Αν η εισαγωγική σκηνή των «Πανθέων» έμπαινε αυτόνομη σαν κουίζ τύπου «βρείτε από ποια σειρά προέρχεται», οι πιθανότητες να σκεφτούμε τους «Πανθέους» θα ήταν ελάχιστες!
Στη σκηνή, μια γυναίκα του 1890, που μόλις έχει δει τον άντρα της να την απατά, τρέχει με ξέπλεκα μαλλιά και λευκό φόρεμα -σαν φάντασμα- μέσα στο σκοτεινό δάσος, ενώ γύρω της λυσσομανούν οι κεραυνοί (κι ενώ ο άντρας της που είχε τρέξει πίσω της στα δύο μέτρα, έχει -περιέργως- εξαφανιστεί).
Η λευκοντυμένη πέφτει κάτω κι αρχίζει να τον καταριέται, ουρλιάζοντας προς τον ουρανό στο φως των αστραπών. Στο Γραμματικό του 1889 ήμασταν ή στο Σάλεμς Λοτ του Στίβεν Κινγκ;
Αν κάτι ξένισε στην πρεμιέρα των «Πανθέων» ήταν αυτή η μικρή εμμονή στο μεταφυσικό, που κυριάρχησε στην εισαγωγική σκηνή, αλλά και σε όλες τις σκηνές του -υπέροχου- Γιώργου Κωνσταντίνου -ο οποίος μιλούσε σε ένα φάντασμα και σε άλλα πνεύματα κι αναφερόταν διαρκώς στην Κόλαση.
Οι Πανθέοι: Η πρεμιέρα πέτυχε τον στόχο της
Από εκεί και πέρα, η πρεμιέρα πέτυχε τον στόχο της, δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις, που κάνουν τον τηλεθεατή να θέλει να δει κι άλλα επεισόδια της σειράς.
Το στοίχημα της μεταφοράς μιας άλλης εποχής μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης, που είναι το θεμελιώδες για μια σειρά εποχής, επετεύχθη σε μεγάλο βαθμό. Το πρώτο επεισόδιο σε έβαζε στην Αθήνα του ‘30. Τα σκηνικά και τα κοστούμια σε ταξίδευαν στο σπίτι μιας μεγαλοαστικής οικογένειας της εποχής, με χαρακτήρες ζωντανούς και διακριτούς από το πρώτο επεισόδιο.
Δεν ένιωθες ότι βλέπεις σκηνικό, αλλά ένα πραγματικό σπίτι της εποχής εκείνης, με ξύλινα πατώματα και βαριά έπιπλα. Κι αν ψάξουμε για ανακρίβειες, μικρή ιστορική αστοχία, είναι ίσως η αναφορά στην ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος», η οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν ήρθε στην Ελλάδα το 1939 (χρονιά εξέλιξης του πρώτου επεισοδίου), αλλά ένα χρόνο αργότερα.
Η πλοκή άρχισε να εξελίσσεται από το πρώτο κιόλας επεισόδιο, στο οποίο κυρίαρχο γεγονός ήταν ο θάνατος του πατέρα της οικογένειας, τον οποίο υποδύθηκε με καθηλωτικό τρόπο ο Γιώργος Κωνσταντίνου, η επιστροφή στο σπίτι του νιόπαντρου γιου μαζί με μια γυναίκα πολύ νεότερη του (η παρουσία της οποίας ενοχλεί πολλά μέλη της οικογένειας) όπως και η γνωριμία της με τον ζωγράφο ανιψιό του, ο οποίος πριν μάθει καν ποια είναι, δείχνει γοητευμένος από την παρουσία της. Για πρώτο επεισόδιο γνωριμίας με την εποχή και τα πρόσωπα, η πλοκή, ήταν «χορταστική» κι... έκλεινε το μάτι για μια ακόμα πιο γεμάτη συνέχεια.
Στα θετικά της σειράς, με βάση πάντα την πρεμιέρα και μόνο, οι ερμηνείες των ηθοποιών. Για τον “πάτερ φαμίλια” Γιώργο Κωνσταντίνου τα είπαμε, τι να πρωτοπούμε για τον Αιμίλιο Χειλάκη που μπορεί εύκολα να εναλλάσσεται από ένα ρόλο εξαιρετικά κακού (όπως αυτός στις “Άγριες μέλισσες”), στον ρόλο του ερωτευμένου συζύγου.
Ο βραβευμένος με βραβείο Χορν, Μιχάλης Σαράντης ζωντάνεψε την μποέμικη γοητεία του Κίτσου (με φοβερά βελούδινη φωνή, που συναγωνίζεται μέχρι και τη φοβερή φωνή του Χειλάκη), ενώ η πρωτοεμφανιζόμενη στην ελληνική τηλεόραση Μελία Κρέιλινγκ στάθηκε η ιδανική Μάρμω, μια γυναίκα ονομαστής καλλονής κι ακαταμάχητης γοητείας.
Ανεξαιρέτως όλοι οι ηθοποιοί, στάθηκαν αντάξιοι των ρόλων τους κι έδωσαν στίγμα χαρακτήρα. Από τον Θανάση Κουρλαμπά, ο οποίος επέστρεψε σε ρόλους «κακού», μέχρι την Κόρα Καρβούνη, η οποία στη μικρή συμμετοχή της στην πρεμιέρα, μας μάγεψε με τη φυσικότητα με την οποία παίζει (όπως έκανε και στο «Αυτή η νύχτα μένει»).
Ιδιαίτερη μνεία, βεβαίως, αξίζει και στην Κάτια Δανδουλάκη, η οποία στους «Πανθέους» της ΕΡΤ, 47 χρόνια πριν ήταν η Μάρμω και στη νέα σειρά, είναι η σκληρή και άτεγκτη αδερφή του συζύγου της, που δεν θέλει ούτε να τη βλέπει.
Στο δια ταύτα, οι «Πανθέοι», αν και δεν έκαναν τη διαφορά στα ποσοστά τηλεθέασης της πρεμιέρας (15% στο δυναμικό, 16,3% στο σύνολο), έδειξαν ότι η ελληνική τηλεοπτική μυθοπλασία μπορεί να σταθεί αντάξια -και καλύτερη- των ξένων σειρών που βλέπουμε σε συνδρομητικές πλατφόρμες. Αρκεί να το θέλει.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.