Αντιδράσεις έχει προκαλέσει η γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Ο Αλέξης Τσίπρας σχολίασε με αιχμηρό τρόπο καλώντας τις Αρχές να τον συλλάβουν, τη στιγμή που αρκετοί καθηγητές και πολιτικοί όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Προκόπης Παυλόπουλος, εξέφρασαν την αντίθεσή τους.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σε νέα ανάρτησή του ανέφερε πως με τη γνωμοδότηση Ντογιάκου «απειλείται ο πυρήνας του Κράτους Δικαίου και των δημοκρατικών ελευθεριών» και κάλεσε τους πολίτες να διαβάσουν τις παρεμβάσεις καθηγητών. Η ανάρτηση του κ. Τσίπρα στο Twitter: «Όσοι δεν καταλαβαίνουν ότι στις μέρες μας απειλείται ο πυρήνας του Κράτους Δικαίου και των δημοκρατικών ελευθεριών, ας διαβάσουν με προσοχή τις σημερινές παρεμβάσεις των καθηγητών Βενιζέλου, Παυλόπουλου, Σωτηρέλη, Καϊδατζή, Κοντιάδη».
Βενιζέλος: Ελπίζω ο Ντογιάκος να την επανεξετάσει
Υπό τον τίτλο Η σχέση εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών - Σεβασμός ή παραβίαση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, ο Ευάγγελος Βενιζέλος σχολιάζει τη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου, για την υπόθεση των παρακολουθήσεων και τα όρια ελέγχου της ΑΑΔΕ. Ο κ. Βενιζέλος, με εκτενή επιστημονική νομική μελέτη που δημοσιεύεται στο ψηφιακό νομικό περιοδικό Constitutionalism.gr, διατυπώνει αναλυτικά νομικά-επιστημονικά επιχειρήματα και εκτενή νομική βιβλιογραφία. Αναφέρει μετάξύ άλλων ότι «η 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ έχει χορηγηθεί καθ' υπέρβαση αρμοδιότητας και θέτει ουσιώδη ζητήματα σεβασμού της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρμοδιότητας των Ανεξάρτητων Αρχών, της κατανομής της δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαιοδοτικών κλάδων και της εσωτερικής ανεξαρτησίας των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών που έχουν επιληφθεί ή θα επιληφθούν διοικητικών διαφορών ή ποινικών υποθέσεων σχετικών με την ιδιωτική εταιρεία που απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα του ΑΠ και έτυχε της γνωμοδοτικής του προσοχής».
Σύμφωνα με τον Ευάγγελο Βενιζέλο «η μήτρα του προβλήματος εντοπίζεται στην αντίληψη που απηχεί η Γνωμοδότηση ως προς τη θεσμική υπόσταση των προβλεπόμενων στο Σύνταγμα πέντε Ανεξάρτητων Αρχών και ιδίως της ΑΔΑΕ. Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις και τις συγκυριακές επιλογές του κοινού νομοθέτη. Αυτό είναι το νόημα και η κανονιστική εισφορά της συνταγματικής κατοχύρωσής τους. Το ίδιο ισχύει και για τις προβλεπόμενες στο Δίκαιο της ΕΕ αρχές, συνήθως ρυθμιστικές όπως η ΕΕΤΤ και η ΡΑΕ, τις οποίες ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να ευνουχίσει ή να απογυμνώσει από τις αρμοδιότητές τους. Κατά μείζονα λόγο, αρχές όπως η ΑΔΑΕ και η ΑΠΔΠΧ που είναι κατοχυρωμένες και κατά το Σύνταγμα και κατά το Δίκαιο της ΕΕ, έχουν την πολυεπίπεδη προστασία που τους προσφέρει το 'επαυξημένο Σύνταγμα».
Προσθέτει ότι η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου «σφάλλει όταν θεωρεί ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να αφαιρέσει ουσιώδεις ελεγκτικές αρμοδιότητες από την Ανεξάρτητη Αρχή, ή πολύ περισσότερο να της απαγορεύσει και μάλιστα με απειλή ποινικών κυρώσεων να ασκεί τη συνταγματική αρμοδιότητά της", περιβάλλοντας ως αποτελεσματική θεσμική εγγύηση το 'απολύτως' απαραβίαστο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β Συν.)». Κάνει λόγο για «το ερμηνευτικό ατόπημα της "σύμφωνης με τον νόμο" ερμηνείας του Συντάγματος που αποπειράται να εξουδετερώσει το εθνικό τυπικό Σύνταγμα αλλά δεν μπορεί να εμφανιστεί ούτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε πολύ περισσότερο ενώπιον του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ».
