Θα μπορούσα να κάνω αυτό το επεισόδιο του Personas τελείως προσωπικό. Να γεμίσω αυτή την εισαγωγή με πολλές προσωπικές αναφορές για τον Χρήστο Χωμενίδη και τις πολλές «εργατοώρες» που έχω περάσει, αναλύοντας ξανά και ξανά τους σκοτεινούς, πολύχρωμους, ευτράπελους, δραματικούς χαρακτήρες από το σύμπαν της μυθοπλασίας του.
Θα πω μόνο πως κάθε παιδί της γενιάς μου που διάβασε το «Σοφό Παιδί», το πρώτο του μυθιστόρημα και μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του σε παγκόσμιο επίπεδο, το διήγημα «Κοντροσόλ στο χάος», το μυθιστόρημα «Υπερσυντέλικος» ή το «Ύψος των Περιστάσεων», έζησε ένα ξαφνικό, περιπετειώδες, πρώτο ραντεβού με τον κόσμο των ενηλίκων.
Όμως ο Χρήστος Χωμενίδης είναι πολλά περισσότερα πράγματα από μια «μηχανή» απότομης χειραφέτησης μιλένιαλς. Και αυτή η συνέντευξη που θα διαβάσετε παρακάτω, το αποδεικνύει.
Ο 57χρονος σήμερα, συγγραφέας, έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, έχει αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και αξίζει να τονίσουμε πως είναι εγγονός του συνιδρυτή του ΕΑΜ Χρήστου Χωμενίδη και του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ προπολεμικά Βασίλη Νεφελούδη.
Αδελφός της εκ πατρός γιαγιάς του ήταν ο Δημήτρης Γληνός. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα εβραϊκά, τα τούρκικα, αλλά και τα λιθουανικά. Έχει κερδίσει το κρατικό βιβλίο λογοτεχνίας για το μυθιστορήμα «Νίκη», αλλά και το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό βραβείο, για την ίδια έκδοση. Στο μυθιστόρημα «Ο Φοίνικας» έχει απονεμηθεί το βραβείο αναγνωστών Public.
Οι πωλήσεις των βιβλίων του μετριούνται πια σε εκατομμύρια αντίτυπα. Δεν ξέρω αν έχει σημασία να καταγράψουμε ακόμα περισσότερους αριθμούς για το έργο του συγκεκριμένου λογοτέχνη, που έχει πετύχει κάτι ακόμα πιο σημαντικό: να βρίσκεται τόσο σε χώρους ανταλλαγής ιδεών λογοτεχνίας, όσο και μέσα σε όσα συμβαίνουν στην πολιτική και την κοινωνία της σύγχρονης Ελλάδας, να σχολιάζει, να παίρνει θέσεις, συχνά αντι-δημοφιλείς, να αποδέχεται ακόμα και ρόλους που παραπέμπουν σε «καυτή πατάτα», ακόμα και να παραδέχεται «μαλακία έκανα».
Πόσο συχνά συναντάς έναν άνθρωπο σαν τον Χρήστο Χωμενίδη; Ας τον συναντήσουμε μαζί, ξανά, μέσα απο τη συζήτηση που ακολουθεί.
Ας υποθέσουμε πως είμαστε έφηβοι, στη δεκαετία του '90, πόσες ιστορίες ενηλικίωσης έχουμε στα χέρια μας;
«Ιστορίες ενηλικίωσης υπάρχουν στη λογοτεχνική μυθοπλασία. Ίσως όχι τόσο πολύ στην εγχώρια, και αυτό είναι κάτι που μου προκαλεί εντύπωση, αλλά υπάρχουν. Το θέμα της ενηλικίωσης υπάρχει στον Ζαν Ζακ Ρουσώ, στον Φύλακα στη Σίκαλη του Σάλιντζερ και όχι μόνο. Και φυσικά στο Σοφό Παιδί, το βιβλίο που έγραψα στα τέλη της δεκαετίας του '80 και κυκλοφόρησε στην αγορά, το 1993.
