Ο θάνατος των τριών παιδιών στην Πάτρα πήρε πλέον άλλη διάσταση, μετά τη σύλληψη της Ρούλας Πισπιρίκου για την υπόθεση της 9χρονης Τζωρτζίνας, ωστόσο η διερεύνηση του αιφνίδιου παιδικού θανάτου είναι μία περίπλοκη διαδικασία, που δεν απασχολεί μόνο τις αρμόδιες υπηρεσίες της χώρας μας. Είναι ενδεικτικό πώς κάθε χρόνο στη Μεγάλη Βρετανία καταγράφονται περίπου 230 θάνατοι βρεφών και νηπίων, οι οποίοι, παρά την έρευνα, παραμένουν ανεξήγητοι ενώ υπολογίζεται ότι έως και 84 θάνατοι παιδιών, που θεωρούνται αιφνίδιοι, είναι πιθανή δολοφονία. Τη μεγάλη πρόκληση εξιχνίασης των ύποπτων θανάτων παιδιών καλείται να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικό τρόπο η βρετανική αστυνομία με τους έμπειρους επιθεωρητές της Scotland Yard σε συνεργασία με διακεκριμένους εγκληματολόγους να έχουν εντοπίσει τις ιδιαιτερότητες αυτών των υποθέσεων ακολουθώντας συγκεκριμένες πρακτικές.
Η μελέτη της Scotland Yard για τους θανάτους των παιδιών
Στο πλαίσιο αυτό, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη, που παρουσιάζει το Reader.gr, του επίκουρου καθηγητή Αστυνομικών Σπουδών του πανεπιστημίου Πόρτσμουθ Τζον Φοξ με θέμα «Αστυνομική πρακτική σε περιπτώσεις αιφνίδιου και απροσδόκητου παιδικού θανάτου στην Αγγλία και την Ουαλία». Ο Βρετανός εγκληματολόγος υπήρξε και ο ίδιος ανώτερος αστυνομικός ερευνητής, καθηγητής του κολεγίου της Αστυνομίας στον τομέα των ανθρωποκτονιών ενώ είναι μέλος της βρετανικής ομάδας εργασίας για την Αστυνόμευση του Παιδικού Θανάτου.
Η μελέτη βασίστηκε σε συνεντεύξεις ανώτερων στελεχών της αστυνομίας, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εξιχνίαση υποθέσεων εγκλημάτων κατά παιδιών, αλλά και ιατροδικαστών με στόχο να διαπιστωθεί εάν υπάρχει ερευνητικό έλλειμμα στις πιθανές ανθρωποκτονίες παιδιών συγκριτικά με ανθρωποκτονίες ενηλίκων, που τελούνται εντός της κατοικίας. Η πλειονότητα των παιδικών θανάτων, που οφείλονται σε φυσικά αίτια, ασθένειες ή γενετικούς παράγοντες συχνά εντοπίζεται εύκολα και γρήγορα. Ειδικά για τα βρέφη, δηλαδή τα παιδιά κάτω του 1 έτους, το Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου θεωρείται η πιο πιθανή αιτία στις περισσότερες περιπτώσεις.
Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Βρετανός εγκληματολόγος, το Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου δεν αποτελεί διάγνωση αλλά αντίθετα είναι ενδεχόμενο να είναι ένας τρόπος να μην υπάρχει το στίγμα και το αίσθημα ενοχής εφόρου ζωής για τους συντετριμμένους γονείς. Στο πλαίσιο αυτό, κατατάσσεται στο πεδίο των εικασιών, η πρόταση της «Υπόθεσης Τριπλού Κινδύνου» για να ερμηνευτούν οι βρεφικοί θάνατοι. Δηλαδή βρεφών, των οποίων η φυσιολογική ανάπτυξη είναι ελαφρώς πίσω, έχουν κάποιες μη σοβαρές παθήσεις, όπως μια μικρή λοίμωξη, και δε ζουν στις καλύτερες συνθήκες, όπως σε ένα σπίτι όπου οι άνθρωποι καπνίζουν.