Επιπλέον, ο Ευάγγελος Βενιζέλος σχολιάζει τις σχέσεις εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών όπου σημειώνει ότι «από την εισαγωγή του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών στο Σύνταγμα με την Αναθεώρηση του 2001 έως σήμερα, οι εισαγγελικές αρχές τις αντιμετώπισαν με δυσπιστία ή και ανοικτή εχθρότητα κι αυτό εκδηλώθηκε ιδίως στο πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν περιορίζουν τις αρμοδιότητες της δικαιοσύνης, αλλά ενισχύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου (άρθρο 25 παρ.1 Συντ.)» και συμπληρώνει: «Στην προκειμένη όμως περίπτωση της Γνωμοδότησης 1/2023, το ζητούμενο δεν είναι να ασκηθεί ο έλεγχος επί της ΕΥΠ και των τηλεπικοινωνιακών παρόχων από την εισαγγελική αρχή στο πλαίσιο ποινικής προδικασίας που ως δικαστική αρμοδιότητα προτάσσεται αυτής της ΑΔΑΕ, αλλά να μη ασκηθεί κανένας απολύτως έλεγχος!».
«Τοποθετείται ακόμη για το εύρος της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών μετά τον πρόσφατο ν. 5002/2022, όπου υποστηρίζει ότι τίθενται φραγμοί στην ΑΔΑΕ, όπως ότι πρέπει να υπάρχουν ειδικές εγγυήσεις και προέβλεψε τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Βουλής, διευρύνοντας μάλιστα την έννοια του πολιτικού προσώπου ώστε να περιλάβει και δημάρχους και περιφερειάρχες. Ο δεύτερος φραγμός είναι η αφαίρεση της σχετικής αρμοδιότητας από την ΑΔΑΕ και η ανάθεσή της σε τριμελή επιτροπή με δυο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Έχω την ελπίδα ότι ένας ευφυής, έμπειρος και εγκρατής νομικός με τη διαδρομή και την ικανότητα αντίστασης στις προσβολές της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που διαθέτει ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θα βρει τη βούληση και το θάρρος να επανεξετάσει τη Γνωμοδότηση. Προσωπικά θα ήμουν πολύ ικανοποιημένος αν διάβαζα ή άκουγα επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι δεν κατανοήθηκε ορθά η γνωμοδότηση και ότι δεν υποστηρίζει θέσεις όπως αυτές που κατέστησαν αντικείμενο της επιστημονικής κριτικής και του νομικού σχολιασμού που προηγήθηκε», καταλήγει ο κ. Βενιζέλος.
ΑΔΑΕ: Η γνωμοδότηση του Ισίδωρου Ντογιάκου
Σύμφωνα με τον Ισίδωρο Ντογιάκο, η ΑΔΑΕ δεν έχει την αρμοδιότητα από την ισχύουσα νομοθεσία να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών που θέλουν να πληροφορηθούν αν υπήρξε παρακολούθηση του τηλεφώνου τους για λόγους εθνικής ασφάλειας, ούτε μπορεί να απευθύνεται για αυτό σε τηλεφωνικούς παρόχους. Στη γνωμοδότησή του, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διευκρινίζει το νομοθετικό πλαίσιο για το πότε επιτρέπεται να πληροφορείται η ΑΔΑΕ ή ενδιαφερόμενοι πολίτες για ενδεχόμενη παρακολούθησή τους από την ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας, κ.λπ. Η 19σέλιδη γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου έρχεται έπειτα από αίτημα του ομίλου ΟΤΕ, που έγινε μετά την επίσκεψη κλιμακίου της ΑΔΑΕ προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπήρξε παρακολούθηση του Γιώργου Κύρτσου και του Τάσου Τέλογλου.
