Ως σοβαρή εξέλιξη για τα εθνικά μας συμφέροντα, η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά και να αναληφθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από την Ομογένεια στις ΗΠΑ, κρίνεται η παρέμβαση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών προς το Κογκρέσο υπέρ της πώλησης 40 μαχητικών αεροσκαφών F-16 Block 70/72 στην Τουρκία. Η θετική εισήγηση της κυβέρνησης Μπάιντεν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και η προοπτική υλοποίησης του εν καιρώ, χωρίς να υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, θα δημιουργούσε νέα δεδομένα στους μελλοντικούς συσχετισμούς δυνάμεων στην περιοχή μας.
Η Αγκυρα μέσω αυτής της προμήθειας και της παράλληλης αναβάθμισης συνολικά 80 F-16 παλαιότερης γενιάς στην έκδοση Viper στοχεύει να ισοσκελίσει στο τέλος της τρέχουσας δεκαετίας την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της Πολεμικής Αεροπορίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο όταν θα ενταχθούν και τα 24 γαλλικά Rafale στις τάξεις της και θα ολοκληρωθεί το πρόγραμμα της αναβάθμισης 83 F-16 σε Viper, το οποίο ήδη «τρέχει».
Η επιστολή προς το Κογκρέσο, που φέρει την υπογραφή της τουρκικής καταγωγής υψηλόβαθμης αξιωματούχου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Ναζ Ντουράκογλου, φυσικά και έχει την προφανή σημασία της καθώς σηματοδοτεί μία διαφαινόμενη αλλαγή στάσης της Ουάσινγκτον προς τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η έκταση της οποίας μένει να αποκαλυφθεί στο προσεχές μέλλον. Βέβαια, παρά την πανηγυρική υποδοχή του εγγράφου αυτού στη γείτονα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως η πώληση αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού περνάει αποκλειστικά από το Κογκρέσο, το οποίο έχει διακηρύξει επανειλημμένα την αντίθεση του σε μία τέτοια προοπτική δεδομένου ότι η Τουρκία συνεχίζει να κατέχει το ρωσικό πυραυλικό σύστημα S-400, για το οποίο της έχουν επιβληθεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ με σπουδαιότερη την αποβολή της από το πρόγραμμα του stealth μαχητικού F-35.
Η κίνηση της Ουάσινγκτον να ανάψει σε πρώτη φάση το «πράσινο φως» για την πώληση της πλέον προηγμένης έκδοσης του F-16 στην Τουρκία ουσιαστικά κρατά ανοιχτό το παράθυρο της Δύσης στην Αγκυρα δίνοντας μία διέξοδο στον Τούρκο πρόεδρο, ο οποίος δεν θα μπορεί επί μακρόν να διακηρύσσει την ουδετερότητά του και θα πρέπει να επιλέξει ξεκάθαρα στρατόπεδο μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Αλλωστε, παρά τα όσα έχει πράξει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, τα οποία θα ήταν ουτοπικό αν όχι αφελές για τον ίδιο να θεωρεί ότι τα έχουν ξεχάσει οι Αμερικανοί, η Ουάσινγκτον ποτέ δεν έκρυψε τη σταθερή θέση της να κρατήσει τη γείτονα προσδεδεμένη στο άρμα της.
Η απάντηση του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ για την εξέλιξη αυτή στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, όπως διατυπώθηκε κατά την παρουσία του στην άσκηση «ΩΡΙΩΝ 2022», επιβεβαιώνει ότι η προσήλωση της Τουρκίας στη Δύση αποτελεί στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, που όμως δεν επηρεάζει, κατά τον ίδιο, τις εξαιρετικές και διαρκώς εξελισσόμενες ελληνοαμερικανικές στρατιωτικές σχέσεις. «Το συμφέρον των ΗΠΑ είναι να παραμείνει η Τουρκία στη Δύση, όπως και η Ελλάδα. Η στρατιωτική σχέση των ΗΠΑ με την Ελλάδα έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Η Ελλάδα περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα για τα F-35».
Σύμφωνα λοιπόν με το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, η θετική ανταπόκριση στο αίτημα, που υπέβαλε η Αγκυρα τον περασμένο Οκτώβριο, θα ήταν σύμφωνη με τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και θα εξυπηρετούσε επίσης τη μακροπρόθεσμη ενότητα του ΝΑΤΟ. Εως τη σύνταξη και την αποστολή της συγκεκριμένης επιστολής προς το Κογκρέσο η αμερικανική πλευρά αλλά και ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διαμήνυε προς τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, απαντώντας στα επίμονα αιτήματά του, πως η αποδέσμευση των οπλικών συστημάτων δεν είναι απόφαση του Λευκού Οίκου αλλά πρέπει να ακολουθηθεί η τυπική διαδικασία, που προβλέπεται στην αμερικανική νομοθεσία. Η πραγματικότητα αυτή φυσικά και εξακολουθεί να υφίσταται παρά τη θετική στάση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ καθώς το Κογκρέσο θα είναι αυτό, που θα «ξεκλειδώσει» ή όχι την πώληση νέων F-16 στην Τουρκία, καθώς καμία συμφωνία δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την τελική έγκριση του.
