Μενού
Τσόλκα
  • Α-
  • Α+

Το καλοκαίρι του 2017, η Αλεξάνδρα Τσόλκα, ύστερα από τρεις δεκαετίες δουλειάς ως δημοσιογράφος, αρχισυντάκτρια, σύμβουλος έκδοσης σε εφημερίδες (όπως Sportime, Επενδυτής, Τα Νέα, Εθνος), περιοδικά (όπως Downtown, Nitro, People, Ok, Esquire), ραδιοφωνικούς σταθμούς (Planet, ΕΡΑ), ιστοσελίδες και τηλεοπτικές εκπομπές αποφάσισε να τα αφήσει όλα πίσω της και να εγκατασταθεί με την οικογένεια της στη Βοστώνη.

Όπως αναφέρει στο οπισθόφυλλο του τελευταίου της βιβλίου με τίτλο Pax Americana «...δουλεύω πολλές πολλές ώρες, όπως κάθε μετανάστης στον κόσμο αυτό, σε δουλειές που δεν εκπαιδεύτηκα για να κάνω, ενταγμένη πλέον στην τεράστια εργατική αμερικανική τάξη».

Στο Pax Americana, η Αλεξάνδρα, την οποία γνώρισα στους διαδρόμους του Sportime το 1994 (στη φούρια του Μουντιάλ της Αμερικής -σημαδιακό;) γράφει για τα ταξίδια με αβέβαιο προορισμό, για την ουτοπία, τη μετανάστευση και τη ζωή από την απέναντι πλευρά.

Γράφει για την έρημο και τα φτηνιάρικα μοτέλ, για τη διάψευση και την αιωνιότητα, γι’ αυτούς που μένουν και για εκείνους που έφυγαν, για τον έρωτα και το περιθώριο, τον ρατσισμό και την προσφυγιά μέσα μας, για δαίμονες και Άγιους - motherfuckers. Κυρίως, γράφει για τους χαμένους μιας εποχής, που άλλαξε παντού και για πάντα, με κυνισμό κι ευαισθησία, γιατί... όπως λέει κι ένα τραγούδι που μας μάθαιναν παλιά, ο χαμένος τα παίρνει όλα. 

tsolka

- Αλεξάνδρα, γιατί έφυγες; Στην Ελλάδα είχες ήδη χτίσει μια καριέρα, ήσουν αναγνωρίσιμη όχι μόνο λόγω τηλεόρασης, αλλά και ως δημοσιογράφος με ξεχωριστή γραφή και συγγραφέας ήδη επτά βιβλίων. Πώς παίρνεις την απόφαση να τα αφήσεις όλα πίσω και να ξεκινήσεις ξανά με δυο παιδιά από το μηδέν; Πέρα από την ανάγκη να στηρίξεις την οικογένειά σου, υπήρξε ίσως και μια ανάγκη να αφήσεις πίσω σου τoν μικρόκοσμο των ελληνικών media;

«“Γιατί; Μηδέν! Η ανάγκη να αφήνεις πίσω πράγματα. Aρχή!". Αγγίζουμε τα όρια του υπαρξισμού εδώ Χριστίνα μου. Είναι γεγονός πως είχα βρεθεί στη λούπα των media, να είμαι μία σε ένα -όποιο- πάνελ, που δεν μου έμοιαζε καθόλου και με άποψη επί παντός επιστητού, που δεν με ένοιαζε ιδιαίτερα. Να βιοποριστώ ήθελα, αλλά μου είχε φύγει κάθε μεράκι και απλά έκανα μηχανικά την ίδια σχεδόν δουλειά, για τα ίδια άτομα με τις ίδιες προβλέψιμες συμπεριφορές. 

Και ο βιοπορισμός ήταν δύσκολος, άγριος, με δυσβάσταχτες κάποιες στιγμές ανοχές. Δεν είχε, λοιπόν, κόστος να αφήσω αυτά πίσω και να πάω πάλι στην αφετηρία, όπως στα επιτραπέζια. Κόστος είχε να αφήσω πίσω την μάνα μου, τον αδελφό μου, τις θείες μου, τους φίλους, τις αγάπες μου. Και ίσως, να με μέτρησα λάθος πως μπορούσα να το αντέξω. Είχα όμως τον Γιάννη μου και τα κορίτσια μου, σαν καραβάνι μου, ισχυρό να με κάνει να διαβώ ερήμους και σιωπές. Και βάσταξα. 