Βέβαια, λίγο μετά το Σοφό Παιδί είχε γράψει και η Αμάντα Μιχαλοπούλου το «Γιάντες», το οποίο επίσης ήταν μια ιστορία ενηλικίωσης, Και εγώ έχω την ίδια απορία, η ενηλικίωση είναι ένα πολύ προφανές θέμα, κάτι που κάθε συγγραφέας θέλει να γράψει για την μετάβαση από το παιδί στον ενήλικα εαυτό. Αυτή η μετάβαση βέβαια στις μέρες μας τρομάζει, και ο καθένας προσπαθεί να παρατείνει την εφηβεία του όσο περισσότερο γίνεται».
Ταξίδι στην Αθήνα, παρέα με εξωγήινους της αρχαιότητας
«Ως παιδί ήθελα να γίνω καπετάνιος εμπορικού πλοίου, αστρονόμος, γεωπόνος και κατά κύριο λόγο πρωθυπουργός. Όταν όμως συνειδητοποίησα ότι μπορείς να είσαι όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα, γράφοντας ιστορίες, τότε βρήκα τον δρόμο μου. Και επίσης, ως ένα παιδί μεγαλωμένο σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη, με τους φίλους μου μακριά, αισθάνθηκα μια μοναξιά.
Και φανταστείτε πως εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε προφανώς ίντερνετ και η τηλεόραση είχε δύο ασπρόμαυρα κανάλια, και έκλεινε στις 12 κάθε βράδυ. Οπότε, άνοιξα την πόρτα που οδηγούσε στον κόσμο των βιβλίων. Και ευτυχώς, μέχρι σήμερα, «ζω» εκεί. Είναι τόσο μαγικοί οι κόσμοι των βιβλίων, που θεωρώ, πως ένας άνθρωπος ο οποίος αγαπάει τα βιβλία, δεν μπορεί παρά κάποια στιγμή, να γράψει και ο ίδιος».
«Το πρώτο μου μυθιστόρημα προσπάθησα να το γράψω στην τρίτη δημοτικού. Το άφησα στη τρίτη σελίδα. Τότε διάβαζα κυρίως Ιούλιο Βερν. Μετά με συνήρπασε ένας Ελβετός μυθολόγος, ο οποίος λέγεται Έριχ φον Ντάινικεν. Αυτός, ως μέγας απατεών, ισχυριζόταν ότι οι εξωγήινοι είναι οι Θεοί του κόσμου μας, ότι οι προφήτες του Ισραήλ είναι εξωγήινοι που κατέβηκαν στη γη.
Είχε την ιδέα ότι εμείς ως homo sapiens, αποκτήσαμε τη σημερινή μας μορφή, εξελιχθήκαμε απο τους πιθήκους, μέσω ενός 'missing link', ενός γονιδίου που υπήρχε μόνος στους εξωγήινους. Το καλό, που ως παιδάκι διάβαζα τον συγκεκριμένο θεωρητικό, ήταν ότι έμαθα καλά γεωγραφία, γιατί μέσα από τους ισχυρισμούς του σε πήγαινε στη Γουινέα, στην Αίγυπτο, «ταξίδευες» μαζί του.
Βέβαια, όταν μεγάλωσα κι άλλο, αντιλήφθηκα πως όλοι οι ισχυρισμοί του δεν είχαν καμία λογική θεμελίωση, έλεγε μπούρδες. Αλλά κράτησα έστω, τα όμορφα ταξίδια που σου χαρίζει η γεωγραφία. Το πρώτο μου βιβλίο λοιπόν, πριν το Σοφό Παιδί, ήταν μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας με πολλές αναφορές σε όλα αυτά, που έμεινε στην σελίδα τρία. Ευτυχώς». (γελάει)
Κριτικές επιστημονικής φαντασίας, μια παράξενη ιστορία
«Έχετε διαβάσει και το Σοφό Παιδί, και το Ύψος των Περιστάσεων και τον Υπερσυντέλικο στην καραντίνα; Α υπέροχα, εγώ δεν τα έχω διαβάσει ακόμα». (γελάει)
«Χαίρομαι όταν ο κόσμος γράφει ενθουσιώδεις κριτικές για τα βιβλία μου, σίγουρα. Αλλά οποιαδήποτε σύγκριση με λογοτεχνικά θηρία όπως ο Πίντσον δεν με εκφράζει, και τη θεωρώ επίσης, και άτοπη. Δεν είναι ότι τον θεωρώ ένα ξεχωριστό βουνό της λογοτεχνίας και το δικό μου έργο ένα λοφάκι, δεν σεμνυνόμαι τόσο πολύ, αλλά θεωρώ τέτοιες συγκρίσεις χωρίς νόημα. Εγώ πιστεύω στην απόλαυση του να διηγείσαι μια ιστορία, με αρχή-μέση-τέλος, να μην τη βγάζεις τα μέσα-έξω, να μην ξαντεριάζεις τη δομή της».
