Η φωτιά είναι ό,τι πιο βάναυσο μπορεί να συμβεί σε ένα βουνό. Απέραντες δασικές εκτάσεις γίνονται στάχτη, αμέτρητα θηλαστικά χάνουν τη ζωή τους, ενώ πολλά ακόμη τρέπονται σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους έναν αφιλόξενο τόπο που πρέπει να περάσουν δεκαετίες προκειμένου να αρχίζει να ανακτά και πάλι τις δυνάμεις του.
Μέσα σε όλες αυτές τις απώλειες, λοιπόν, υπάρχουν μερικές που τις περισσότερες φορές μένουν στην αφάνεια. Μιλάμε φυσικά για τις εκατοντάδες χιλιάδες μέλισσες που χάνουν τη ζωή τους και επιφέρουν δραματικές αλλαγές στο οικοσύστημα της εκάστοτε καμένης περιοχής. Και ο τρόπος με τον οποίο πεθαίνουν είναι συνήθως βασανιστικός.
Στην προσπάθειά μας, λοιπόν, να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν οι μέλισσες στην περίπτωση δασικής πυρκαγιάς και τις πιθανότητες που έχουν να επιβιώσουν ύστερα από μια τόσο μεγάλη φυσική καταστροφή, απευθυνθήκαμε στον Αντιπρόεδρο του Συλλόγου Μελισσοκόμων Αττικής, Δρ. Άγγελο Καραγιάννη. Και οι απαντήσεις που μας έδωσε είναι ενδεικτικές.
Η δυσκολία επιβίωσης της μέλισσας μετά την πυρκαγιά
Το πρώτο πράγμα που επεσήμανε είχε να κάνει με αυτές καθ’ αυτές τις μέλισσες: «Πέρα από τις μέλισσες που ζουν στις κυψέλες, υπάρχουν και οι άγριες, που κατοικούν στις κουφάλες δέντρων. Εάν καούν τα δέντρα, τότε καίγονται κι όσες βρίσκονται μέσα σε αυτά» επισημαίνει. Ιδιαίτερα σημαντική είναι, επομένως, η αξία των εκτρεφόμενων, αλλά και των άγριων μελισσών και όλων των άγριων επικονιαστών».
Όπως προσθέτει, «κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τον ακριβή αριθμό των άγριων μελισσών που ζουν ελεύθερες στη φύση. Η μόνη πληροφόρηση που έχουμε σχετίζεται με τις εκτρεφόμενες μέλισσες που διαχειρίζεται ο άνθρωπος σε κυψέλες».
«Κάθε αποικία μελισσών υπολογίζεται πως έχει περίπου 15 με 60 χιλιάδες μέλισσες. Αυτό εξαρτάται, βέβαια, από το μέγεθος της αποικίας και την εποχή. Όπως καταλαβαίνετε, μια αποικία μελισσών είναι ένα συνεκτικό σύνολο. Θα μπορούσαμε να εκλάβουμε τις μέλισσες μιας αποικίας όχι ως μεμονωμένα άτομα, αλλά ως «κύτταρα» ενός οργανισμού. Ουσιαστικά, όλες οι μέλισσες που βρίσκονται σε μια κυψέλη συνιστούν την ολότητα (ζώο). Οπότε, εάν έστω ένα μέρος του πληθυσμού τους πεθάνει κατά την πυρκαγιά, είναι σαν να πληγώνεται ένα θηλαστικό. Σαν να τραυματίζεται έντονα. Μπορεί, λοιπόν, να μην έχει την ικανότητα να επανέλθει» σημειώνει.
«Οι μέλισσες, στην πυρκαγιά, δεν εγκαταλείπουν τη φωλιά τους, γιατί εκεί βρίσκονται τα μωρά τους και το σπίτι τους. Αν η φωτιά περάσει από σημεία που κατοικούν μέλισσες, όλες οι μέλισσες καίγονται και πεθαίνουν. Ακόμη κι αν οι μέλισσες καταφέρουν να επιβιώσουν από τις φλόγες ή τον καπνό, τις περισσότερες φορές είναι καταδικασμένες να πεθάνουν λίγο αργότερα. Η τροφή τους προέρχεται αποκλειστικά από τη φύση. Ζουν με νέκταρ και γύρη λουλουδιών. Δεν μπορούν να φάνε κάτι άλλο. Μετά από αυτή, λοιπόν, βρίσκονται σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, καμένο, χωρίς καμία απολύτως πηγή τροφής».
