H Τουρκία υπήρξε ανέκαθεν ένας δύσκολος γείτονας, αλλά η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια. Από τη δεκαετία του ’70 η Άγκυρα έχει θέσει ή δημιουργήσει αρκετά νέα ζητήματα, επιδιώκοντας την ανατροπή του υφιστάμενου status quo στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, θεωρώντας ότι αυτό ευνοεί τα ελληνικά συμφέροντα και ζημιώνει αντίστοιχα τα τουρκικά. Θέλοντας να αποκαταστήσει αυτή την «αδικία», η Άγκυρα έχει υιοθετήσει μια πολιτική αμφισβήτησης ή παρερμηνείας των διεθνών συνθηκών, ενώ προκαλεί και απειλεί, πιέζοντας για μια συνολική διμερή διαπραγμάτευση από την οποία πιστεύει ότι θα αποκτήσει περισσότερα απ’ όσα της αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο. Η πολιτική αυτή δεν έχει αποδώσει έως σήμερα, αλλά ο ολοένα και πιο σαφής αναθεωρητισμός της έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον εύφορο για θεωρίες και ιδεολογήματα που αποβλέπουν στη διεύρυνση των συνόρων της και την ενίσχυση του «ηγετικού ρόλου» της, με γνωστότερα και πιο πρόσφατα «δείγματα γραφής» τις λεγόμενες «Γκρίζες Ζώνες» (Gri Bölgeler) και τη διαβόητη «Γαλάζια Πατρίδα» (Mavi Vatan).
Διαβάστε ακόμη: Εξοπλιστικό ράλι Ελλάδας - Τουρκίας: Εμείς Belharra κι ο Ερντογάν γεωτρύπανα
Ενθαρρυμένοι από αυτόν τον εθνικιστικό παροξυσμό, ορισμένοι στην Τουρκία επιχειρούν να φανούν «βασιλικότεροι του βασιλέως», διατυπώνοντας και προωθώντας θεωρίες που ακόμα και η αναθεωρητική Άγκυρα διστάζει να υιοθετήσει. Ένα τέτοιο τρανταχτό παράδειγμα είναι η απόπειρα αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας επί της Κρήτης, την οποία διατύπωσε για πρώτη φορά το 2018 ο Τούρκος απόστρατος Ümit Yalım, πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Άμυνας της Τουρκίας. Το Reader επικοινώνησε με τον κ. Yalım, ο οποίος μας ανέπτυξε τη θεωρία του μέσα από 17σέλιδη απάντηση με χάρτες, εικόνες και ...τη δική του ερμηνεία του δικαίου, φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης ανήκει στην Τουρκία (!), άρα η Ελλάδα θα πρέπει να το εκκενώσει. Με δεδομένο ότι οι θεωρίες του κ. Yalım δεν έχουν τύχει επίσημης απάντησης έως σήμερα, ζητήσαμε τη γνώμη και τοποθέτηση ενός ειδικού, του δρα Γιώργου Λιμαντζάκη, τουρκολόγου - διεθνολόγου - ιστορικού. Στο κείμενο που ακολουθεί αντιπαραβάλλαμε τα επιχειρήματα και τις θέσεις των δύο πλευρών, ώστε να προκύψει ένας εικονικός διάλογος με στόχο την πληρέστερη ενημέρωση του κοινού.
«Τα 3/4 της Κρήτης ανήκουν στην Τουρκία και μόνο το 1/4 στην Ελλάδα»
Σύμφωνα με τον κ. Yalım, «Το νομικό καθεστώς του νησιού της Κρήτης καθορίστηκε από τέσσερις συνθήκες, και συγκεκριμένα τη Συνθήκη του Λονδίνου της 30ής Μαΐου 1913, τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου της 10ης Αυγούστου 1913, τη Συνθήκη των Αθηνών της 14ης Νοεμβρίου 1913 και τη Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923. Σύμφωνα με τις συνθήκες αυτές, μόνο το ένα τέταρτο του νησιού της Κρήτης ανήκει στην Ελλάδα. Τα τρία τέταρτα της Κρήτης ανήκουν στη Δημοκρατία της Τουρκίας, οπότε η Ελλάδα θα πρέπει να τα εκκενώσει και αποδώσει στην Τουρκία».
