Το 2021 επήλθε ξανά η «κανονικότητα» στην Βιρμανία, δηλαδή αυτό που είχαν συνηθίσει να βιώνουν οι πολίτες επί δεκαετίες. Από το 1948, που θεωρείται ανεξάρτητο κράτος, μέχρι και σήμερα, είναι λίγες οι δημοκρατικές μέρες που είναι γραμμένες στην σύγχρονη ιστορία της. Οι πολίτες έχουν να θυμούνται τρία μεγάλα διαστήματα στρατιωτικής χούντας (1962-1987, 1988- 2007, 2021 μέχρι και σήμερα) και τρεις γενιές που «βράζουν» για ελευθερία: Την γενιά του ΄88, τους Επαναστάτες του Σαφράν το 2007 και τους σημερινούς.
Αυτό που επικρατεί αυτή την περίοδο στην Μιανμάρ είναι ένα απερίγραπτο χάος: βία στους δρόμους από τις ένοπλες δυνάμεις, νεκροί πολίτες (ανάμεσά τους και παιδιά), φίμωση και φόβος, με μόνη πρόσβαση των Βιρμανών, ώστε να μιλήσουν όσο πιο ανοιχτά μπορούνε για όσα βιώνουν, να είναι τα social media (αν και αυτά περιορίζονται από την στρατιωτική κυβέρνηση). Εφημερίδες και άλλα μέσα μαζίκής ενημέρωσης (εκτός από τα διαδικτυακά) βρίσκονται σε αναστολή.
Το μόνο που εκπέμπει ανελλιπώς είναι το κανάλι του στρατού. Ο κόσμος της Μιανμάρ εδώ και δύο μήνες αναζητά για ακόμη μια φορά τον δρόμο της ελευθερίας. Αν και επικρατεί ο φόβος, μήπως η χούντα γίνει ακόμα πιο βίαιη απέναντί τους, πράγμα που επιβεβαιώνεται μέρα με τη μέρα, αυτή την φορά προσπαθούν να αποκτήσουν, ότι δεν κατάφεραν - πολλές φορές με αίμα- να αποκτήσουν οι πρόγονοί τους. Μια θέση στον υπόλοιπο κόσμο.
Την 1η Φεβρουαρίου o στρατός της Μιανμάρ άρπαξε την εξουσία ενώ η δημοκρατικά εκλεγμένη Πρωθυπουργός Αούνγκ Σαν Σου Κι (σύμβολο ελπίδας για την χώρα), ο Πρόεδρος Ουίν Μιντ και άλλα μέλη της κυβέρνησης έχουν συλληφθεί και κρατούνται.
Ο ανώτατος διοικητής του στρατού, ο Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, ανέλαβε τον έλεγχο της χώρας ως αρχηγός του κράτους, και έχει κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη χώρα για ένα χρόνο. Και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στην ασιατική χώρα.
Από τότε, οι πολίτες της Μιανμάρ, τόσο στις μεγάλες πόλεις, όσο και στις πιο απομακρυσμένες, διαμαρτύρονται στους δρόμους βροντοφωνάζοντας το σύνθημα «Sure, we will win (Σίγουρα, θα νικήσουμε), υψώνοντας τα τρία δάχτυλα του δεξιού τους χεριού (σημάδι νίκης), ενώ την περασμένη Κυριακή του Πάσχα για την χώρα (4 Απριλίου), ύψωσαν πασχαλινά αυγά με συνθήματα γραμμένα πάνω τους.
Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες εναντίον της χούντας συνεχίζονται, παρά την δέσμευση από τους πραξικοπηματίες ότι δεν θα υπάρξει χρήση θανατηφόρας βίας από τις δυνάμεις ασφαλείας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι έχουν επιβληθεί περιορισμοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με στόχο να αποτραπεί η οργάνωση κινητοποιήσεων.