Είναι ευρέως αποδεκτό στη Βρετανία ότι εντός του αριθμού των περιπτώσεων, που όλα αυτά τα χρόνια έχουν ταξινομηθεί ως Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου (SIDS) ή Αιφνίδιου Απροσδόκητου Θανάτου στην παιδική ηλικία (SUDC), ένα άγνωστο ποσοστό στην πραγματικότητα οφείλεται σε κακομεταχείριση ή εσκεμμένη πρόκληση σωματικής βλάβης. Αυτές οι περιπτώσεις ανθρωποκτονίας μπορεί να παραμείνουν ανεξιχνίαστες λόγω της αποτυχίας των παιδιάτρων ή των ιατροδικαστών να παρατηρήσουν λεπτές σωματικές ενδείξεις ότι ένα παιδί έχει υποστεί κακομεταχείριση αλλά και λόγω εσφαλμένης αστυνομικής έρευνας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, το ποσοστό των καταγεγραμμένων περιπτώσεων Συνδρόμου Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου, που είναι ανεξιχνίαστες δολοφονίες ή κακομεταχείριση και παραμέληση είναι της τάξης του 10% - 20%.
Ειδικά στην Αγγλία και την Ουαλία ο αριθμός των πιθανών ανθρωποκτονιών παιδιών προσδιορίζεται μεταξύ 69 και 84 κάθε χρόνο. Στην κατηγορία αυτή οι Βρετανοί επιστήμονες εντάσσουν και την εσκεμμένη ασφυξία ενός μωρού, που, όπως υποστηρίζουν, σπάνια αφήνει σωματικά σημάδια. Oπως έχει διαπιστωθεί από τους επιθεωρητές της Scotland Yard σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και η πιο εμπεριστατωμένη επαγγελματική έρευνα από αστυνομικούς και γιατρούς ενδέχεται να αποτύχει να αναγνωρίσει ότι έχει τελεστεί το έγκλημα.
Καθοριστική η συμβολή της Αστυνομίας για τους ύποπτους θανάτους των παιδιών
Στο μεταξύ, αναφορικά με τη διερεύνηση των ύποπτων θανάτων παιδιών άνω του 1 έτους, η συμβολή της αστυνομίας θεωρείται καθοριστική καθώς η ανίχνευση μιας ασθένειας ή μιας γενετικής πάθησης είναι επιστημονική διαδικασία με βεβαιότητα ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Και αυτό γιατί οι συνέπειες της αποτυχίας των αστυνομικών αρχών να εντοπίσουν ότι ένα παιδί έχει δολοφονηθεί έχει μεγάλη σημασία, όχι μόνο για την απόδοση δικαιοσύνης αλλά, ίσως περισσότερο, για να διασφαλιστεί η προστασία εν ζωή αδελφών ή και αδελφών, που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.
Είναι κοινός τόπος μεταξύ των Βρετανών εγκληματολόγων πώς η εξιχνίαση ενός σημαντικού αριθμού ανθρωποκτονιών ενηλίκων ουσιαστικά είναι αυταπόδεικτη. Αυτό δεν ισχύει όμως στην περίπτωση της διερεύνησης των ύποπτων θανάτων παιδιών λόγω των περίπλοκων παθολογικών μηχανισμών της ηλικίας τους, της διαμάχης των εμπλεκομένων αναφορικά με τα ιατρικά στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, καθώς και εξαιτίας του γεγονότος ότι το παιδί-θύμα συχνά λαμβάνει τη φροντίδα των δραστών, με αποτέλεσμα την απόκρυψη στοιχείων.
Οι οδηγίες των αρμόδιων οργάνων του βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών προς τις αστυνομικές υπηρεσίες είναι πως «τα υγιή παιδιά δεν αναμένεται να πεθάνουν και όταν αυτό συμβεί αυτά τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να διερευνηθεί πλήρως ο θάνατος τους ώστε να αποκλειστεί ότι δεν πρόκειται για ανθρωποκτονία». Για το λόγο αυτό προτείνεται σε αυτές τις περιπτώσεις διεξοδική έρευνα από ομάδα ερευνητών καθώς έχει ήδη διαπιστωθεί ότι υποθέσεις, που χαρακτηρίστηκαν ως αιφνίδιοι παιδικοί θάνατοι αλλά στην πραγματικότητα ήταν ανθρωποκτονίες, είχαν ερευνηθεί από μικρό αριθμό αστυνομικών χωρίς η ανακριτική διαδικασία να φτάσει σε βάθος. Πρόκειται για σημαντική παράμετρο στην κατεύθυνση διαλεύκανσης των υποθέσεων μια και μια εσφαλμένη αρχική εκτίμηση μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια βασικών αποδεικτικών στοιχείων. Εξίσου όμως σημαντικό χαρακτηρίζεται από τους Βρετανούς ειδικούς οι αξιωματικοί, που θα αναλάβουν την ενδελεχή έρευνα, να κάνουν τη δουλειά τους με ευαισθησία και διακριτικότητα για την αποφυγή στιγματισμού αθώων οικογενειών.