Ναι, θεωρήσαμε ως οικογένεια πως θα ήταν καλύτερο να μορφωθούν τα παιδιά μας και να διερευνήσουμε εργασιακές προοπτικές στις ΗΠΑ. Είδα μεγάλη πια, πως όχι, δεν είναι σύμπαν ο προσωπικός μου μικρόκοσμος και υπάρχουν πάντα τα περιθώρια για αλλαγές. Πως ο κόσμος είναι τεράστιος και πως χωράω κι αλλού σαν σε άλλες μου εκδοχές και ας είμαι παντού η ίδια ακριβώς. Και είδα, ακόμη, μέσα μου μια διάθεση φυγών, αλλαγών, ανακαλύψεων. Και τελικά, ισχύει πάντα το “πράττω κατά τον δαίμονα εαυτού».

- Πώς είναι η ζωή στη Βοστώνη; Προσαρμόστηκες εύκολα; Άλλαξες δουλειές;

«Η ζωή στη Βοστώνη είναι ανθρώπινη σε πολλά επίπεδα, που με σόκαραν, γιατί τα αγνοούσα ή είχα προκάτ αντίληψη για την Αμερική, χωρίς να έχω, στην ουσία, ιδέα. Η αξιοπρέπεια που σε αντιμετωπίζουν στις δουλειές, οι παροχές και τα ψηλά μεροκάματα, ήταν τέτοια που δεν τα είχα φανταστεί. Το σύστημα υγείας που καλύπτει τους πάντες με άριστες συνθήκες, τουλάχιστον εδώ, στη Μασαχουσέτη.

Τα σχολεία. Η προσοχή στα παιδιά, που είναι υπόθεση όλων. Βέβαια ήταν και όλα εξωτικά στην αρχή: από το να οδηγώ και να έχουν προτεραιότητα αυτοί που είναι μέσα στις πλατείες κι όχι εγώ που μπαίνω μέχρι το ότι η αστυνομία είναι παντού και τρέχει σε κάθε κλήση.

Από το ότι δεν μπορούσα να καπνίσω τσιγάρο όπου ήθελα, αλλά δίπλα μου καίγανε μπάφο, καθώς εδώ είναι νόμιμη η χρήση. Πέρναγε το περιπολικό κι εγώ ξεκίναγα να τρέχω με αντανακλαστικά Εξαρχείων, ενώ οι αστυνομικοί χαιρέταγαν τους χρήστες και μόνο «έλα να γυρνάει» δεν τους έλεγαν.

Από εκεί και πέρα, γνώρισα ανθρώπους υπέροχους και κάποιους εντελώς μαλάκες. Όπως παντού. Όπως πάντα. Έκανα διάφορες δουλειές, γράφω πάντα και άλλοτε δεν δουλεύω καθόλου, κάθομαι σπίτι και φτιάχνω σπανακόπιτες και μουσακάδες και ριζότο».

- Κρίνοντας και από το “Pax Americana” η ζωή στην Αμερική -αλλά και παντού- δεν είναι καθόλου εύκολη ειδικά για ένα μετανάστη. Η δική σου ιστορία έχει ομοιότητες με αυτές των ηρώων του;

«Η ζωή του μετανάστη στην Αμερική είναι δύσκολη, αλλά ευκολότερη από αυτή στην Ελλάδα, γιατί εδώ είναι ένα πολυπολιτισμικό κράτος, φτιαγμένο από διαφορετικές εθνότητες, που κάποτε όλοι ήταν μετανάστες -και η εισροή τους παραμένει τροφοδότρια στην υπερδύναμη.

Εγώ εδώ, βρέθηκα στην άλλη πλευρά. Στη ζώνη του Λυκόφωτος των διαφορετικών. Και κοίταξα τις δυσκολίες και αδικίες σαν να είχα μεγεθυντικό φακό. Κάποτε με κατάπιε αυτό κι έχασα και την ομορφιά γύρω μου. Το βιβλίο ήταν αντίδοτο, για να επανέλθει κανονικά η όραση μου.

Η δική μου ιστορία είναι όλες αυτές που έχω στις λέξεις μου και καμιά. Είναι δική μου η γραφή, μέρος μου και γέννημα μου, αλλά δεν είναι αυτοβιογραφία, ούτε βιογραφία, ούτε δοκίμιο για τον καπιταλισμό στην Αμερική και στον κόσμο».

