Τον θάνατο του πρώην σταρ του αμερικανικού ποδοσφαίρου και ηθοποιού Ο. Τζ. Σίμπσον, σε ηλικία 76 ετών, σχολίασε η Κέιτλιν Τζένερ στο Twitter, γράφοντας «καλά ξεκουμπίδια» («Good Riddance»).
Η 74χρονη Κέιτλιν Τζένερ ήταν παντρεμένη με την Κρις Τζένερ όταν η τελευταία με την καλύτερη φίλη της Νικόλ Μπράουν, πρώην σύζυγο του Σίμπσον, δολοφονήθηκαν άγρια μαζί με τον Ρον Γκόλντμαν στο Λος Άντζελες.
Ο πρώην σύζυγος της Kris, Robert Kardashian, εκπροσώπησε τον OJ στη δίκη για τη δολοφονία του - μια απόφαση που διέλυσε τους Kardashians και στοιχειώνει την οικογένεια για δεκαετίες.
Ο OJ αθωώθηκε για τη δολοφονία, παρά το πλήθος των στοιχείων εναντίον του και την απόλυτη πεποίθηση των φίλων της Νικόλ ότι ήταν υπεύθυνος για το θάνατό τους.
Στην αυτοβιογραφία της Κέιτλιν, «The Secrets Of My Life» («Τα μυστικά της ζωής μου»), σχολίασε καυστικά τον πρώην αστέρα του NFL.
Ο παλαίμαχος σταρ του NFL απέφυγε το 1995 την καταδίκη για τη δολοφονία της πρώην συζύγου του, Νικόλ Μπράουν, και του φίλου της, Ρόναλντ Γκόλντμαν.
Δεν γλίτωσε, όμως, την «ταμπέλα» της αμφιβολίας ή της παραβατικής συμπεριφοράς. Στις 5 Δεκεμβρίου 2008 καταδικάστηκε σε φυλάκιση για 33 χρόνια, ως ένοχος για απαγωγή και ένοπλη ληστεία τον Σεπτέμβριο του 2007, στο Λας Βέγκας.
Ο Σίμπσον φέρεται να πάλευε με τον καρκίνο του προστάτη τα τελευταία χρόνια και η υγεία του χειροτέρεψε το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Η δίκη του αιώνα που άλλαξε το δικονομικό σύστημα των ΗΠΑ
Η Δίκη του O.J. Simpson, επισήμως «Ο Λαός της Πολιτείας της Καλιφόρνια εναντίον του Όρενθαλ Τζέιμς Σίμπσον» ήταν ποινική δίκη στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κομητείας του Λος Άντζελες που ξεκίνησε το 1994, στην οποία ο O.J.Simpson, δικάστηκε και αθωώθηκε για τη διπλή δολοφονία της πρώην συζύγου του, Νικόλ Μπράουν Σίμπσον και του εραστής της Ρόναλντ Γκόλντμαν.
Το ζευγάρι μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου έξω από στη γειτονιά Brentwood του Λος Άντζελες τη νύχτα της 12ης Ιουνίου 1994. Οι αστυνομικοί κατέληξαν στον σταρ του NFL μετά από ενδελεχή έρευνα και αφού ανακάλυψαν πως η Νικόλ τον είχε μηνύσει καταγγέλλοντας πως την είχε κλωτσήσει και της έλεγε «θα σε σκοτώσω».
Μάλιστα, κάτοικος της περιοχής είχε πει πως είδε τον Σίμπσον την ημέρα της διπλής δολοφονίας ενώ πωλητής ισχυρίστηκε πως πούλησε τον αθλητή μαχαίρι 15 εκατοστών, τρεις εβδομάδες πριν βρεθεί το ζευγάρι νεκρό. Ωστόσο οι μάρτυρες αποσύρθηκαν επειδή πούλησαν τις μαρτυρίες τους σε εφημερίδες.
Μετά από ανάκριση από αστυνομικούς ντετέκτιβ, ο Σίμπσον κατηγορήθηκε επισήμως για τις δολοφονίες στις 17 Ιουνίου, αφού οι ερευνητές βρήκαν ένα αιματοβαμμένο γάντι στην κατοχή του.