Η ιστορία της χώρας
Η Μιανμάρ είναι μια χώρα της Ασίας με κάτι παραπάνω από 55 εκατομμύρια κατοίκους.
Συνορεύει με την Κίνα προς βορρά, το Λάος στα ανατολικά, την Ταϊλάνδη στα νοτιοανατολικά, το Μπανγκλαντές δυτικά και την Ινδία στα βορειοδυτικά. Καμία από αυτές τις χώρες δεν έχει αντιδράσει στο πραξικόπημα.
Απλά, ενθαρρύνουν τον διάλογο των κυβερνήσεων με τον στρατό, ώστε να υπάρξει επίλυση των προβλημάτων. Κίνα και Ρωσία, παραδοσιακά σύμμαχοι της χώρας δεν έχουν επιβάλλει κυρώσεις στους πραξικοπηματίες, κάτι που απασχολεί την διεθνή κοινότητα.
Η Μιανμάρ απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 4 Ιανουαρίου του 1948 ως «Ένωση της Βιρμανίας». Στις 18 Ιουνίου 1989, το Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης μετονόμασε το κράτος σε «Ένωση του Μιανμάρ».
Εχει εγκαθιδρυθεί στρατιωτική δικτατορία από το 1989 και τότε δικτάτορας άλλαξε το όνομα σε Μιανμάρ από Βιρμανία. Η τελευταία φορά που εξεγέρθηκαν οι πολίτες της για την Χούντα ήταν τον Σεπτέμβριο του 2007, όταν ξεκίνησαν καθημερινές διαδηλώσεις βουδιστών μοναχών ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης για διπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες εργάτες και φοιτητές.
Μέχρι τις 28 Σεπτέμβρη είχαν σκοτωθεί δεκάδες άοπλοι πολίτες. Στην φετινή εξέγερση, οι νεκροί έχουν ξεπεράσει τους 550, ενώ δεκάδες είναι και τα νεκρά παιδιά.

Λίγο πριν τα στρατιωτικά πραξικοπήματα
Η Μιανμάρ είναι μια χώρα με λίγες ανάσες δημοκρατίας ανάμεσα σε πραξικοπήματα, ενώ η κυβέρνηση του στρατηγού Νε Βιν από το 1974 και μετά θεωρείται από πολλούς- αν και δικτατορία- εκσυγχρονιστική.
Στις αρχές του 20ου αιώνα κερδίζει συνεχώς έδαφος το βιρμανικό εθνικιστικό κίνημα, το οποίο κατά τη δεκαετία του 1930 συσπειρώνεται γύρω από το φοιτητικό κίνημα των Τανκίν, ηγετική μορφή του οποίου αναδεικνύεται ο Αούνγκ Σαν.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η Μιανμάρ βρίσκεται υπό ιαπωνική κατοχή (1942-45).
Η χώρα απελευθερώνεται από τους Συμμάχους το 1944-45. Μετά από μια σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ της Βρετανίας και των βιρμανικών κομμάτων που είχαν συνασπιστεί στο σχηματισμό Αντιφασιστική Ένωση Λαϊκής Ελευθερίας, ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της χώρας το 1947.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ξέσπασαν εμφύλιες ταραχές μεταξύ των αντίπαλων κομμάτων, κατά τη διάρκεια των οποίων δολοφονήθηκε ο Αούνγκ Σαν και άλλοι πολιτικοί ηγέτες. Η ανεξαρτησία της χώρας ανακηρύχθηκε επίσημα τον Ιανουάριο του 1948.
Τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας σημαδεύτηκαν από εμφύλιες διαμάχες και ταραχές που ξέσπασαν μεταξύ των κομμουνιστών, της φυλής Κάρεν και πρώην οπαδών του δολοφονημένου ηγέτη Αούνγκ Σαν (1949-1955).
