονου ανθρώπου.
Ήρθε η ώρα που βρήκα χρόνο το καλοκαίρι του 2022 και ενώ η πόλη έσκαγε από ιδρώτα και από βαλίτσες που τσούλαγαν στους δρόμους, πήρα στα χέρια μου την ποιητική του συλλογή ονόματι «θα μας ξεπλύνει η θάλασσα» περιμένοντας ακριβώς αυτό που εννοεί ο τίτλος.
Τελικά, ξεκίνησα να καθαρίζω τις βρωμιές από τα πνευμονία, τα αυτιά, μερών του εγκεφάλου καθ’ όσο διάβαζα το ποίημα «Η τρομερή σου ειλικρίνεια». Με την απλότητα και την αμεσότητα του πίστεψα πως η ζωή θα ήταν μακράν καλύτερη αν διαβάζαμε λίγα έστω από όσα γράφει ο Τριαρίδης, θα ήταν τα περισσότερα απλά, άμεσα και ανθρώπινα για τους πολλούς, για εμάς που μείναμε να χαζεύουμε τις ρόδες από τις αποσκευές των ταξιδιάρικων, ενώ έσταζαν τα μέτωπα μας από ζεστά δάκρυα ενώ περιμέναμε να αλλάξει ο καιρός, για όλα εκείνα τα παιδικά χαμόγελα που διαγράφηκαν από την ιστορία της μνήμης άδικα, για όλα εκείνα τα καχεκτικά πρόσωπα που διψάνε και πεινάνε και που μένουν μόνα και απροστάτευτα απέναντι από τρικυμίες.
Και ο καιρός αλλάζει και θα αλλάζει, όπως γράφει και ο Τριαρίδης «πέρα από το ουράνιο τόξο στ’ αλήθεια πετούν τα γαλάζια πουλιά».
Γιάννης Δούκας
«Θα ’πρεπε, λέω, να ’ταν πρωιμότερος κι όχι εκείνος ο Ιούνιος των είκοσι οχτώ μου, όταν συνάντησα την «Αισθηματική Αγωγή», με το κόκκινο εξώφυλλο των εκδόσεων «Γαλαξία», σε μετάφραση Παναγιώτη Μουλλά, αντλημένη απ’ τη γονεϊκή βιβλιοθήκη, διαβασμένη στα Χανιά, ενώ είχα διακόψει την αναβολή μου και, δυο μήνες αργότερα, θα κατατασσόμουν στη Λαμία.
Και τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν τα Χανιά και η Λαμία μ’ ένα ποταμόπλοιο που αναπλέει τον Σηκουάνα, τι σχέση εγώ με τον Φρεντερίκ Μορώ, που ερωτεύεται την κυρία Αρνού και διασχίζει, υπνοβάτης αυτού του πάθους, την τρικυμία του καιρού του, τι σχέση ο γαλλικός 19ος αιώνας με τα όσα, τότε, έμελλε ν’ ακολουθήσουν στην Ελλάδα και τον κόσμο; Θυμάμαι μόνο ότι ξαγρυπνούσα όχι –όπως πια– παραδομένος στην οθόνη, αλλ’ υποκινούμενος από την προσμονή της επόμενης σελίδας.
Αντέχει ακόμη το αντίτυπο εκείνο. Μαζί του, στο τέλος του βιβλίου, τα λόγια που ανταλλάσσουν, χρόνια μετά τη νιότη τους, ο Φρεντερίκ και ο φίλος του, Ντελωριέ: «Εδώ βρίσκεται ό,τι καλύτερο είχαμε!». Αυτό το «εδώ», που όλο μεταβάλλεται κι ανήκει σταθερά στο παρελθόν∙ ό,τι κι αν μεσολάβησε, ό,τι κι αν ματαιώθηκε, η υπόσχεσή του παραμένει ανέπαφη στον χρόνο. Κρυστάλλινη, αράγιστη η εικόνα του στη μνήμη».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.