«Συχνά δέχομαι σκληρές κριτικές, ότι στα βιβλία μου - όπως το «Ύψος των Περιστάσεων» που αναφέρατε- παρουσιάζω τους χαρακτήρες των ιστοριών σαν καρικατούρες. Όμως, κάθε άνθρωπος που είναι εκεί έξω και παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, κάθε συγγραφέας που δεν αρκείται σε επισκέψεις σε φιλολογικά καφενεία και άλλα τέτοια μέρη που συχνάζουν άτομα υψηλής διανόησης, αντιλαμβάνεται ότι έτσι είναι οι απλοί άνθρωποι, καλώς ή κακώς».
«Οι άνθρωποι αναπτύσσουν καρικατουροειδείς συμπεριφορές, κάτι το οποίο τους κάνει αξιολάτρευτους, κάτι που γίνεται η αφορμή για να γράφουμε ιστορίες απλών ανθρώπων. Δεν θεωρώ ότι υπερβάλλω στις ιστορίες που γράφω. Αρκεί να κοιτάξετε γύρω σας. Και μέσα σας».
«Η ελληνική κοινωνία πάσχει από σοβαροφάνεια. Στα social media ας πούμε, βρίσκουμε ένα σωρό ανθρώπους που νιώθουν πως έχουν ανέβει σε κάποιο νοερό βήμα, κάποιον άμβωνα, και κατακεραυνώνουν δίκαιους και αδίκους, Είναι σαν να ξεροβήχουν και να σου λένε, εγώ τώρα θα σου πω τις αιώνιες αλήθειες που συνδέονται με το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι.
«Οι άνθρωποι αυτοί ζουν σε μια κοινωνία ευτράπελη, αστεία, χαρούμενη, παρ' όλα τα δεινά που έχει περάσει και ακόμα περνάει, και ταυτόχρονα, είναι τρομερά σοβαροφανείς!»
«Εγώ γεννήθηκα το 1966. Οι γονείς μου, οι γονείς όλων των παιδιών της γενιάς μου, βίωσαν Εμφύλιο Πόλεμο, κατοχή από Γερμανούς και Ιταλούς, είδαν φίλους και γνωστούς να πεθαίνουν στον δρόμο, στερήθηκαν φαγητό, ρούχα και ανέσεις. Η γενιά μου δεν τα έζησε αυτά, δεν είχαμε κάτι -το ίδιο σοβαρό να γκρινιάξουμε στους γονείς μας, γι' αυτό το 'μάθε να εκτιμάς αυτά που έχεις' μας έγινε βίωμα».
Είναι οι σύγχρονοι πολιτικοί, καρικατούρες;
«Ναι, οι πολιτικοί μοιάζουν με καρικατούρες. Όμως κάνουν μια δουλειά κι αυτοί. Έχετε γνωρίσει πολιτικούς; Εγώ είχα την τύχη να γνωρίσω κάποιον αρκετά γνωστό, και έγραψα κάτι, βασισμένο σε γεγονότα της ζωής του. Είμαι λοιπόν σε θέση να γνωρίζω ότι ο συγκεκριμένος, το τριήμερο Φώτων-Άη Γιαννιού, έκανε 1.612 τηλεφωνήματα».