«Ο κ. Yalım ξεκινάει από μια λάθος παραδοχή», σημειώνει ο δρ. Λιμαντζάκης. «Στο Διεθνές Δίκαιο συνήθως δεν χρειάζονται πάνω από μία συνθήκες για να ορίσουν τη μεταβίβαση της κυριαρχίας επί ορισμένου εδάφους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συνθήκη-κλειδί σε ό,τι αφορά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας επί της Κρήτης είναι η Συνθήκη του Λονδίνου (17 / 30 Μαΐου 1913). Σύμφωνα με το Άρθρο 2 αυτής, «Η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών εκχωρεί προς τας Αυτών Μεγαλειότητας τους Συμμάχους Ηγεμόνας πάσας τας επί της Ευρωπαϊκής Ηπείρου εδαφικάς εκτάσεις της Αυτοκρατορίας Αυτού προς δυσμάς γραμμής αρχομένης από της επί του Αιγαίου Πελάγους Αίνου [σήμερα Enez] μέχρι της επί του Ευξείνου Πόντου Μήδειας [Kıyıköy], εξαιρουμένης της Αλβανίας». Με δεδομένο ότι η Κρήτη ήταν οθωμανική κτήση δυτικά της παραπάνω γραμμής, θεωρητικά δεν χρειαζόταν να περιληφθεί ονομαστικά στη Συνθήκη. Παρά ταύτα, με δεδομένο ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες είχαν εκδηλωθεί αρκετές κρίσεις και επαναστάσεις στην Κρήτη ή με αφορμή γεγονότα σε αυτήν, οι Δυνάμεις θεώρησαν δόκιμο να αναφερθεί ονομαστικά, ώστε να εκλείψει κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση σχετικά με το καθεστώς της».
«Στο πλαίσιο αυτό, το Άρθρο 4 της ίδιας Συνθήκης όριζε ότι «Η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών δηλοί ότι εκχωρεί την Νήσον Κρήτην εις τους Συμμάχους Ηγεμόνας και ότι παραιτείται υπέρ Αυτών πάντων των ων εκέκτητο επί της Νήσου ταύτης κυριαρχικών και άλλων δικαιωμάτων». Κατά συνέπεια -και σε πλήρη αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει ο κ. Yalım- η πρόνοια του Άρθρου 4 ορίζει κατά τρόπο απόλυτα σαφή το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας επί της Κρήτης, μετά από δυόμισι περίπου αιώνες (1669-1913). Στην πράξη, η οθωμανική διοίκηση είχε καταλυθεί δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, το φθινόπωρο του 1898, όταν οι Δυνάμεις αποφάσισαν την απομάκρυνση του οθωμανικού στρατού από το νησί. Παράλληλα με τον οθωμανικό στρατό αποχώρησαν χιλιάδες ντόπιοι μουσουλμάνοι, ενώ καταλύθηκαν οι οθωμανικές αρχές και οργανώθηκε μεταβατική διοίκηση (από τις επαναστατικές αρχές και τους ευρωπαίους ναυάρχους), μέχρι την άφιξη του Ύπατου Αρμοστή και τη συγκρότηση των νέων αυτόνομων αρχών». Ο δρ. Λιμαντζάκης υποστηρίζει πως «Η αποσιώπηση των γεγονότων και των περιβάλλουσων συνθηκών από τον κ. Yalım δεν είναι καθόλου τυχαία. Στην καλύτερη περίπτωση, δεν θέλει να αναφερθεί στους μακρόχρονους και αιματηρούς αγώνες των Κρητών για την ελευθερία και την εθνική τους αποκατάσταση επειδή αυτό δεν συνάδει με τη θεωρία του. Στην χειρότερη περίπτωση, τα αγνοεί ή δεν θέλει να μάθει».
«Η Κρήτη ανήκε από κοινού στους Βαλκάνιους συμμάχους - Η Κρήτη δεν ανήκει στην Ελλάδα»
Ο κ. Yalım επίσης υποστηρίζει πως «Μετά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) που υπογράφτηκε μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, του Μαυροβουνίου και της Σερβίας, ορίστηκε ότι η Κρήτη ανήκει στα τέσσερα αυτά κράτη από κοινού και όχι μόνο στην Ελλάδα. Μετά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο υπογράφτηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) μεταξύ της Ρουμανίας, της Ελλάδας, του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία παραιτήθηκε από το ένα τέταρτο που δικαιούνταν από την Κρήτη, αλλά η παραίτηση αυτή δεν έγινε υπέρ της Ελλάδας. Υπό την έννοια αυτή, η Συνθήκη του Βουκουρεστίου επαναβεβαιώνει ότι η Ελλάδα δεν έχει την πλήρη ιδιοκτησία του νησιού της Κρήτης».