Στο πλαίσιο αυτό, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών παρουσιάζοντας τη θέση του για την πώληση αεροσκαφών στην Αγκυρα αφού υπενθυμίζει στο Κογκρέσο τις κυρώσεις και την απομάκρυνση της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 λόγω της αγοράς των ρωσικών συστημάτων S-400 επικαλείται «επιτακτικά μακροπρόθεσμα συμφέροντα ενότητας και ικανότητας της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, καθώς και τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, οικονομικά και εμπορικά που υποστηρίζονται από τους κατάλληλους αμυντικούς εμπορικούς δεσμούς των ΗΠΑ με την Τουρκία». Η επιστολή, που υπογράφει η Ναζ Ντουράκογλου, απαντά στην προ διμήνου επιστολή-καταπέλτη περισσότερων από 50 Αμερικανών βουλευτών προς τον υπουργό Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, με την οποία καλούσαν τα υπουργεία Αμυνας και Εξωτερικών να εμποδίσουν την πώληση αεροσκαφών F-16 Block 70/72 στην Τουρκία και την αναβάθμιση 80 μαχητικών αυτού του τύπου της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. «Σας προτρέπουμε έντονα να απορρίψετε το αίτημα της Τουρκίας για νέα F-16 και κιτ εκσυγχρονισμού και να λάβετε άμεσα μέτρα για να θέσετε το καθεστώς Ερντογάν προ των ευθυνών του», τόνιζαν οι βουλευτές, προσθέτοντας: «Οι ΗΠΑ δεν πρέπει να παράσχουν περαιτέρω υποστήριξη στον τουρκικό στρατό μέχρι ο πρόεδρος Ερντογάν να λάβει απτά μέτρα για να σταματήσει τις αποσταθεροποιητικές του ενέργειες και τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αυτά δείχνουν ότι δεν θα αλλάξει τη συμπεριφορά του μέχρι οι ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν όλα τα διπλωματικά τους εργαλεία, συμπεριλαμβανομένων των στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων».
Τον Νοέμβριο του 2021 ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών είχε γίνει αποδέκτης μίας ακόμα επιστολής 41μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών, οι οποίοι του ζητούσαν να μη γίνει αποδεκτό το αίτημα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την προμήθεια F-16. «Μοιραζόμαστε τον κοινό στόχο για μια Τουρκία που θα έχει τις ρίζες της στη Δύση, αλλά δεν θα επιτύχουμε αυτόν τον στόχο εάν η κυβέρνηση Ερντογάν παραβιάσει τη νομοθεσία των ΗΠΑ και των προτύπων της συμμαχίας του ΝΑΤΟ»,», αναφερόταν στην επιστολή.
Οπως σημείωναν οι Αμερικανοί βουλευτές την περίοδο εκείνη, «λιγότερο από ένα χρόνο από την επιβολή αυτών των κυρώσεων CAATSA στην Τουρκία, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει καταστήσει σαφές ότι δεν έχει καμία πρόθεση να συμμορφωθεί με τη νομοθεσία των ΗΠΑ ή να αντιμετωπίσει τις υποκείμενες συνθήκες που οδήγησαν στην απόρριψή της από το πρόγραμμα F-35. Μάλιστα, τον Σεπτέμβριο, ο Πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε την πρόθεσή του να αγοράσει επιπλέον S-400».
Οι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί βουλευτές δεν ξεχνούν ότι από το 2017 και επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ το Κογκρέσο είχε υιοθετήσει τον νόμο για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων (CAATSA) με την Τουρκία να μην πτοείται και να προχωρά στις 29 Δεκεμβρίου της χρονιάς εκείνης στην υπογραφή της συμφωνίας αγοράς από τη Ρωσία του συστήματος S-400. Παρά την πρόθεση της Ουάσινγκτον να επιλυθεί το θέμα με την ασύμβατη προς το ΝΑΤΟ προμήθεια της Τουρκίας ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε καμία φάση των 3 χρόνων, που μεσολάβησαν δεν έδειξε την παραμικρή διάθεση συνεργασίας με αποτέλεσμα την αποβολή της χώρας του από το πρόγραμμα F-35 και το πάγωμα στις αγορές αμερικανικών όπλων από το Κογκρέσο. Με τους S-400 να παραμένουν επί τουρκικού εδάφους, οι γραφειοκράτες του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών θα πρέπει να επιστρατεύσουν πειστικά επιχειρήματα, που θα απαντούν στις διατυπωμένες ανησυχίες του Πενταγώνου, για να πείσουν το Κογκρέσο να προχωρήσει στην αποδέσμευση προηγμένων F-16 στην Τουρκία.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.