«Αυτο το έκανε διότι πολιτευόταν σε μια μεγάλη περιφέρεια - σου θυμίζω πως παλιά η Β' Αθηνών ήταν μια τεράστια περιοχή, δεν ήταν χωρισμένη σε τμήματα όπως τώρα, και έπρεπε να πάρει τόσα τηλέφωνα, σε ψηφοφόρους, κομματάρχες και λοιπά. Μόνο αυτό να δεις, είναι μια τεράστια δουλειά».
«Λέγεται, σαν πλάκα περισσότερο, πως ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε βρεί έναν μίμο, ο οποίος έκανε τη φωνή του άψογα, και τον βοηθούσε στα τηλεφωνήματα. Ήταν ένας ευφυέστατος πολιτικός ο Θεόδωρος Πάγκαλος, με χιούμορ. Και δεν είναι μόνο αυτά, πρέπει να συνδυάζεις συμφέροντα, να μιλάς με τον απλό κόσμο, και φυσικά να επανεκλέγεσαι, που είναι ο πρώτος στόχος κάθε πολιτικού, γιατί αν δεν επανεκλεγεί, δεν είναι τίποτα».
Τον ρωτάω για την περιπέτεια του στην Αμερική, εκεί όπου έχει βρεθεί συνολικά πέντε φορές, με πρώτη όλων στην Αϊόβα, στο περίφημο International Writing Program. Εκεί ο ίδιος έχει δηλώσει πως έγραψε τη μισή «Φωνή» (κυκλοφόρησε το 2011- εκδόσεις Πατάκη), πως του είχε γίνει πρόταση να διδάξει σε πανεπιστήμιο και πως τότε, πληροφορήθηκε πως η Ελλάδα είχε πάρει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και τότε αντέδρασε. Όχι ευχάριστα».
«Ήταν παλλαϊκό αίτημα τότε, να πάρουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μετά την απόρριψη της υποψηφιότητας της Αθήνας για τους Αγώνες του 1996. Όμως δεν ήταν αυτό το αίτημα που είχε διατυπώσει ο Κώστας Καραμανλής, για τη μόνιμη τέλεση τους στη χώρα μας, αλλά μια one-off διεξαγωγή τους».
«Εγώ τότε, παρά το γεγονός ότι όλοι είχαν ενθουσιαστεί με την ανάληψη των Αγώνων, είχα αντιδράσει τελείως αντίθετα θυμάμαι, δεν πίστευα ότι η χώρα μπορούσε να αντέξει το κόστος μιας τέτοιας διοργάνωσης, Είχα πάρει την τότε αγαπημένη μου και όσο διεξάγονταν οι Αγώνες, είχαμε πάει στην Ολλανδία, στο Άμστερνταμ».
«Είδα την έναρξη και ύστερα είπα, προτιμώ να γίνει χωρις εμένα όλο αυτό, και ας πούμε πως αυτό-εξορίστηκα».
«Το Σπίτι και το Κελί»: Ένα βιβλίο που δέχεται απρόσμενη κριτική
«Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες κυκλοφόρησε το βιβλίο μου με τίτλο 'Το Σπίτι και το Κελί', ένα βιβλίο που είχε πολύ χειρότερη τύχη από αυτή που του άξιζε. Δεν ήταν ένα βιβλίο που μιλούσε για την τρομοκρατία, αλλά για την κοινωνία και κυρίως την οικογένεια, εκείνης της εποχής, στο τέλος της ευδαιμονίας των '90s. Επίσης ήταν ένα βιβλίο που έδινε την εικόνα ενός ομοφυλοφιλου άντρα (που ήταν ο αφηγητής) στην δεκαετία του '90».