Τις εκλογές του 1960 κερδίζει ο επί σειρά ετών πρωθυπουργός Ου Νου, η πολιτική αστάθεια όμως δεν εξομαλύνεται και οδηγεί τελικά στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1962, το οποίο έφερε το στρατηγό Νε Βιν στην εξουσία.

Το 1974 εγκαθίσταται με το νέο σύνταγμα η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μιανμάρ, ενώ στις εκλογές που ακολουθούν νικητής αναδεικνύεται ο στρατηγός Νε Βιν. Εγκαθιδρύεται σοσιαλιστικού τύπου καθεστώς και ακολουθείται ένα ευρύ πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της χώρας στον τομέα της βιομηχανίας, της δημόσιας υγείας και της εκπαίδευσης.
Το 1981 ο Νε Βιν αντικαθίσταται από τον Ου Σαν Γιου στην προεδρία της χώρας, στην πραγματικότητα όμως εξακολουθεί να διατηρεί παρασκηνιακά την εξουσία, καθώς διατηρεί τη θέση του προέδρου του κυβερνώντος κόμματος BSPP. Οι ταραχές ωστόσο μεταξύ των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων δεν αποσοβούνται και η αντιπολίτευση συνεχίζει να ισχυροποιείται, με κύριο αίτημα τον εκδημοκρατισμό της χώρας.
Το 1988 ο στρατηγός Νε Βιν αποσύρεται οριστικά από την πολιτική ζωή της χώρας, το ίδιο έτος όμως εκδηλώνεται στρατιωτικό πραξικόπημα με ηγέτη το στρατηγό Σόου Μαούνγκ.
Η Γενιά του 88' και η Γενιά του Σήμερα
Οι φοιτητές οδηγούν ένα κίνημα για τον τερματισμό της μισητής στρατιωτικής κυβέρνησης στη Μιανμάρ. Μετατρέπεται σε μια εθνική εξέγερση, μια γενική απεργία, η οποία αντιμετωπίζεται με άγρια βία από τις ένοπλες δυνάμεις. Σκηνικά που μοιάζουν παρόμοια με αυτά που συμβαίνουν τώρα στην χώρα.
Η εξέγερση του 1988 παραμένει μια από τις καθοριστικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της Μιανμάρ. Ένα καθεστώς που είχε χρησιμοποιήσει ακραία βία για να κρατήσει την εξουσία, ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπο με μαζικές διαμαρτυρίες για την καταστροφική κακομεταχείριση της οικονομίας.
Το πολιτικό δράμα που κορυφώθηκε στις μαζικές συγκεντρώσεις του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου του 1988 ξεκίνησε ένα χρόνο νωρίτερα, με την ξαφνική απόφαση του Νε Βιν να απονομισματοκοποιήσει όλα τα υπάρχοντα τραπεζογραμμάτια. Αυτό είχε καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις, ιδίως στους μαθητές που είχαν εξοικονομήσει τα δίδακτρα. Ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που βγήκαν στους δρόμους.
Μέχρι σήμερα, η λεγόμενη «Γενιά του 88» των μαθητών, που ηγήθηκε αυτής της εξέγερσης, έχει ένα ιδιαίτερο καθεστώς στη Μιανμάρ. Πολλοί από αυτούς πέρασαν έως και δύο δεκαετίες στη φυλακή, όπου η στέρηση και η κακομεταχείριση κατέστρεψαν την υγεία τους, αλλά όχι το μαχητικό τους πνεύμα, όπως σημειώνει και το BBC. Κάποιοι μάλιστα βγήκαν έξω για τις φετινές διαδηλώσεις.
H διαφορά με τις σημερινές διαμαρτυρίες – και ίσως είναι για καλό- είναι ότι πλέον καλύπτονται από την τεχνολογία και κατ΄επέκταση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με αποτέλεσμα κάθε μορφή βίας να καταγράφεται και να κυκλοφορεί με μια ανάσα σε όλο τον κόσμο.