Αφού δεν παραδόθηκε στον συμφωνημένο χρόνο, έγινε αντικείμενο καταδίωξης χαμηλής ταχύτητας με ένα λευκό SUV Ford Bronco του 1993 που ανήκε και οδηγούσε ο φίλος του, Αλ Κόουλινγκς.
Τα δίκτυα διέκοψαν την κάλυψη των τελικών του NBA του 1994 για να μεταδώσουν ζωντανά την καταδίωξη, την οποίαν παρακολούθησαν περίπου 95 εκατομμύρια άνθρωποι. Η καταδίωξη και η σύλληψη του Σίμπσον αργότερα την ίδια μέρα ήταν από τα γεγονότα με τη μεγαλύτερη δημοσιότητα στην αμερικανική ιστορία.
Το 1995, η δίκη μεταδόθηκε τηλεοπτικά για 134 μέρες. Η κατηγορούσα αρχή επέλεξε να μη ζητήσει θανατική ποινή και να πάει σε ισόβια. Η έκθεση στην τηλεόραση έκανε διάσημους πολλούς από τους εμπλεκόμενους. Εκτιμάται, μάλιστα, πως 100 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως σταμάτησαν ότι έκαναν για να ακούσουν την απόφαση του δικαστηρίου.
Οι κατήγοροι παρουσίασαν σειρά ειδικών μαρτύρων σχετικά με αποτυπώματα DNA, αίμα και ανάλυση ιχνών παπουτσιών, με σκοπό να αποδείξουν ότι ο Σίμπσον βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος.
Πρακτικά επεδίωκαν να αποδείξουν πως η Νικόλ ήταν θύμα κακοποίησης και μάλιστα παρουσίασαν τηλεφωνήματά της στην αστυνομία, στα οποία ζητούσε βοήθεια.
Από την πλευρά του ο αθλητής προσέλαβε επτά δικηγόρους, αρκετά ισχυρούς και με υψηλό προφίλ στον χώρο. Λέγεται, ότι η αμοιβή τους κόστισε 3-6 εκατομμύρια δολάρια.
Η υπερασπιστική γραμμή στηρίχτηκε στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Εκτελεστές προσελήφθησαν από εμπόρους ναρκωτικών για να δολοφονήσουν τα θύματα, διότι η φίλη της Νικόλ, Faye Fuhrman, δεν είχε πληρώσει για τα ναρκωτικά.
Οι δικηγόροι επικεντρώθηκαν στο να μετατρέψουν την υπόθεση ποινικού δικαίου σε φυλετικό ζήτημα και τα κατάφεραν. Σε αυτό τους βοήθησε και το ποινικό μητρώο των αστυνομικών του Λος Άντζελες που είχαν κατηγορηθεί για μεροληψία εις βάρος Αφροαμερικανών.
Με κεντρικό πρόσωπο τον δικηγόρο Τζόνι Κόχραν Τζούνιορ, κινητοποιήθηκε η αφροαμερικανική κοινότητα για να φανεί ο Σίμπσον ως ακόμη ένα θύμα του «λευκού» συστήματος.
Πέρα από το να μετατοπίσουν το κέντρο βάρους και να κάνει τους αστυνομικούς που χειρίστηκαν την υπόθεση να φαίνονται ρατσιστές, οι δικηγόροι του Σίμπσον ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στην επιλογή των μαρτύρων, ενώ παράλληλα φρόντισαν ώστε να μετατρέπουν συχνά σε «τσίρκο» την ακροαματική διαδικασία, υπό την ανοχή της έδρας, με την περίφημη σκηνή με τα γάντια. Ο Σίμπσον δοκίμασε βιαστικά τα γάντια και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα αναφώνησε «They don’t fit».
Στην αγόρευσή του αργότερα, στο κλείσιμο της δίκης, ο Τζόνι Κόχραν, γνωρίζοντας πώς λειτουργεί το σύστημα, πάτησε πάνω σε αυτό και απευθυνόμενος στο σώμα των ενόρκων είπε το ιστορικό πια «If it doesn’t fit, you must acquit». Δηλαδή, «αν δεν ταιριάζει, πρέπει να τον απαλλάξατε».
Την 3η Οκτωβρίου 1995, στις 10 π.μ., οι ένορκοι έφτασαν σε απόφαση: Ο Σίμπσον ήταν αθώος.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.