Στο Μακόντο, το απομακρυσμένο χωριό που έπλασε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στο εμβληματικό έργο του, “100 χρόνια μοναξιά”, ένα σμήνος κίτρινες πεταλούδες ακολουθεί έναν όμορφο άντρα, ένας ιερέας αιωρείται, άντρες πεθαίνουν από τη μυρωδιά μιας γυναίκας, φαντάσματα τριγυρνούν ανενόχλητα, οι ευλογίες ταυτίζονται με κατάρες, οι άνθρωποι μιλούν παράξενες γλώσσες, πολεμούν για τα ιδανικά τους και ερωτεύονται μέχρι θανάτου σε έναν αξεπέραστο κόσμο που συνδυάζει τη φαντασία με το ρεαλισμό, την ελευθερία και την παράδοση της Λατινικής Αμερικής.
Σχεδόν 60 χρόνια μετά την κυκλοφορία ενός από τα κορυφαία μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ στα ισπανικά (ενώ μεταφράστηκε σε άλλες 45 γλώσσες) και ακριβώς 10 χρόνια μετά τον θάνατο του βραβευμένου με Νόμπελ συγγραφέα, το “100 χρόνια μοναξιά”, περνά για πρώτη φορά στην οθόνη, μέσα από μια νέα σειρά του Netflix, που έδωσε ήδη στη δημοσιότητα το πρώτο teaser. Η οικογένεια του Μάρκες, οι δυο γιοι του, ενέκριναν και υποστηρίζουν την παραγωγή, που είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου στα ισπανικά στην πατρίδα του Μάρκες, την Κολομβία, και θα ολοκληρωθεί σε 16 επεισόδια.
Σε όλη τη διάρκεια της ζωή του, ωστόσο, ο ίδιος ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είχε παραμείνει ακλόνητος στην απόφαση να μην πουλήσει τα δικαιώματα του “100 χρόνια μοναξιά” στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση, γιατί πίστευε ότι ήταν ένα έργο, που δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να κινηματογραφηθεί. Γι’ αυτό, τον είχε πείσει ο ίδιος ο κινηματογράφος, απορρίπτοντας πολλές από τις ιστορίες, που αργότερα έβαλε στο βιβλίο του.
Ναι στην οθόνη, αλλά για 100 χρόνια
Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που διάσημοι παραγωγοί (και σπουδαίοι σκηνοθέτες, από τον Κόπολα μέχρι τον Κουροσάβα) έδειξαν ενδιαφέρον για την κινηματογράφηση του έργου, όμως ο Μάρκες αρνιόταν πάντα με το επιχείρημα ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που περιγράφει έναν μικρόκοσμο, ο οποίος όμως αποτελείται από πολλούς μεγάλους κόσμους, που είναι αδύνατο να «συμπυκνωθούν» για τις ανάγκες της οθόνης.
Έχει μάλιστα κυκλοφορήσει ευρέως η ιστορία που λέει ότι κάποτε ένας πολύ μεγάλος παραγωγός τον πλησίασε με μια αστρονομική προσφορά, πείθοντάς τον να το ξανασκεφτεί. Ο Μάρκες δέχτηκε και τελικά επανήλθε με έναν ασυνήθιστο όρο: να γυριστεί το έργο στην ολότητά του, χωρίς να παραλειφθούν σκηνές, χωρίς να γίνουν συντομεύσεις και να μεταδοθεί με τη μορφή ενός επεισοδίου το χρόνο, φυσικά για 100 χρόνια -ούτε ένα λιγότερο…
Ένας τέτοιος όρος, βέβαια, ήταν πρακτικά αδύνατο να ικανοποιηθεί. Παράλληλα δείχνει με σαφήνεια την αποφασιστικότητα του Μάρκες να μη ρισκάρει με το “100 χρόνια μοναξιά”, όπως με άλλα έργα του, που παρά την αποδοχή τους από ευρύ αναγνωστικό κοινό, δεν είχαν την ανταπόκριση που όλοι περίμεναν. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα, ενός άλλου αγαπημένου βιβλίου του, του “Έρωτα στα χρόνια της χολέρας”, που αρχικά επίσης αρνιόταν να παραχωρήσει στο σινεμά.
Τελικά είπε το ναι, σε μια εποχή που τα προβλήματα υγείας τον έκαναν να ανησυχεί για το μέλλον της οικογένειας του (οπότε πούλησε τα δικαιώματα για 3 εκατομμύρια δολάρια). Η ταινία (με πρωταγωνιστή τον Χαβιέ Μπαρδέμ) βγήκε το 2007, όμως εξελίχτηκε σε απογοήτευση και για το κοινό, και για τον ίδιο τον Μάρκες, που πληγώθηκε από την πολύ χλιαρή ανταπόκριση στο έργο του. Παράλληλα ενίσχυσε την απόφασή του να μη το ρισκάρει και με το πλέον εμβληματικό μυθιστόρημά του.