Έτσι, σήμερα, άνθρωποι ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα μέρη της Μιανμάρ γνωρίζουν αμέσως τι συμβαίνει οπουδήποτε στη χώρα, καθώς τα νέα για τις διαδηλώσεις και τις βίαιες καταστολές του εμφανίζονται στο Facebook και στο Twitter σχεδόν τόσο γρήγορα όσο και στις μεγάλες πόλεις.
Το 1988 οι μαθητές βασίστηκαν σε έντυπα φυλλάδια, προκυρήξεις και πληροφορίες που μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα. Η Βιρμανία είχε πολύ περιορισμένη πρόσβαση στην τηλεόραση ή ακόμη και στα σταθερά τηλέφωνα.
Και ήταν τα 26 χρόνια της οικονομικής απομόνωσης και της άθλιας φτώχειας που ώθησαν τους διαδηλωτές το 1988 σε εξέγερση, όχι μια ξαφνική αρπαγή της εξουσίας μετά από 10 χρόνια δημοκρατικής κυριαρχίας, όπως τώρα. Το 2021 όσοι ηγούνται των διαδηλώσεων θέλουν να διατηρήσουν οικονομικές δυνατότητες και πρόσβαση στον κόσμο που, κατά την τελευταία δεκαετία, υπερέβαινε κατά πολύ αυτό που είχαν οι γονείς τους.
Ωστόσο, οι διαιρέσεις στο κίνημα του 1988 για ποια κατεύθυνση πρέπει να ακολουθήσουν, και η αυξανόμενη ανομία σε έναν όλο και πιο φοβισμένο πληθυσμό - καθώς η τοπική διοίκηση διαλύθηκε στο κενό που υπήρχε στην εξουσία - κίνησε τα νήματα για στρατιωτικό πραξικόπημα στις 18 Σεπτεμβρίου. Αυτό εγκαινίασε πάνω από 20 χρόνια σκληρής, αυταρχικής κυριαρχίας, με την Αούνγκ Σαν Σου Κι, το σύμβολο της ελπίδας για αυτήν τη γενιά και μετέπειτα εκλεγμένη πρωθυπουργό στις εκλογές του Νοεμβρίου 2020, να προορίζεται να περάσει τις περισσότερες από τις δύο δεκαετίες υπό κατ 'οίκον περιορισμό.
Οι Επαναστάτες του Σαφράν
Το καλοκαίρι του 2007 ήταν έντονο στην χώρα της Ασίας. Πριν από τις καλοκαιρινές διαμαρτυρίες του 2007, υπήρχε αυξανόμενη ανησυχία στον πληθυσμό σχετικά με την οικονομική δυσχέρεια της χώρας, καθώς κατατασσόταν στις 20 φτωχότερες χώρες του κόσμου σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.
Πολλοί, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών, κατηγόρησαν την Χούντα (που πλέον έκλεινε 18 χρόνια στην εξουσία) για τα οικονομικά προβλήματα, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος δινόταν για ένοπλες δυνάμεις.
Στα τέλη του 2006, το κόστος των βασικών εμπορευμάτων άρχισε να αυξάνεται απότομα στη Βιρμανία με το ρύζι, τα αυγά και το μαγειρικό λάδι να αυξάνονται κατά 30-40%. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ένα στα τρία παιδιά ήταν υποσιτισμένα, ενώ οι κυβερνητικές δαπάνες για την υγεία και την εκπαίδευση ήταν από τις χαμηλότερες του κόσμου. Το ετήσιο εσόδημα των πωλιτών ήταν το μικρότερο σε όλο τον πλανήτη, με μέσο όρο 300 δολάρια τον χρόνο.