Στους ισχυρισμούς αυτούς ο δρ. Λιμαντζάκης απαντά πως «η διατύπωση της Συνθήκης του Λονδίνου ήταν προβληματική, καθώς λόγω αυτής οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι της Ελλάδας έπρεπε να παραιτηθούν από τα δικαιώματα που μπορεί να προέκυπταν με βάση τη Συνθήκη του Λονδίνου, ώστε η Κρήτη να μεταβιβαστεί ασφαλώς και καθ’ ολοκληρία στην Ελλάδα. Το αντίθετο, δηλαδή η συνδιοίκηση ή η «κατανομή» της Κρήτης σε τομείς, όπως αυτούς που σχεδίασε ο κ. Yalım, θα ήταν κάτι αφύσικο -αν όχι παράλογο, καθώς στο νησί δεν υπήρχε κάτοικος που να δηλώνει Βούλγαρος, Σέρβος ή Μαυροβούνιος, και για την ακρίβεια δεν υπήρχαν ούτε προξενικές αρχές των κρατών αυτών! Όπως και να έχει, η Σερβία παραιτήθηκε έμμεσα από κάθε δικαίωμα επί της Κρήτης μόλις δύο μέρες αργότερα, υπογράφοντας την ελληνοσερβική Συνθήκη Φιλίας και Συμμαχίας (19 Μαΐου / 1 Ιουνίου 1913), η οποία αναγνώριζε το υφιστάμενο εδαφικό καθεστώς όπως αυτό είχε διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα της πραγματικής κατοχής των πρώην οθωμανικών εδαφών (αρχή γνωστή ως uti possidetis). Περίπου δύο μήνες αργότερα, η Σερβία παραιτήθηκε επίσημα από κάθε δικαίωμα επί της Κρήτης με συμπληρωματικό πρωτόκολλο που υπέγραψαν οι πρωθυπουργοί Νίκολα Πάσιτς (Nikola Pašić) και Ελευθέριος Βενιζέλος (21 Ιουλίου / 3 Αυγούστου 1913), το Άρθρο 5 του οποίου ανέφερε ότι «Διά της αποδοχής της μεθοριακής γραμμής της περιγραφείσης εις Άρθρον 1 η Σερβία αφίσταται πάσης διεκδικήσεως επί της νήσου Κρήτης».
«Ο κ. Yalım δεν κάνει καμία αναφορά στην παραίτηση της Σερβίας από τα όποια δικαιώματά της επί της Κρήτης, αλλά επικαλείται μόνο τη Βουλγαρία, η οποία δεν ήταν τόσο πρόθυμη να συνεργαστεί, λόγω της διαφωνίας της με την Ελλάδα και τη Σερβία ως προς τη διανομή των τέως οθωμανικών εδαφών στη Μακεδονία. Ως γνωστόν, η διαφωνία αυτή εκτραχύνθηκε στον σύντομο αλλά εξαιρετικά αιματηρό Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο (26 Ιουνίου - 10 Αυγούστου 1913), στο τέλος του οποίου η Βουλγαρία υπέγραψε -ως ηττημένη πλέον- τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913). Το μεγαλύτερο διακύβευμα ήταν φυσικά τα σύνορα στη Μακεδονία, αλλά στο περιθώριο των σχετικών διαβουλεύσεων περιλήφθηκε μια σύντομη πρόνοια στο Άρθρο 5 της Συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο «Συνομολογείται ρητώς ότι η Βουλγαρία παραιτείται στο εξής πάσης επί της Κρήτης αξιώσεως».