Η ΑΔΑΕ, σημειώνει ο κ. Ντογιάκος, δεν έχει, πλέον, αρμοδιότητα να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών για ενημέρωση σχετικά με παρακολούθησή τους για λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς αυτή η αρμοδιότητα ανήκει πλέον σε τριμελές όργανο, που συγκροτείται από δύο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Παράλληλα, περιγράφει λεπτομερώς τι ορίζει ο πρόσφατος νόμος 5002/2022. «Η ενημέρωση του πολίτη για τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου άρσεως του απορρήτου σε βάρος του για λόγους εθνικής ασφάλειας έχει ανατεθεί πλέον αποκλειστικά στο τριμελές όργανο του άρθρου 4 του νόμου 5002/2022, στο οποίο προεδρεύει εισαγγελικός λειτουργός. Ουδείς άλλος φορέας νομιμοποιείται προς τούτο ούτε και προβλέπεται από τον νόμο άλλος τρόπος ή διαδικασία ενημέρωσης. Η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον αρμοδιότητα για έλεγχο στους παρόχους ώστε να απαντήσει σε θιγόμενο ιδιώτη. Κυριαρχικός είναι ο ρόλος του τριμελούς οργάνου, στο οποίο προεδρεύει εισαγγελικός λειτουργός και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ είναι μέλος», αναφέρει στη γνωμοδότησή του.
Η ΑΔΑΕ δεν χρειάζεται να απευθύνεται σε τηλεφωνικούς παρόχους, καθώς έχει στη διάθεσή της όλες τις διατάξεις για άρση απορρήτου, είτε πρόκειται για παρακολουθήσεις της ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας, είτε για παρακολουθήσεις που διατάσσονται για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση. «Ολόκληρο το κείμενο των διατάξεων και των βουλευμάτων που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου ή απορρίπτουν σχετικό αίτημα, παραδιδόταν αμελλητί στην ΑΔΑΕ και υπό το πρίσμα των διατάξεων του προϊσχύσαντος νόμου 2225 του 1994. Το κείμενο των εν λόγω διατάξεων και βουλευμάτων προβλέπεται και με τη θέση σε ισχύ του νόμου 5002 του 2022 να παραδίδεται και πάλι αμελλητί στην ΑΔΑΕ, σε μη επεξεργάσιμη μορφή με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφάλειας του απορρήτου του περιεχομένου του. Οι διατάξεις και τα βουλεύματα που αποστέλλονται στην ΑΔΑΕ αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία που βρίσκονται σε σύστημα βάσης δεδομένων, όπως προβλέπει ο νόμος», επισημαίνεται σχετικά.
Ο πολίτης, αναφέρει στη γνωμοδότηση ο κ. Ντογιάκος, μπορεί να ζητήσει να ενημερωθεί εάν το τηλεφωνό του έχει παρακολουθηθεί και να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται με σχετική απόφαση του τριμελούς οργάνου, μετά την παρέλευση τριετίας, αν η παρακολούθηση έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση πως από την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον έγινε. Σύμφωνα με τη γνωμοδότησης δεν επιτρέπεται άλλοι πλην του θιγόμενου να ζητήσουν στοιχεία, όπως για παράδειγμα αρχηγός πολιτικού κόμματος ή άλλος πολιτικός παράγοντας. Ήδη εκκρεμεί αίτημα του προέδρου του Αλέξη Τσίπρα προς την ΑΔΑΕ για ενημέρωση. Η ΑΔΑΕ, τονίζει ο κ. Ντογιάκος, δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν- και πριν τον πρόσφατο νόμο που ανέθεσε σε τριμελές όργανο την αρμοδιότητα- καθώς αυτός έχει έχει αναδρομική ισχύ.
Στη γνωμοδότηση αναφέρονται και ποινικές διατάξεις ειδικών νόμων και του Ποινικού Κώδικα, που προβλέπουν ποινές έως και δέκα χρόνια κάθειρξη για όσους παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, μηδέ της ΑΔΑΕ εξαιρουμένης. «Λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος της άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, οι προβλεπόμενες από το ήδη ισχύον νομοθετικό καθεστώς ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της ΑΔΑΕ όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, τα οποία αναφέρονται σαφώς στον νόμο, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης», επισημαίνει σχετικά ο κ. Ντογιάκος.
Τέλος, στη γνωμοδότηση αναφέρει τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, όπως προκύπτουν από τον νόμο του 2003: «Είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στην ΑΔΑΕ "λευκή επιταγή", δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην ΑΔΑΕ η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει τον σκοπό και την αποστολή της που συνίσταται στη διασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών. Ο τρόπος εκπλήρωσης και υλοποίησης της αποστολής της, όμως προβλέπονται από τον νόμο, όπως επίσης οι όροι και η διαδικασία άρσης του απορρήτου. Το Σύνταγμα αν και καθιδρύει τη συγκεκριμένη Αρχή καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της, μολονότι, δε, ανεξάρτητη δεν είναι κανονιστικά αυτόνομη, ούτε legibus solutus, αλλά ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.