Παραδόξως, σαν να ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, τα κυβερνητικά στελέχη και οι αυλικοί τους ζούσαν στην απόλυτη χλιδή, ενώ αίσθηση είχε προκαλέσει τότε ο γάμος της κόρης του ανώτερου στρατηγού Ταν Σουέ, η οποία φαίνεται να φοράει διαμάντια αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα με το BBC, στις 22 Φεβρουαρίου 2007, μια μικρή ομάδα ατόμων διαμαρτυρήθηκε για την τρέχουσα κατάσταση των τιμών καταναλωτή στη χώρα. Ενώ η διαμαρτυρία ήταν μικρή και προσεκτική για να μην θεωρηθεί ότι αφορά την στρατιωτική χούντα, αξιωματούχοι φυλάκισαν εννέα από τους διαδηλωτές. Ήταν η πρώτη διαμαρτυρία στο δρόμο που εμφανίστηκε στο Ρανγκούν (την μεγαλύτερη πόλη της χώρας) για τουλάχιστον μια δεκαετία.
Σύμφωνα με τον Τζεφ Κίνγκστον, στο άρθρο του «Η απελπισία της Βιρμανίας» δήλωσε ότι «η απελπισία και ο φόβος ακινητοποιούν έναν λαό που λαχταρά για μια καλύτερη ζωή και διακινδυνεύει πολλά για μια καλύτερη κυβέρνηση». Αυτό δείχνει πόσο φοβήθηκαν οι Βιρμανοί να αναλάβουν δράση το 2007. Όχι μόνο αυτό, αλλά και ο Κίνγκστον δηλώνει επίσης ότι «η προηγούμενη βάναυση καταστολή του 1988 - όταν τουλάχιστον τρεις χιλιάδες διαδηλωτές σκοτώθηκαν και χιλιάδες περισσότεροι φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν - έκαψε ένα μέρος της συλλογικής μνήμης».
Πώς είναι να καταλύει το πολίτευμα ο Στρατός

Η πρώτη Φεβρουαρίου του 2021 ξημέρωσε διαφορετικά για την χώρα: Νωρίς το πρωί της Δευτέρας οι πραξικοπηματίες συνέλαβαν την Πρωθυπουργό Αούνγκ Σαν Σου Κι - που είχε αναλάβει καθήκοντα από τον Νοέμβριο μετά από την διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών, τον Πρόεδρο Ουίν Μιντ και άλλα μέλη της κυβέρνησης. Τα στρατεύματα έκαναν περιπολίες στους δρόμους των μεγάλων πόλεων και οι επικοινωνίες είναι περιορισμένες. Δεν αναφέρθηκαν σημαντικά περιστατικά βίας, τραυματισμοί και απώλειες.
Αρχικά, όλα τα κανάλια της τηλεόρασης, εγχώρια, κρατικά και διεθνή, σταμάτησαν να εκπέμπουν. Οι τράπεζες αναγκάστηκαν να κλείσουν, ενώ προβλήματα υπήρχαν και στις υπηρεσίες τηλεφωνίας και ίντερνετ. Ο στρατός ανακοίνωσε ότι 24 υπουργοί της κυβέρνησης και οι αναπληρωτές τους έχουν καθαιρεθεί, και ότι έχουν διορίσει 11 υπουργούς που θα αναλάβουν καθήκοντα. Λέγεται ότι οι υποψίες για «νοθεία» στις γενικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου 2020 είναι μία από τις αφορμές που πυροδότησαν την έναρξη του πραξικοπήματος.
Το κρατικό κανάλι, το MRTV σταμάτησε να εκπέμπει λόγω «τεχνικών λόγων». Το στρατιωτικό κανάλι, το Μιαβάντι, συνέχισε να λειτουργεί κανονικά και ενημέρωσε το κοινό για τις τρέχουσες εξελίξεις.