Τα κίνητρα όμως πίσω από την απόφαση να κρατήσει ζωντανό τον κόσμο του “100 χρόνια μοναξιά” μόνο για τους αναγνώστες ήταν ακόμα πιο βαθιά. Χαρακτηριστική είναι μια φράση που έλεγε σε συνεντεύξεις του: «Το “100 χρόνια μοναξιά” γράφτηκε εναντίον του κινηματογράφου, με την έννοια ότι σκοπεύει να δείξει ότι η λογοτεχνία έχει πολύ μεγαλύτερο εύρος, πολλές περισσότερες δυνατότητες να αγγίξει το κοινό από το σινεμά». Το οποίο παρεμπιπτόντως λάτρευε, κι ας τον είχε απορρίψει.
Η απόρριψη από τον κινηματογράφο
Ο Μάρκες γνώρισε και λάτρεψε το σινεμά από τα παιδικά του χρόνια στην Αρακατάκα της βόρειας Κολομβίας, όπου ο παππούς του, συνταγματάρχης Νίκολας Μάρκες, τον πήγαινε κάθε εβδομάδα στον κινηματογράφο για να δουν ταινίες όπως ο “Δράκουλας” με τον Μπέλα Λουγκόζι.
Πολλά χρόνια μετά, το 1961, ο Μάρκες σε ηλικία 34 ετών πια, αφού είχε κάνει σπουδές στα νομικά (αν κι από την αρχή γνώριζε ότι δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να γίνει δικαστής ή δικηγόρος) κι είχε ταξιδέψει στον κόσμο εργαζόμενος κυρίως ως δημοσιογράφος, μετακομίζει στο Μέξικο Σίτι, μαζί με τη γυναίκα του και τον δύο ετών γιο του, με στόχο να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.
«Υπήρχε μια εποχή που ο κινηματογράφος με ενδιέφερε πιο πολύ από τη λογοτεχνία» είχε παραδεχτεί σε συνέντευξή του. «Πίστευα ότι ήταν ένα μέσο έκφρασης που έδινε τεράστιες δυνατότητες, που μας επέτρεπε να να έρθουμε πιο κοντά με το κοινό». Μέχρι το 1965, υπέγραψε δύο διασκευασμένα σενάρια κι ένα πρωτότυπο δικό του σε ταινίες κυρίως του πειραματικού μεξικάνικου κινηματογράφου, με πολύ μέτρια ανταπόκριση και κάπου εκεί ήρθε η στιγμή η λογοτεχνία να (ξανα)πάρει το πάνω χέρι.
Η επανάσταση της λογοτεχνίας στο σινεμά
Το φθινόπωρο του 1965, αποφασίζει να απομονωθεί εντελώς στο γραφείο του για πάνω από ένα χρόνο, προκειμένου να γράψει ένα έργο, που καλλιεργούσε στο μυαλό του για μια δεκαετία, ως μια πράξη “επανάστασης” απέναντι στον κινηματογράφο, που δεν είχε καταφέρει να πείσει. «Εκείνη την εποχή, ήμουν πολύ απογοητευμένος. Ένιωθα τόσο ξένος, τόσο μόνος στον κόσμο του σινεμά, που άρχισα να γράφω το “100 χρόνια μοναξιά”. Μπορώ να εγγυηθώ ότι όλες οι ιστορίες που περιλαμβάνονται σε αυτό, είχαν περάσει από γραφεία κινηματογραφικών παραγωγών, οι οποίοι τις είχαν απορρίψει με το επιχείρημα ότι δεν είναι ρεαλιστικές και δεν θα αρέσουν στον κόσμο...».
Εκ των υστέρων βέβαια, οι θαυμαστές του συναρπαστικού κόσμου του “100 χρόνια μοναξιά”, μπορούμε να τους ευγνωμονούμε. Ευτυχώς, που υπήρξαν κι αυτοί στην πορεία του Μάρκες, για τα εκατομμύρια των αναγνωστών που παραμένουμε στοιχειωμένοι από τα φαντάσματα, τις γεύσεις, τις μυρωδιές και τις μαγικές εμπειρίες του Μακόντο, ακριβώς όπως τις ανακαλύψαμε στις σελίδες του βιβλίου του.
Στην προκειμένη περίπτωση η λογοτεχνία έχει αποδείξει τη δύναμη της, δεν κινδυνεύει ούτε από το σινεμά, ούτε από την τηλεόραση. Μένει να φανεί το τι επιπλέον μπορεί να προσφέρει η τηλεόραση κι αν η πρώτη μεταφορά του “100 χρόνια μοναξιά” στην οθόνη, θα μπορέσει να ζωντανέψει το Μακόντο και τον συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία και να γεμίσει τις οθόνες μας με τις κίτρινες πεταλούδες, που ακολουθούν τους αιώνιους εραστές -κι ίσως κάπου, σε ένα άλλο ουτοπικό χωριό, όπου συγχέονται τα όρια ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, ο Μάρκες χαμογελάσει κάτω από τα μουστάκια του...
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.