- Τι είναι, λοιπόν, για σένα το “Pax Americana”; Πώς προέκυψε και πότε ξεκίνησες να το γράφεις;

«Χρησιμοποίησα τον τίτλο Pax Americana μεταφορικά, μιας και έγραψα μια ιστορία ανθρώπων από τη σύγχρονη τεράστια αυτοκρατορία, που βρίσκονται από την πλευρά των πάντα χαμένων της Ιστορίας και όχι των λαμπερών, παντοδύναμων πρωταγωνιστών της. (Και αυτοί οι τελευταίοι εδώ που τα λέμε, ένας απόηχος θα είναι κάποτε, μια γνώση για τηλεπαιχνίδι, ή τίτλος ταινίας σαν το «Ναπολέων» ενός μελλοντικού Ρίντλεϊ Σκοτ...).

Αυτά τα επτά χρόνια, έγραφα άλλα πράγματα, που μετά θεωρούσα ανούσια, ή ιστορίες που δεν με ένοιαζε τελικά, να ειπωθούν. Κι ένα πρωί, ήδη, κουρασμένη, κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας -για να ρίχνω και μια ματιά στο φαγητό- και ξεκίνησα σαν σε αυτόματη γραφή να βγάλω από μέσα μου πώς αισθάνονται όλοι εκείνοι που διατρέχουν χώρες και σύνορα.

Πώς νιώθεις στον δρόμο, σε μια περιπλάνηση που έχει αβέβαιο προορισμό και μόνη σταθερή το σημείο προέλευσης, πόσο ρευστός είναι ο κόσμος μας τον 21o αιώνα. Έγραφα για μας που φεύγουμε, για μας που μένουμε, για τα παιδιά μας σε άλλες πόλεις, για τους γείτονες μας από ρημαγμένες από πολέμους ή φτώχεια χώρες. Για τη διαφορετικότητα, τον αποκλεισμό, το περιθώριο, αλλά και τη συντροφικότητα, τον έρωτα, την αγάπη, την οικογένεια παντού. Για τη γεωγραφία του χώρου και του συναισθήματος. 

Για την ανασφάλεια που γεννά η γεωπολιτική, ο παράξενος κόσμος γύρω μας, το κλίμα και η αίσθηση πως τίποτα δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Για την ίδια την πατρίδα και το πώς φορτίζεται η έννοια της αλλιώς και οδυνηρά, όταν την αποχωρίζεσαι, για τις πατρίδες σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει. 

Μετά έγραφα όσο άντεχα, νύχτες, την ώρα που όλοι κοιμόντουσαν κι έπρεπε να κάνω σιγά, ξέροντας πως αύριο θα είμαι μια κουρασμένη στη δουλειά -αλλά θα αντέξω. Κάποτε έπρεπε να βάλω τελεία, γιατί με πόνεσαν πολύ οι λέξεις. Και στο τέλος ήταν πιο καθαρή, πιο φωτεινή η ψυχή μου. Πόσο κλισέ και μελό ακούστηκε αυτό το τελευταίο -μήπως να το κόψεις;».

- Όχι! Αναφέρθηκες στους χαμένους της Ιστορίας, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, διαβάζω ότι «δεν έχει να κάνει τόσο με την Αμερική, όσο με τον κόσμο των χαμένων της εποχής, που άλλαξε για όλους και παντού». Ποιους θεωρείς χαμένους της εποχής;

«Τους αόρατους, όσους οφείλουν να ανέχονται αγόγγυστα την αδικία, εκείνους που ψάχνουν τόπο να σταθούν να χωρέσουν σε αυτό τον κόσμο, τα ορφανά, τις μάνες και τους πατεράδες που θάβουν παιδιά από τους πολέμους, εκείνους που πολεμούν τη φτώχεια που καταπίνει κάθε αισιοδοξία, ξέροντας πως το παιχνίδι είναι πουλημένο, τους κουρασμένους από τα συνεχή 12ωρα δουλειάς.

Με τις απολαβές που δε φτάνουν για να βγει το νοίκι, τους εξαρτημένους, τους καταδικασμένους σε μοναξιά που δεν επέλεξαν, όσους δεν έχουν εξουσία, δεν μοιάζουν με ινφλουένσερ, δεν ταιριάζουν με τα πρότυπα του κόσμου, δεν ανήκουν, δεν προστατεύονται, είναι άστεγοι, άρρωστοι χωρίς βοήθεια. Τους απελπισμένους. Τα ξέφτια μιας κοινωνίας, που προσποιείται πως το κοστούμι είναι σινιέ».