Ο Αντιπρόεδρος Μιίντ Σουέ ανέλαβε καθήκοντα ως προσωρινός Πρόεδρος. Εξέδωσε το Διάταγμα 1/2021, στο οποίο εστίασε σε έξι σημεία. Ανέφερε ότι η Εκλογική Επιτροπή απέτυχε να εκπληρώσει τα καθήκοντά της και οι εκλογές της 8ης Νοεμβρίου 2020 δεν ήταν δίκαιες, ελεύθερες και διαφανείς. Και ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα της Μιανμάρ, όλες οι εξουσίες, η νομοθετική, η δικαστική και η εκτελεστική, μεταφέρθηκαν στον Ανώτατο Διοικητή των Ένοπλων Δυνάμεων. Η χώρα θα βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης για έναν χρόνο.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις ανακοίνωσαν ότι δεν θα γίνουν άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις μέχρι τα τέλη του Φεβρουαρίου. Είχε δεσμευτεί παύση πυρών ώστε να επιτευχθεί η ηρεμία που χρειάζεται για να συνεχιστούν οι ειρηνικές διαπραγματεύσεις. Έχουν σχηματίσει μία επταμελή Επιτροπή Ειρηνικών Διαπραγματεύσεων που θα είναι αρμόδια για την εξασφάλιση της ειρήνης.
Η «Μέρα της Ντροπής»

Μια από τις πιο αιματηρές ημέρες διαδηλώσεων από την 1η Φεβρουαρίου, από τότε δηλαδή που ο στρατός ανέτρεψε την κυβέρνηση με πραξικόπημα, ήταν η 27η Μαρτίου.
Τουλάχιστον 114 άνθρωποι σκοτώθηκαν εκείνο το Σάββατο από τις δυνάμεις ασφαλείας σε ολόκληρη την Μιανμάρ.
Η αιματηρή καταστολή συνέπεσε με την Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο αρχηγός της χούντας και επικεφαλής του στρατού Μιν Αούνγκ Χλενγκ δήλωσε στη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης στην πρωτεύουσα Νάι Πι Τάου ότι ο στρατός θα προστατεύσει τον λαό και θα δώσει αγώνα για την δημοκρατία.
Η κρατική τηλεόραση πάντως μετέδωσε την Παρασκευή ότι οι διαδηλωτές κινδυνεύουν να πυροβοληθούν «στο κεφάλι και στην πλάτη».
Η οργάνωση για τα δικαιώματα των παιδιών «Save the Children» σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι η χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας βρίσκεται σε «εφιαλτική κατάσταση» από τις αρχές Φεβρουαρίου μέχρι σήμερα, δηλαδή από την έναρξη του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Το νεότερο θύμα είναι μόλις επτά ετών. Έχουν σκοτωθεί περισσότερα από 40 παιδιά αυτούς τους δύο μήνες.
Ο απολογισμός των νεκρών ξεπερνά τους 550 και συνεχίζει. Ο απεσταλμένος του ΟΗΕ στη Μιανμάρ έχει προειδοποιήσει για τον κίνδυνο «επικείμενου λουτρού αίματος» καθώς εντείνεται η καταστολή.
Η προειδοποίηση ακολουθεί μια έξαρση στις μάχες μεταξύ του στρατού και της πολιτοφυλακής εθνοτικών μειονοτήτων στις παραμεθόριες περιοχές.
Η ημέρα χαρακτηρίστηκε ως «Ημέρα της Ντροπής» με τα χάσταγκ του Twitter που είναι αφιερωμένα για την χώρα να βρίθουν αποτρόπαιων εικόνων και βίντεο. Σε πολλά από αυτά καταγράφονται οι στρατιωτικοί να περνάνε με οχήματα και να σκοτώνουν περαστικούς εν ψυχρώ. Μάλιστα σε κάποια από αυτά, καταγράφηκαν και σκοτωμένα ζώα.
Ένα έθνος χωρίς εφημερίδες

Το MyanmarNow αναφέρει ότι η 17η Μαρτίου θα μείνει ανεξίτηλη στην συλλογική μνήμη της χώρας ως ο «θάνατος της Ελευθερίας του Τύπου», καθώς όσο και ανελεύθερος κι αν ήταν μέχρι εκείνη την ημέρα, τουλάχιστον υπήρχε.