Σε ό,τι αφορά τον τρίτο εταίρο της Βαλκανικής Συμμαχίας, το Μαυροβούνιο, ο δρ. Λιμαντζάκης αναφέρει πως «Με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου οι συμβαλλόμενοι θεώρησαν ότι είχαν διευθετήσει οριστικά το ζήτημα, καθώς δεν υπήρχε πια κράτος ή άλλος ενδιαφερόμενος που να αμφισβητεί το εδαφικό καθεστώς που είχε προκύψει. Στο πλαίσιο αυτό, οι Βαλκάνιοι Σύμμαχοι δεν έκριναν σκόπιμο το να παραιτηθεί και το Μαυροβούνιο από τυχόν αξιώσεις επί της Κρήτης -και υπό την έννοια αυτή να εξομοιωθεί έστω και συμβολικά με τον ηττημένο του Β΄ Βαλκανικού, τη Βουλγαρία. Ένας πρόσθετος λόγος για αυτό ήταν ότι το Μαυροβούνιο δεν ήταν επίσημα σύμμαχος της Ελλάδας, καθώς συνδεόταν μόνο έμμεσα με αυτήν μέσω των συμμαχικών δεσμεύσεων που είχε αναλάβει προς τη Βουλγαρία και τη Σερβία (στις 26 Αυγούστου και 2 Οκτωβρίου 1912 αντίστοιχα), ενώ ένας τρίτος λόγος ήταν η πεποίθηση των συμβαλλόμενων ότι το Μαυροβούνιο θα ενωνόταν προσεχώς με τη Σερβία (όπως η Κρήτη με την Ελλάδα), κι έτσι θα έπαυε να υπάρχει ως διεθνές υποκείμενο που θα μπορούσε να εγείρει σχετικό θέμα».
«Σε κάθε περίπτωση», προσθέτει ο δρ. Λιμαντζάκης, «Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, κατά συνέπεια η Συνθήκη αυτή ήταν και θα πρέπει να θεωρείται για αυτήν res inter alios pacta (αντικείμενο συμφωνίας άλλων μερών). Από τη στιγμή που το οθωμανικό κράτος δεν συμμετείχε στη διαμόρφωση της Συνθήκης αυτής ως κανόνα διεθνούς δικαίου, δεν μπορεί να την επικαλεστεί για να θεμελιώσει ή να αποκτήσει οποιαδήποτε δικαιώματα. Κάτι αντίστοιχο προβλέπει και η αρχή pacta tertiis nec nocent nec prosunt (συνθήκη τρίτων δεν δημιουργεί δικαιώματα για τα μη συμβαλλόμενα μέρη). Είναι σαφές ότι ο κ. Yalım δεν είναι νομικός, αλλά όταν επιδεικνύει τέτοιο ζήλο να αναπτύξει νομικές θεωρίες, καλό είναι να γνωρίζει κάποια βασικά πράγματα, ώστε να μην πέφτει συνεχώς σε άτοπα και υποστηρίζει πράγματα αβάσιμα. Ενημερωτικά, οι εκκρεμείς διαφορές μεταξύ Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διευθετήθηκαν με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (29 Σεπτεμβρίου 1913), στην οποία δεν γίνεται καμία αναφορά στην Κρήτη».
«Οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι δεν παραιτήθηκαν υπέρ της Ελλάδας, άρα τα μερίδιά τους επέστρεψαν στο οθωμανικό κράτος, δηλαδή τη σημερινή Τουρκία»
Ο κ. Yalım υποστηρίζει ότι «η παραίτηση της Βουλγαρίας από το ένα τέταρτο της Κρήτης δεν έγινε υπέρ της Ελλάδας» και ότι «η Συνθήκη του Βουκουρεστίου δείχνει ότι η Κρήτη δεν ανήκει μόνο στην Ελλάδα. Εφόσον η παραίτηση δεν έγινε υπέρ της Ελλάδας, ανασχέθηκε η μεταβίβαση της κυριαρχίας επί του νησιού κι έτσι τα μερίδια που ανήκαν στη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο “επιστράφηκαν” στο οθωμανικό κράτος. Εφόσον η Τουρκική Δημοκρατία διαδέχτηκε το οθωμανικό κράτος ως προς όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, τα 3/4 της Κρήτης ανήκουν στην Τουρκία».