- Για όλους αυτούς, όμως, «το λέει κι ένα τραγούδι, που μας μάθαιναν παλιά: Ο χαμένος τα παίρνει όλα» (Αγγελάκας). Εσύ, που ήσουν πάντα η χαρά της ζωής, διατηρείς την αισιοδοξία σου, συνεχίζεις να «τζογάρεις στο όνειρο, έτοιμη για όλα»; 

«Αλίμονο! Και βέβαια τη διατηρώ. Άλλωστε «το ξες πως είναι κερδισμένος τελικά όποιος χαμογελάει μπροστά στην καρμανιόλα» (απ’ το ίδιο τραγούδι και..."άρπα τη μουστάκια" -“Τα κίτρινα γάντια” άλλου τοπίου κουλτούρα).   

- Οκ, το δέχομαι. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσεις ρατσιστικές συμπεριφορές, ιδίως απέναντι στα παιδιά σου, όπως π.χ. στην ιστορία, που μιλά για το ρατσισμό που πλήγωσε ένα κορίτσι στην προσπάθεια να γιορτάσει το πρώτο του Χάλογουιν; Ξεκίνησε από προσωπική εμπειρία;

«Προσωπική ή όχι, παραμένει πάντως εμπειρία. Στο δικό μου ή σε ένα άλλο παιδί, μοιάζει πάλι να είναι δικό μου, αφού αυτό το γεγονός παραμένει αβάσταχτα οδυνηρό. Κοίτα, εμείς είμαστε λευκοί, σε έναν κόσμο λευκών, άρα με τους τυχερούς της υπόθεσης, γιατί το φυλετικό, ειδικά εδώ, είναι ασύλληπτο για εμάς στην Ελλάδα. Το να σε βάζει ο τόνος του δέρματος σε αποκλεισμούς είναι παράλογο, φρικτό και ενάντιο στην ανθρωπιά μας την ίδια.

Όμως το μίσος, για να αισθανθούμε τον κόσμο πιο στα μέτρα μας και να τον αντέξουμε, βρίσκει πάντα και παντού τρόπο να αναπτυχθεί. Ορίζει διαφορετικότητα, ακόμα και εφευρίσκοντας την, δημιουργώντας όρους όπως “εμείς” και “οι άλλοι”, δαιμονοποιημένοι απέναντι άθελα τους. Θυμάμαι δε, ένα σύνθημα στην Αθήνα, πριν χρόνια, να χτυπάει στο σταυρό, ρωτώντας μας κατάμουτρα: “Οι παππούδες μας πρόσφυγες, οι γονείς μας μετανάστες, εμείς ρατσιστές;”».  

- Σήμερα πια, όταν κάνεις τον απολογισμό, μετανιώνεις, κάνεις δεύτερες σκέψεις για την απόφαση να εγκατασταθείς στην Αμερική;

«Όχι».

- Τι σου λείπει περισσότερο από την Ελλάδα, τι δεν σου λείπει καθόλου;

«Όλα μου λείπουν. Οι μυρωδιές, το φως, ο αέρας, οι κόρνες, τα τζιτζίκια το καλοκαίρι, το ίδιο το καλοκαίρι, αλλά και ο χειμώνας και το φθινόπωρο και η άνοιξη, το να ανήκω στην Αθήνα και να ξέρω όλους τους δρόμους της και πότε έχουν κίνηση, να ακούω ελληνικά και να μην εκπλήσσομαι, να συναντώ σε ένα δρομάκι όλη την Ιστορία, να ξέρω πού μένουν αυτοί που αγαπώ και πως θα βρω καταφύγιο χτυπώντας το κουδούνι τους. 

Όλα μου λείπουν. Να ξέρω πού θα πιω τον καλύτερο καφέ, τα σουβλάκια, τα ούζα στις παραλίες. Οι παραλίες! Η θάλασσα! Τα βουνά, όλα. Μου λείπει η μάνα μου και που όσο κι αν θέλω δεν έχει πια επιστροφή κοντά της. Δεν μου λείπει καθόλου η εσωτερική κατάσταση του μετανάστη στη δική μου γη…».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.