Μέχρι σήμερα, η χώρα δεν έχει πλέον μια ανεξάρτητη εφημερίδα σε δημοσίευση.
Η The Standard Time (San Taw Chain) εντάχθηκε μαζί με τις The Myanmar Times, The Voice, 7Day News και Eleven σε αναστολή επιχειρήσεων μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Φεβρουαρίου.
Πριν από λιγότερο από μια δεκαετία, η σχεδόν μη στρατιωτική διοίκηση του πρώην Προέδρου, Θέιν Σέιν, άρχισε αργοπορημένα να άρει τους περιορισμούς στον παρατεταμένο Τύπο της Μιανμάρ.
Καθώς η έκδηλη λογοκρισία έγινε παρελθόν και εκδόθηκαν νέες άδειες, ο αριθμός των ειδησεογραφικών πρακτόρων πολλαπλασιάστηκε, στο πιο σίγουρο σημάδι εμπιστοσύνης στις συνεχιζόμενες πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Τώρα μόνο τα διαδικτυακά μέσα μαζικής ενημέρωσης παραμένουν ως η τελευταία γραμμή ζωής για εκατομμύρια πολίτες που είναι απελπισμένοι για αξιόπιστες πηγές πληροφοριών εν μέσω της πτώσης που προκαλείται από τον στρατό.
Μια μικρή φωνή ελπίδας

Κίνα και Ρωσία, σύμμαχοι για πολλά χρόνια της Μιανμάρ δεν επέβαλαν κυρώσεις για το πραξικόπημα. Ο κόσμος παρακολουθεί σε flight mode τις χιλιάδες συλλήψεις και τους εκατοντάδες θανάτους που διαδραματίζονται στην χώρα. Κανένας δεν μιλά για όσα συμβαίνουν στους δρόμους της πρωτεύουσας Νέπιντο ή της μεγαλύτερης πόλης Ραγκούν.
Μια φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσε η Μις Μιανμάρ, η Χαν Λέι, που μπορεί να μην κέρδισε κάποιο τίτλο στα καλλιστεία «Μις Γκραντ Ιντερνάσιοναλ», αλλά το μήνυμα που έστειλε για την κατάσταση που επικρατεί στη Μιανμάρ μετά το πραξικόπημα της προκάλεσε αίσθηση παγκοσμίως.
«Στη χώρα μου, τη Μιανμάρ, όσο εγώ μιλάω σήμερα, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πεθαίνουν, περισσότεροι από 100 άνθρωποι πέθαναν σήμερα (27 Μαρτίου). Λυπάμαι βαθιά για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους», είπε χαρακτηριστικά το 22χρονο μοντέλο από την Μιανμάρ.
Η Χαν Λέι απηύθυνε έκκληση για επείγουσα διεθνή βοήθεια στη χώρα της.
«Μπορώ να πω ένα πράγμα, ότι εμείς οι πολίτες της Μιανμάρ δεν θα παραδοθούμε ποτέ επειδή μου είπαν ότι θα δώσουν μάχη στους δρόμους και εγώ δίνω τη μάχη μου, με τον τρόπο μου, στη σκηνή. Επομένως, πιστεύω ότι αν δεν τα παρατήσουν, θα νικήσουμε», ήταν τα λόγια της για την Μιανμάρ, εκεί όπου σε διάστημα 2 μηνών έχουν σκοτωθεί 550 άνθρωποι».
Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι η κλιμακούμενη βία εναντίον πολιτών και εθνοτικών παραστρατιωτικών ομάδων δείχνει ότι ο στρατός της Μιανμάρ χάνει ολοένα και περισσότερο τον έλεγχο της χώρας. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση πιστεύει πως η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών τους στηρίζει. Μέχρι «να τους κερδίσουν σίγουρα» όπως έγραφαε και το σύνθημα πάνω στα πασχαλινά αυγά.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.