Μενού
  • Α-
  • Α+

«Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει»! Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον διάσημο Γάλλο φιλόσοφο και συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ ο οποίος, μια ημέρα σαν σήμερα, έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα. Ήταν μόλις 47 χρονών και είχε πολλά να δώσει ακόμα στον κόσμο των γραμμμάτων.

Διανοήτης με παγκόσμια ακτινοβολία, τρία χρόνια πριν φύγει τόσο άδικα από τη ζωή, είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Μια δύσκολη ζωή

Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στο Μοντοβί της Γαλλικής Αλγερίας στις 7 Νοεμβρίου 1913. Ο πατέρας του, ένας φτωχός βιοπαλαιστής, σκοτώθηκε στον «μεγάλο πόλεμο». Η ισπανικής καταγωγής μητέρα του δούλευε ως παραδουλεύτρα για να μεγαλώσει αυτόν και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Η οικογένεια του, μετά τον θάνατό του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στο Αλγέρι και έζησε σε ένα μικρό δυάρι με την γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του και έναν παράλυτο θείο του.

«Στο ποδόσφαιρο χρωστάω όσα ξέρω για ηθική και καθήκον», έλεγε ο Καμύ και η φράση αυτή αποκαλύπτει την πρώτη του μεγάλη αγάπη. Το ποδόσφαιρο. Μια ζωή που ξεκίνησε δύσκολα, ωστόσο, δύσκολα συνεχίστηκε και έτσι το 1930 μια κρίση φυματίωσης βάζει τέλος στα όνειρά του για καριέρα στο ποδόσφαιρο.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ωστόσο, αφιερώνεται στις σπουδές του. Σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Αλγερίου και παράλληλα κάνει διάφορες δουλειές προκειμένου να βγάζει τα προς το ζην. Σε ηλικία 21 ετών παντρεύτηκε την πρώτη γυναίκα του, την Σιμόν Ιέ, από την οποία γρήγορα χώρισε, επειδή ο ένας απατούσε τον άλλον. Εκεί πολιτικοποιήθηκε μέσα από τις τάξεις του Κ. Κ Γαλλίας, αλλά γρήγορα και εδώ διαχώρισε την θέση του και διαγράφηκε ως τροτσκιστής.

Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ζει στο κατεχόμενο από τους ναζί Παρίσι και εκεί γράφει το πρώτο του αριστούργημα το οποίο θα τον κάνει γνωστό παγκοσμίως. «Ο Ξένος» είναι μια σπουδή στην αλλοτρίωση του ανθρώπου του 20ου αιώνα, μέσα από το το πορτρέτο ενός «ξένου» καταδικασμένου σε θάνατο όχι τόσο επειδή πυροβόλησε έναν Άραβα, αλλά επειδή αρνείται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της κοινωνίας.

Σε ηλικία 44 ετων γίνεται ο νεαρότερος συγγραφέας στην ιστορία του θεσμού που τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στις 4 Ιανουαρίου 1960, σκοτώνεται σε τροχαίο. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από τον θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα», έλεγε ο ίδιος...

Η «Πανούκλα» και η πανδημία

«Οι δυστυχίες, στην πραγματικότητα, είναι μια κοινή υπόθεση, αλλά δύσκολα τις πιστεύει κανείς όταν του πέσουν στο κεφάλι. Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και οι πόλεμοι. Και παρόλα αυτά οι πανούκλες και οι πόλεμοι πάντα βρίσκουν τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους»!

Η «Πανούκλα» του Καμύ στις ημέρες μας έχει διτή φύση. Η μία, η αλληγορική, που αφορά την εξάπλωση του ναζισμού ή γενικότερα των απολυταρχικών και φασιστικών καθεστώτων και η δεύτερη, η αυτοαναφορική που μιλά για την πανδημία και όλα τα συνεπακόλουθά της, όπως η καραντίνα, πολλά από τα οποία τα ζούμε και εμείς σήμερα με την πανδημία του κορονοϊού. Ο Καμύ έγραψε το σπουδαίο αυτό έργο του το 1947, σε μια φορτισμένη ατμόσφαιρα.

Μια από τις «σκηνές» που ο Καμύ περιγράφει την καραντίνα στην άλλοτε πανέμορφη Γαλλική πόλη που διαδραματίζεται η πλοκή του έργου του, είναι συγκλονιστική και οι παραβολές με το σήμερα σχεδόν αναπόφευκτες:

«Τους έβλεπες πια να διασχίζουν βιαστικοί τους δρόμους, γερμένοι μπροστά, φράζοντας μ’ ένα μαντίλι ή με το χέρι τους το στόμα. Το βράδυ, αντί οι άνθρωποι να μαζεύονται πολλοί μαζί προσπαθώντας να παρατείνουν τη διάρκεια αυτών των ημερών που καθεμιά τους μπορούσε να είναι κι η τελευταία γι’ αυτούς, συναντούσες μικρές ομάδες ατόμων που βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους ή να χωθούν στα καφενεία. Έτσι, για μερικές μέρες, την ώρα του σούρουπου, που έπεφτε γρηγορότερα αυτή την εποχή, οι δρόμοι ήταν έρημοι και μόνος ο άνεμος θρηνολογούσε ανάμεσά τους ασταμάτητα».

Στο κλείσιμο του συγκεκριμένου αριστουργήματος, ο συγγραφέας ανοίγει διάπλατα το παράθυρό της αισιοδοξίας αλλά ταυτόχρονα προειδοποιεί πως κανείς δεν μπορεί να είναι ήσυχος πως αυτό δεν θα ξανασυμβεί και, ουσιαστικά, καλεί τους πάντες σε μέγιστη επαγρύπνηση.

«Ακούγοντας τις κραυγές της χαράς που ανέβαιναν από την πόλη, ο Ριέ αναλογιζόταν πως η χαρά αυτή δεν θα ήταν ποτέ σίγουρη. Γιατί ήξερε αυτό που αγνοούσε το χαρούμενο πλήθος, και που μπορεί κανείς να το διαβάσει στα βιβλία, δηλαδή ο βακίλλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε εξαφανίζεται ποτέ, πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια κοιμισμένος μέσα στα έπιπλα και στα ρούχα, πως περιμένει υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, στα υπόγεια, στα σεντούκια, στα μαντήλια και στα χαρτιά και πως ίσως θα ερχόταν μία μέρα που για τη δυστυχία και τη γνώση των ανθρώπων, η πανούκλα θα ξυπνούσε τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να ψοφήσουν σε μία ευτυχισμένη πόλη».

Και αυτό αφορά και τις πανδημίες και τα φασιστικά καθεστώτα...

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.