«Εκείνη την εποχή λοιπόν, που είχα πάει και στη δίκη της 17 Νοέμβρη, είχα γράψει ένα βιβλίο για το οποίο περίμενα ότι θα με τιμούσαν οι Αριστεροί και θα μου την έπεφταν οι Δεξιοί, δηλαδή τα θύματα της 17ης Νοέμβρη. Συνέβη τελικά το αντίθετο. Δηλαδή, με πήρε τηλέφωνο συγγενής θύματος της 17Νοέμβρη και μου είπε «συγχαρητήρια, είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να γραφτεί γι' αυτό το θέμα» και παράλληλα, την ίδια εποχή, κάποιοι δημοσιογράφοι αριστερών καταβολών με βρίζανε, γιατί λέει «παρουσίαζα τους αντάρτες πόλεων χωρίς ιδεολογία».
ΕΡΤ, ΝΕΡΙΤ, Δημόσια Τηλεόραση. ΧΑΟΣ
«Άλλη μαλακία μου κι αυτή. Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, δεν εργάστηκα στην ΕΡΤ, ούτε στη ΝΕΡΙΤ, ήμουν μέλος του εποπτικού συμβουλίου, στο οποίο είχε ανατεθεί από την κυβέρνηση να βρεί τον CEO, και τα στελέχη που θα αποτελούσαν τη διοίκηση της νέας δημόσιας τηλεόρασης».
«Τι είχε προηγηθεί; Το κλείσιμο της ΕΡΤ από την κυβέρνηση Σαμαρά (μαζί με ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), το οποίο είχε γίνει για τον εξής λόγο, που έτυχε να γνωρίζω από κοντά. Η τρόικα είχε ζητήσει από την Ελλάδα στα πλαίσια του συμφωνημένου μνημονίου, να απολύσει το 1% των δημοσίων υπαλλήλων. Το είχε αναλάβει ο Αντώνης Μανιτάκης, υπουργός τότε, εκπροσωπών την ΔΗΜΑΡ, και πέρασαν έξι μήνες, και δεν απέλυσε κανέναν».
«Επέστρεψε η τρόικα, τους έλεγε διάφορα όμορφα λόγια ο κύριος Μανιτάκης στα γαλλικά, εκτός από το ζητούμενο. Πήγε η τρόικα στον πρωθυπουργό και του είπε ξεκάθαρα: «αν δεν απολύσεις δημόσιους υπαλλήλους μέσα στις επόμενες 20 μέρες, δεν έχει δόση». Και μέσα στον πανικό του ο Σαμαράς, που του άρεσαν οι εντυπωσιακές κινήσεις, αποφάσισε να κλείσει μια δημόσια επιχείρηση ολόκληρη».
«Μάλιστα, η πρώτη του σκέψη τότε, ήταν να κλείσει την ΕΛΒΟ (Ελληνική Βιομηχανία Όπλων). Όμως δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Βάζει τα δεδομένα στη σειρά, ότι ο κόσμος δεν χαιρόταν να πληρώνει τα τέλη της ΕΡΤ, ότι είχε πολύ χαμηλά νούμερα τηλεθέασης κλπ. και αποφασίζει να κλείσει την ΕΡΤ, περιμένοντας πως θα δεχόταν συγχαρητήρια γι' αυτή του την επιλογή».
«Έχω ακούσει θρυλικές ιστορίες για υπαλλήλους που έκαναν αστρονομικούς λογαριασμούς στον ΟΤΕ παίρνοντας ροζ τηλέφωνα, για άλλους που άφηναν ένα ζακετάκι ή ένα παλτό σε μια καρέκλα για να δίνουν την εντύπωση πως βρίσκονταν εκεί, ενώ ήταν φαντάσματα. Τρομερά πράγματα».
«Εκεί λοιπόν έφαγα απίστευτο κράξιμο, ότι πήγα να τα πάρω χοντρά (ήταν αμισθί η εργασία μου) και διάφορα τέτοια. Πήγαινα δύο φορές την εβδομάδα και μαζί με άλλους συνεργάτες, είχαμε αναλάβει να περισυλλεξουμε βιογραφικά και να βρούμε στελέχη διοικήσεως. Το τι απίστευτα άτομα συνάντησα, δεν λέγεται».
«Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια κυρία, που είχε αιτηθεί για CEO, η οποία μας είχε παρουσίασει αντί βιογραφικού ένα φυλλάδιο, στο οποίο αφηγούνταν όλη της τη ζωή με εικόνιτσες. Πχ. «το 1972 στο μαιευτήριο τάδε, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι», όλα με εικόνες. Ένας άλλος ήρθε και μας είπε «σπουδάζει ο γιος μου στην Αμερική, θέλω να αυξήσετε τα χρήματα της θέσης».
«Ακόμα και ο χειρότερος απατεώνας εδώ μέσα αντιμετωπίζεται σαν επιχειρηματίας περιωπής»
«Ισχύει αυτη φράση, αλλα για την περίοδο που την έγραψα (σ.συντάκτη: όταν έγραψε το Σπίτι και το Κελλί). Ίσως δεν ισχύει τοσο πια. Γιατί με τα μνημόνια σφίξανε οι κώλοι σε ένα βαθμό, και τώρα πάλι χαλαρώνουμε».
«Είναι φανταστική η χώρα μας. Δεν μπορώ να πω ότι στη Νότια Ιταλία ή κάπου άλλου, τα πράγματα είναι καλύτερα η χειρότερα από εδώ, δεν μπορώ να μιλήσω με τέτοια βεβαιότητα. Υπάρχει όμως στη χώρα μας αυτό που ονομάζεται ελληνικός εξαιρετισμός. Δηλαδή, τις μισές φορές έχουμε την αίσθηση - ή μάλλον την πεποίθηση πως είμαστε η καλύτερη χώρα του κόσμου, ενώ τις άλλες μισές, πως είμαστε η χειρότερη, ο πάτος της υφηλίου.
Προφανώς δεν είναι έτσι τα πράγματα. Δεν είμαστε τόσο μοναδικοί, ούτε προς τη μία, ούτε προς την άλλη κατεύθυνση. Αλλά έτσι, με τα ψέματα, κυλάει η ζωή».
«Ανέκαθεν υπήρχε διαπλοκή στη χώρα μας, και επί Καραμανλή, και επί Σημίτη, και Παπανδρέου, αλλά υπήρχαν και άνθρωποι που έκαναν πάρα πολύ σωστά, περίφημα τη δουλειά τους. Απλώς συνυπάρχουν αυτά στη ζωή μας».
«Εξυγίανση δεν συνέβη ποτέ στο πολιτικό σύστημα της χώρας, μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε η τρόικα και μας εξυγίανε για τα καλά. Δηλαδή ήταν κάπου στα δύο εκατομμύρια νομίζω οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα, και τώρα είναι 600.000. Από τότε βέβαια, βλέπουμε ανθρώπους να βγαίνουν στη σύνταξη, πχ στο επάγγελμα του ανώτατου δικαστή, και από εκεί που έπαιρναν 4-5.000 ευρώ, να παίρνουν 1.500».
«Από την άλλη, θεωρώ πάρα πολύ λογικό ένας άνθρωπος σήμερα που παίρνει 1.300 ευρώ να δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα. Κι ένας που παίρνει τον κατώτατο, να είναι απορίας άξιο το πώς καταφέρνει να σταθεί στα πόδια του. Εκεί συμβαίνει αυτό που έχει πει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς (κοινωνιολόγος, πανεπιστημιακός), «πολυσθένεια».
«Πρόκειται για ένα ορισμό που εκφράζει πολλά απ' όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα του 2024 και κατά κύριο λόγο τις πολλές και διαφορετικές εργασίες που κάνει ένα άτομο για να επιβιώσει. Δηλαδή, είσαι θεωρητικός επιστήμων το πρωί, και το βράδυ οδηγείς ταξί, ή νοικιάζεις κάποιο κατάλυμα στο χωριό σου».
«Με όλα αυτά λοιπόν, ο μέσος Έλληνας θωρακίζει το πραγματικό του εισόδημα, που είναι πια αρκετά μικρό, και συχνά δεν είναι και αυτό που δηλώνεται επισήμως. Και ευτυχώς δηλαδή, γιατί άλλιώς θα πεθαίναμε της πείνας».