Ο δρ. Λιμαντζάκης υποστηρίζει πως αυτή η ερμηνεία δεν έχει καμία βάση στο Διεθνές Δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο η παραίτηση ενός κράτους από την άσκηση κυριαρχίας επί ορισμένου εδάφους δεν γίνεται υπέρ του «προκατόχου» (εν προκειμένω του οθωμανικού κράτους), αλλά υπέρ των άλλων «διαδόχων» που έχουν δικαιώματα επ’ αυτού (εν προκειμένω της Ελλάδας). Σύμφωνα με τον ίδιο, ο κ. Yalım δεν αναφέρει ή φαίνεται να μη γνωρίζει πως «σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, μια συνθήκη μπορούν να την ερμηνεύσουν αυθεντικά μόνο οι ίδιοι οι συμβαλλόμενοι. Με δεδομένο ότι τα κράτη δεν συνηθίζουν να διευκρινίζουν εγγράφως την ερμηνεία των συνθηκών, τείνουμε να θεωρούμε αυθεντική την ερμηνεία που δίνεται με βάση τη συμπεριφορά των συμβαλλόμενων. Υπό την έννοια αυτή, είναι σαφές ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ερμήνευσε τις διεθνείς συνθήκες που σύναψε το 1913 κατά τον ίδιο τρόπο που τις ερμήνευσαν και τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη, για αυτό και δεν διεκδίκησε ξανά την Κρήτη, ούτε αμφισβήτησε την μεταβίβασή της στην Ελλάδα. Αν ο κ. Yalım έχει τεκμήρια που δείχνουν το αντίθετο, δεν έχει παρά να τα δημοσιεύσει».
Ως προς το ζήτημα της διαδοχής, ο δρ. Λιμαντζάκης αναφέρει πως «συνήθως τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κρατών που διαδέχονται ένα κράτος που διαλύεται ή παύει να υπάρχει ορίζονται λεπτομερώς από σχετικές συνθήκες (βλέπε πρώην Γιουγκοσλαβία, Σοβιετική Ένωση), αλλά σε κάθε περίπτωση το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει πως «ανεξαρτήτως του αν το προγενέστερο κράτος εξακολουθεί ή όχι να υφίσταται, κάθε Συνθήκη ισχύουσα κατά το χρονικό σημείο της διαδοχής των κρατών έναντι του συνόλου του εδάφους του προγενέστερου κράτους εξακολουθεί να ισχύει έναντι κάθε διάδοχου κράτους» (Άρθρο 34 της Σύμβασης της Βιέννης του 1978). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου στα ζητήματα διαδοχής κρατών, η Τουρκία δεσμεύεται όχι μόνο να αναγνωρίσει τις διεθνείς συμφωνίες που είχε συνάψει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά να δεχτεί και την ερμηνεία που αυτή έκανε για όσο καιρό υπήρχε».
«Οι Συνθήκες των Αθηνών του 1913 και της Λωζάνης του 1923 επιβεβαιώνουν πως μόνο το ένα τέταρτο της Κρήτης ανήκει στην Ελλάδα»
Σύμφωνα με τον κ. Yalım, «Μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ελλάδα υπέγραψαν τη Συνθήκη των Αθηνών στις 14 Νοεμβρίου 1913. Με αυτήν οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ότι θα εφαρμόσουν τις διατάξεις της Συνθήκης του Λονδίνου της 30ης Μαΐου 1913, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 5. Η αναφορά αυτή επιβεβαιώνει ότι μόνο το ένα τέταρτο της Κρήτης ανήκει στην Ελλάδα». Ο κ. Yalım επίσης υποστηρίζει πως «Με το Άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, επιβεβαιώθηκε ότι το Άρθρο 15 της Συνθήκης των Αθηνών του 1913 θα εφαρμοστεί από τις οκτώ χώρες που ήταν συμβαλλόμενα μέρη».
Ο δρ. Λιμαντζάκης υποστηρίζει σχετικά πως «Ο κύριος λόγος που υπογράφτηκε η Συνθήκη των Αθηνών (1 / 14 Νοεμβρίου 1913) είναι ότι η Συνθήκη του Λονδίνου δεν είχε κυρωθεί, καθώς στο μεταξύ ξέσπασε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος και αναβλήθηκε η αποκατάσταση των σχέσεων των πρώην συμμάχων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο πλαίσιο αυτό, η Συνθήκη των Αθηνών προέβλεπε την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Άρθρο 1) και την επαναφορά σε ισχύ όλων των συνθηκών που είχαν υπογραφεί μεταξύ τους (Άρθρο 2), ενώ όριζε ότι οι κάτοικοι των «Νέων Χωρών» του Βασιλείου της Ελλάδας -μεταξύ των οποίων και η Κρήτη- αποκτούσαν αυτοδίκαια την ελληνική υπηκοότητα, αν και διατηρούσαν το δικαίωμα να επιλέξουν μέσα σε διάστημα τριών ετών την οθωμανική υπηκοότητα, περίπτωση κατά την οποία θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την ελληνική επικράτεια και να εγκατασταθούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Άρθρο 4 και συναφές πρωτόκολλο για τους κατοίκους εξωτερικού).