Την ίδια ώρα, όπως εξηγεί, η ακτίνα δράσης των μελισσών είναι πολύ κοντινή. «Μια μέλισσα θα κινηθεί κυρίως σε μια περιοχή κοντά στη κυψέλη (μερικές εκατοντάδες μέτρα). Μόνο σε περίπτωση ακραίας πείνας θα διανύσει, με μεγάλο κόπο, μια απόσταση ακόμη και ως 5 χιλιομέτρων ή λίγο περισσότερο. Πόσο μακριά μπορεί να πάει; Είναι ένα μικρό έντομο. Αν καεί, λοιπόν, μια έκταση 10 χιλιομέτρων γύρω της, τότε είναι καταδικασμένη να πεθάνει από ασιτία», εξηγεί.
«Οι μέλισσες σταδιακά εξαφανίζονται»
Και κάπου εδώ ανοίγει η συζήτηση σχετικά με το πόσο κακό μπορεί να κάνει στο περιβάλλον, ο θάνατος ενός μεγάλου πληθυσμού μελισσών. Και η απάντησή του είναι αρκετά δυσοίωνη. «Το να χαθεί ένας μεγάλος αριθμός μελισσών είναι κάτι πολύ αρνητικό για τον κόσμο μας. Το αποτέλεσμα αυτού έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα, που είναι το κλειδί για τη ζωή, την ευημερία και τη υγεία ενός οικοσυστήματος. Χωρίς τους επικονιαστές θα έχουμε μείωση στην επάρκεια των τροφίμων, αλλά και ζητήματα ασφάλειας αυτών» εξηγεί. «Επιπλέον, πολλά ζώα και φυτά εξαρτώνται από τις μέλισσες».
Κι όλα αυτά, βέβαια, σε μια περίοδο που παρατηρείται μια όλο και μεγαλύτερη μείωση στον αριθμό των μελισσών παγκοσμίως. «Οι μέλισσες σταδιακά εξαφανίζονται και μειώνονται δραματικά οι πληθυσμοί τους. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας ενός συνδυασμού ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, όπως της αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων, της υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, της αποψίλωσης των δασών, της εκτροφής ζώων και κυρίως βοοειδών, των εντατικών μεθόδων εκμετάλλευσης της γης».
Σύμφωνα με τον ίδιο, έτσι αναδεικνύεται ο σπουδαίος ρόλος των μελισσοκόμων στην Ελλάδα. «Τα δάση μας χρειάζονται τους μελισσοκόμους. Γιατί ο μελισσοκόμος είναι ο καλύτερος φίλος και προστάτης του δάσους. Το δάσος είναι το σπίτι του μελισσοκόμου, αφού εκεί εργάζεται. Η άσκηση της μελισσοκομίας στα δάση έχει σαν αποτέλεσμα την αξιοποίηση από τη μέλισσα των μελισσοκομικών πόρων των δασικών οικοσυστημάτων. Το 80%, περίπου, του μελιού που παράγεται στη χώρα μας, είναι δασόμελο. Οι πυρκαγιές των δασών, έτσι, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μελισσοκομίας, γιατί καταστρέφουν κυψέλες και ζωικό κεφάλαιο, αφενός, και αφετέρου τα δάση, όπου εργάζεται και παράγει η μέλισσα».
Ο μόνος τρόπος, όπως καταλήγει, προκειμένου να προστατέψουμε τη φύση και τις μέλισσες, είναι ο άνθρωπος να σεβαστεί και πάλι το περιβάλλον. «Να ψεκάζει με βιολογικά σκευάσματα, να φυτεύει μελισσοτροφικά φυτά, να υιοθετεί οικολογικές πρακτικές, να προστατεύει τη φύση με κάθε τρόπο και να εφαρμόζει περιβαλλοντικά ήπιες δραστηριότητες. Γιατί, όσο υποβαθμίζεται περαιτέρω το περιβάλλον και χάνονται τα δάση και οι μέλισσες, τόσο η ζωή στον πλανήτη θα απειλείται».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.