Ζει ο Χρήστος Χωμενίδης με τους ήρωες του;
«Ζω με τους ήρωες μου, συνυπάρχουν στο μυαλό μου, στον ύπνο μου, όταν μετακινούμαι. Γράφω διαρκώς μια νέα σκηνή. Εκεί όμως, μου έχει κανει ζημιά το σμαρτφόν. Γιατί εκεί που συνήθως θα καθόμουν να παρατηρήσω τους ανθρώπους γύρω μου και να πάρω ιδέες, κάθομαι και κοιτάω χαζομάρες στο τηλέφωνο μου! Το σιχαίνομαι αυτό, αλλά παρασύρομαι συχνά».
«Μου αρέσουν οι άνθρωποι, αγαπώ τους ανθρώπους, λατρεύω να τους παρατηρώ. Ευτυχώς, με το πέρας του χρόνου, σε ένα βαθμό έστω, ικανοποιείται η περιέργεια μου και νομίζω έστω, πως μπορώ να γράφω με άνεση για κάποιους χαρακτήρες. Στην πραγματικότητα βέβαια, αυτό δεν ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Αν ήταν στο χέρι μου, θα ήθελα να γνωρίσω όλους τους ανθρώπους, να μπω σε όλα τα σπίτια, και να φάω όλα τα φαγητά».
Κάπου εδώ, δανείζομαι μια υπέροχη αναφορά του σε όσα τον εμπνέουν, από το site bookjournal.gr:
«Ανέκαθεν με ενδιέφεραν άνθρωποι εκτός του παραδομένου κόσμου μου. Μεγάλωσα μες στα διαβάσματα και μέσα στην προφορική –από πρώτο χέρι– ιστορία της Αριστεράς. Διψούσα για ό,τι διαφορετικό. Για εμπόρους, υπαλλήλους, ταξιτζήδες, ράφτες, υπαξιωματικούς του Ναυτικού, πωλήτριες σε καταστήματα, νοσοκόμες, ανθρώπους που δεν καθορίζονταν από κάποιο ιδεολογικό πρόσημο ούτε είχαν το βιβλίο στο χέρι».
«Κάθε φορά που συνδεόμουν με ένα κορίτσι, ρουφούσα τις ιστορίες που μου έλεγε. Η Αθήνα μού φαινόταν μια πόλη μαγική. Τρελαινόμουν να κάνω απροσδόκητες γνωριμίες. Εξύμνησα μια φορά, από ραδιοφώνου, το ζεϊμπέκικο του Λοχία της Ευδοκίας. Μου τηλεφώνησε στο σταθμό ένας άνθρωπος και με κάλεσε σπίτι του, Γιώργος Κουτούζης λέγεται και δούλευε τότε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος».
Ήταν μια από τις πιο μεστές βραδιές της ζωής μου. Έτσι τροφοδοτείται ένας συγγραφέας. Όχι από τα λογοτεχνικά συνέδρια».
Και συνεχίζουμε, με εκλεκτές συγγένειες και σίκουελ
«Βλέπω εκλεκτικές συγγένειες στα βιβλία μου, που δεν είναι ηθελημένες ή συνειδητές. Ο Τζίμης, η Δίκη Σουάρεφ και η Πανδώρα -το βιβλίο που γράφω σήμερα- στο μυαλό μου συνιστούν μια νοητή τριλογία για το πώς είναι η Ελλαδα σήμερα».
«Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα, πως με το βιβλίο 'Ο Βασιλιάς της' ήμουν στην ομηρική εποχή, μετά με τον 'Φοίνικα' ήμουν στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά με τη 'Νίκη', τελείωνε το βιβλίο το 1957. Μετά λέω, ρε συ δεν μπορείς να γράψεις ένα βιβλίο που να εκτυλίσσεται στο Σήμερα;. Και έτσι ξεκίνησα τον 'Τζίμη', μετά ήρθε η 'Δίκη Σουάρεφ', και τώρα η 'Πανδώρα', που ελπίζω να βγει σύντομα».
