«Γνωρίζω πολύ καλά ότι εάν ήμουν ο Όλιβερ Κόλμαν, θα κέρδιζα πολύ περισσότερα απ′ ό,τι κερδίζω», δήλωσε η πρωταγωνίστρια της «Ευνοούμενης» του Γιώργου Λάνθιμου, Ολίβια Κόλμαν, μιλώντας πρόσφατα στην Κριστιάν Αμανπούρ.
«Έχω υπόψη μου μισθολογική διαφορά η οποία είναι 12.000%» πρόσθεσε η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός η οποία έχει πρωταγωνιστήσει σε δεκάδες δημοφιλείς παραγωγές αλλά δυσκολεύεται να αμειφθεί με τα ίδια που αμείβεται ένας άνδρας συνάδελφος της.
Φανταστείτε λοιπόν αν το μισθολογικό χάσμα είναι τέτοιο σε ένα επάγγελμα με τόση δημοτικότητα και προβολή τί γίνεται στις υπόλοιπές επαγγελματικές κατηγορίες.
Παρότι η αρχή της «ίσης αμοιβής για ίση εργασία» θεσμοθετήθηκε το 1957, με τη Συνθήκη τη Ρώμης, το χάσμα αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων παραμένει πεισματικά ευρύ, με μικρές μόνο βελτιώσεις να έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια.
Στην Ελλάδα, τα στοιχεία μόνο ενθαρρυντικά δεν είναι, καθώς ακόμα και αν εκ πρώτης όψεως φαίνεται ένα μικρό κλείσιμο της «ψαλίδας» μεταξύ των αμοιβών ανδρών και γυναικών, το πραγματικό χάσμα εισοδημάτων είναι πολύ μεγαλύτερο εάν λάβει κάποιος υπόψη του το γεγονός ότι πολύ περισσότερες γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης και ότι η ανεργία πλήττει περισσότερο τις γυναίκες.
Παρά τις συνεχείς πιέσεις για ίση αμοιβή, οι γυναίκες εξακολουθούν να κερδίζουν λιγότερα από τους άνδρες σχεδόν σε όλα τα επαγγέλματα, από τις εισαγωγικές θέσεις μέχρι τις διευθυντικές θέσεις, με μόλις το 8,8% των διευθυνόντων συμβούλων που συμπεριλαμβάνονται στην λίστα του περιοδικού Fortune 500, να είναι γυναίκες.
Επιπλέον, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να εργάζονται με πιο συμβατικό ωράριο λόγω των ευθυνών τους εκτός εργασίας, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να αναλαμβάνουν υπερωρίες, ή έξτρα βάρδιες.
Ένα σχεδόν ανήθικο δίλλημα
Εδώ λοιπόν είναι που μπαίνει ένα σχεδόν ανήθικο δίλλημα στην εργαζόμενη γυναίκα, το αφορά την δημιουργία της οικογένειας εις βάρος της επαγγελματικής της ανέλιξης ή το αντίστροφο.
Μια έρευνα έκανε λόγο για «ποινή μητρότητας», την οποία ορίζουν ως το μέσο ποσό κατά το οποίο μειώνεται η πιθανότητα μιας γυναίκας να απασχοληθεί κατά τη διάρκεια των δέκα ετών μετά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού. Κατά μέσο όρο, το 24% των γυναικών εγκαταλείπει την εργασία του κατά τον πρώτο χρόνο μετά τον τοκετό. Πέντε χρόνια μετά, το 17% εξακολουθεί να απέχει από την αγορά εργασίας, ενώ δέκα χρόνια μετά, το ποσοστό πέφτει ελάχιστα, στο 15%.
Σήμερα, πολλές χώρες αναζητούν τρόπους να επαναφέρουν τις μητέρες στην αγορά εργασίας: Βρετανία, Αυστρία, Γερμανία και Ολλανδία σχεδιάζουν να μεταρρυθμίσουν τις κρατικές επιδοτήσεις για τη φροντίδα των παιδιών ή τη γονική άδεια. Ο Καναδάς άρχισε να προσφέρει επιδοτούμενη παιδική φροντίδα. Η Ιαπωνία αναδιαρθρώνει τα φορολογικά κίνητρα για να ωθήσει τις γυναίκες να εργαστούν. Η Ιορδανία έθεσε στόχο να διπλασιάσει τη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό έως το 2033 με την επέκταση των επιδοτήσεων για τη φροντίδα των παιδιών για τις εργαζόμενες μητέρες, ενώ εδώ στην Ελλάδα είμαστε ακόμη σε φάση «ψυχανεμισμού» του προβλήματος.
Σύμφωνα, πάντως, με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, με τον τρέχοντα ρυθμό, θα χρειαστούν άλλα 170 χρόνια για να κλείσει το οικονομικό χάσμα μεταξύ των φύλων, παγκοσμίως, χρόνο που δεν έχουμε!
* Η Σοφία Κατσίγιαννη είναι Πρόεδρος της κοινωνικής οργάνωσης «Είμαστε Ένα», Διδάκτωρ Νομικής Αθηνών
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.