Ως προς το εδαφικό καθεστώς, το Άρθρο 15 όριζε πως «Τα δύο Υψηλά συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται να τηρήσωσι τας αφορώσας εις Αυτά διατάξεις της εν Λονδίνω Συνθήκης της 30ης Μαΐου 1913, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του Άρθρου 5 της ρηθείσης Συνθήκης». Με το άρθρο αυτό (το Άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου) οι τότε συμβαλλόμενοι «εμπιστεύονταν [στις Δυνάμεις] τη φροντίδα του καθορισμού της τύχης όλων των Οθωμανικών νησιών στη Θάλασσα του Αιγαίου, εξαιρουμένων της Κρήτης και της Χερσονήσου του Άθω». Με άλλα λόγια, οι συμβαλλόμενοι της Συνθήκης των Αθηνών επαναβεβαίωναν ότι οι Δυνάμεις θα αποφάσιζαν για το καθεστώς κυριαρχίας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου (οι οποίες αποφάνθηκαν σχετικά τον Φεβρουάριο του 1914), αλλά διέκριναν από αυτά την Κρήτη, αναγνωρίζοντας ότι είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα».
Ως προς την αναφορά στη Συνθήκη της Λωζάνης, ο δρ. Λιμαντζάκης υποστηρίζει πως «το κείμενο αυτό δεν περιέχει καμία αναφορά στην Κρήτη -έμμεση ή άμεση. Το Άρθρο 12 της Συνθήκης αυτής (24 Ιουλίου 1923) ορίζει πως «Η ληφθείσα απόφασις της 13ης Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των Άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913 […] αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων, ιδία [ειδικότερα] των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης [Λέσβου], Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους», δηλαδή τα Δωδεκάνησα. Η διάταξη αυτή περιλήφθηκε στη Συνθήκη επειδή έως τότε (το 1923) το οθωμανικό κράτος αρνούνταν να συμμορφωθεί στην απόφαση των Δυνάμεων που αναγνώριζε τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ως ελληνικά, εκτός από την Τένεδο, την Ίμβρο και το Καστελόριζο. Στο ίδιο άρθρο οι συμβαλλόμενοι όρισαν πως «Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν επικυριαρχίαν», διάταξη που περιγράφει κατά τρόπο απόλυτα σαφή ποια νησιά ανήκουν στην Τουρκία και ποια όχι.
Κλείνοντας, ο δρ. Λιμαντζάκης αναφέρει πως «Συνέπεια των παραπάνω, είναι σαφές ότι ο κ. Yalım διαβάζει επιλεκτικά, απομονώνει και παρερμηνεύει τα διεθνή κείμενα κατά το δοκούν, προκειμένου να υποστηρίξει όπως μπορεί την αβάσιμη θεωρία του. Σε καμία διεθνή συνθήκη δεν υπάρχει αναφορά σε ένα ή περισσότερα τέταρτα της Κρήτης, όπως αρέσκεται να επαναλαμβάνει, αλλά ούτε και «ανάσχεση» ή «αναστροφή» της μεταβίβασης, ώστε να αποδοθεί η Κρήτη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή την προβαλλόμενη ως διάδοχό της Τουρκία. Το Κρητικό Ζήτημα αναμφισβήτητα απασχόλησε επί δεκαετίες την Ελλάδα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Δυνάμεις, αλλά διευθετήθηκε προσωρινά με την πραγματική αυτονομία το 1898 και οριστικά με την ένωση το 1913. Έκτοτε κανένα κράτος δεν αμφισβήτησε τη μεταβίβαση και προσάρτηση της Κρήτης στην Ελλάδα. Τόσο πριν όσο και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αντιληφθεί πως δεν ήταν σε θέση να διεκδικήσει περιοχές όπου δεν είχε δημογραφικά και γεωγραφικά ερείσματα. Τον ίδιο πραγματισμό έδειξε και η κεμαλική Τουρκία που τη διαδέχτηκε, και την ίδια στάση θα ήταν ωφέλιμο να τηρήσει και η σημερινή Τουρκία».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.