«Ναι, βγαίνουν και υπέροχα ιστορικά βιβλία και παλαιότερα, και σήμερα, και πάντα, όπως αυτά των καθηγητών Αριστείδη Χατζή, Αλέξανδρου Μαυρογορδάτου. Η γνώση της ιστορίας είναι μαγική κατά τη γνώμη μου, ειδικά όταν οδηγεί στην αυτογνωσία».
«Πιστεύω ότι ακόμα κι αν είσαι αιμορραγών, πρέπει να σηκωθείς, και με όσα αποθέματα πιστης έχεις στον εαυτό σου, να συνεχίσεις να περπατάς στη ζωή. Δεν μπορώ με τους ανθρώπους που σέρνονται. Κι εγώ όταν μου είχαν συμβεί πολλά, όταν είχα βιώσει την απώλεια, σηκώθηκα τελικα».
«Σε όλα αυτά πιστεύω, έχει σημασία το να έχεις φίλους, πραγματικούς, από εκείνους που μένουν στα δύσκολα κοντά σου. Τι εννοώ; Θυμάμαι για παράδειγμα, έναν φίλομε τον οποιο είχαμε πάει για φαγητό. Τρώγαμε λοιπόν, και μου λέει, ρε είμαστε εδώ στο τραπέζι μιάμιση ώρα και έχεις κατεβάσει μόνος σου ένα μπουκάλι κρασί και πας για το δεύτερο, μπάστα! Και κάπου εκεί λεω, ναι ρε συ, έχει δίκιο, δεν θα γίνω αλκοολικός, δεν θα κυκλοφορώ 'ντέφι'. Και όπως βλέπεις και τώρα, έγω που ήμουν ο άνθρωπος που έκανε δυόμισι πακέτα τσιγάρα τη μέρα, τώρα το έκοψα».
Κάτι αστείο, κάτι που τον έκανε να γελάσει πρόσφατα
«Γελάω πάρα πολύ με την κόρη μου. Έχουμε ένα πάρα πολύ συμβατό χιούμορ. Καθώς υπέφερε απο πονοκεφάλους, κάτι συχνό και φυσιολογικό για ανθρώπους της ηλικίας της, της είπα, έχω έναν φίλο, νευρολόγο, τον ρώτησα γι' αυτό, και μου είπε να μην ανησυχούμε, μόνο να σημειώσουμε κάθε πότε έχεις πονοκεφάλο, για να καταλάβει την περιοδικότητα των συμπτωμάτων».
«Και μου λέει με πάρα πολυ σοβαρό τρόπο. 'Αυτός ο φίλος, μήπως θα έπρεπε να εξετάσει εσένα;'. Και της λέω 'γιατί;'. Και μου απαντάει, γιατί το ίδιο ακριβώς πράγμα μου είπες πριν δύο ώρες». Με τρολάρει πάρα πολύ η κόρη μου. Μ' αρέσει να με τρολάρουν, γενικά».
Επίλογος, περί νοσταλγίας
«Ξέρεις τι νοσταλγώ; Το μόνο πράγμα που νοσταλγώ είναι το να έχω μπροστά μου άπλετο χρόνο, να είμαι 20 και να βλέπω τον χρόνο μπροστά μου και να λέω, ουυυυ έχω ακόμα. Εγώ σε 23 χρόνια, θα είμαι 80 ετών».
«Την ίδια στιγμή, σκέφτομαι πως το 2000 ήταν 23 χρόνια πριν, που εν τω μεταξύ, νιώθω πως εκείνη η χρονιά ήταν σαν χθες. Και σε 23 χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα κλείνω 80 έτη ζωής; Γαμώ το κεφάλι μου!» (γελάει)
Αφήνω τον Χρήστο Χωμενίδη μερικά τετράγωνα από το καφέ απέναντι από το Εφετείο, όπου και είχε οριστεί το ραντεβού μας. Μου φαίνεται πολύ ταιριαστό για τον ίδιο, το γεγονός ότι δεν οδηγεί. Θα ήταν πολυ ανιαρό για ένα Σοφό Παιδί να κυκλοφορεί με φιμέ τζάμια και να κορνάρει στην Πατησίων.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.