Οι εσωτερικοί μηχανισμοί αύξησης της αποτελεσματικότητας της βρετανικής αστυνομίας εστιάζουν στη διερεύνηση τέτοιων ύποπτων υποθέσεων από υψηλόβαθμα πλήρως καταρτισμένα στελέχη, που θα συντονίσουν την ομάδα τους ούτως ώστε να ανακτηθεί και το παραμικρό στοιχείο στα αρχικά στάδια. Με τον τρόπο αυτό θα περιοριστεί η πιθανότητα μία δολοφονία παιδιού να παραμείνει ανεξιχνίαστη και λανθασμένα να αποδοθεί σε αιφνίδιο και απροσδόκητο θάνατο.
Χαρακτηριστική είναι υπόθεση, που χειρίστηκαν οι βρετανικές αστυνομικές αρχές, στην οποία ένα παιδί πέθανε ενώ κοιμόταν στο στήθος του πατέρα του, ο οποίος φερόταν να είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ βλέποντας ταινία και ξυπνώντας διαπίστωσε ότι το παιδί του δεν ήταν ζωντανό. Την έρευνα ανέλαβαν δύο αστυνομικοί, οι οποίοι αρχικά δε διαπίστωσαν κάτι ύποπτο θεωρώντας ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε εγκληματολογική διάσταση στο τραγικό περιστατικό. Ομως, τρεις μέρες αργότερα η αξονική τομογραφία κατέδειξε αιμορραγία στον εγκέφαλο και σαφή κατάγματα στα πλευρά, μερικά από τα οποία οι ακτινολόγοι διαπίστωσαν ότι υποδηλώνουν μη τυχαίο τραυματισμό. Συνεπώς, η αρχική έρευνα είναι θεμελιώδους σημασίας και πρέπει να γίνει από έμπειρους αξιωματικούς στον ελάχιστο δυνατό χρόνο για να συλλεγεί το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων.
Αμφισβητούνται τα παθολογικά ευρήματα στις περιπτώσεις θανάτων παιδιών
Μια επιπλέον ενδιαφέρουσα διάσταση είναι πως, σύμφωνα με Βρετανούς αστυνομικούς, τα παθολογικά ευρήματα σε περιπτώσεις παιδικών θανάτων, ιδίως όσον αφορά τους τραυματισμούς, συχνά αμφισβητούνται σθεναρά στα ποινικά δικαστήρια οδηγώντας τους ιατροδικαστές να είναι πολύ επιφυλακτικοί να διατυπώσουν έγκαιρα γνώμη, ακόμη και όταν μπορεί να είναι σίγουροι ότι η ανθρωποκτονία επιβεβαιώνεται. Συνεπώς, η έρευνα πρέπει να είναι υψηλής ποιότητας για τον εντοπισμό τυχόν ενδείξεων, που έχουν αφεθεί από τον δράστη στο σημείο, ώστε να συμπληρώσει την ιατροδικαστική εξέταση, που από μόνη της δεν είναι πάντα σε θέση να επιβεβαιώσει την ανθρωποκτονία.
Καταλήγοντας στη μελέτη του ο Τζον Φοξ επισημαίνει ότι οι περιπτώσεις παιδικών θανάτων παρουσιάζουν συχνά περίπλοκα ιατρικά στοιχεία ενώ λόγω ακριβώς της σύνθετης παθολογίας τους μπορεί να χρειαστούν αρκετοί μήνες για την έκδοση του τελικού πορίσματος. Η ιδιαιτερότητα αυτή απαιτεί αστυνομική έρευνα από εξειδικευμένο προσωπικό με σκοπό να καταλήξει το συντομότερο δυνατό σε ασφαλή συμπεράσματα ώστε σε περιπτώσεις ανθρωποκτονιών να προστατευτούν και άλλα παιδιά, που ζουν στο ίδιο περιβάλλον και τα οποία θα μπορούσαν να διατρέχουν κίνδυνο για μεγάλο διάστημα εάν αφεθούν με πρόσωπα, που στην πραγματικότητα είναι δολοφόνοι.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.