Κάθε κοινωνία - και επομένως και η ελληνική - φέρει στον πυρήνα της συλλογικής της μνήμης κάποια τραύματα τα οποία μπορεί να περνάνε από τη μία γενιά στην επόμενη με τρόπο υποδόριο, σχεδόν ασυνείδητο. Η εμπειρία της Κατοχής, η συνεργασία (σημαντικού) μέρους της ελληνικής κοινωνίας με τον κατακτητή και η ατιμωρησία των δωσιλόγων μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούν ξεκάθαρα τραυματικές συνθήκες για την ελληνική κοινωνία.
Με όλα τα παραπάνω ασχολείται στο νέο του βιβλίο Οι Δωσίλογοι. Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής (εκδ. Αλεξάνδρεια) ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης που φέρνει στην επιφάνεια ένα ζήτημα-ταμπού το οποίο δεν έχει αναλυθεί διεξοδικά από την επιστημονική έρευνα και έχει αφεθεί στη λήθη από το εθνικό αφήγημα. Μέσα στις σελίδες του καταδεικνύει τους τρόπους και τους λόγους για τους οποίους πολλοί Έλληνες προχώρησαν στην οικονομική, την πολιτική ή την ένοπλη συνεργασία με τους ναζί.
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι ιστορικός ο οποίος ασχολείται συστηματικά με τη δημόσια ιστορία και μεταξύ πολλών άλλων είναι συγγραφέας τριών βιβλίων που σχετίζονται με την περίοδο της Κατοχής. Στο πρώτο του βιβλίο ασχολείται με την εμπειρία της αντίστασης στην Αθήνα, στο δεύτερο ασχολήθηκε με τα Δεκεμβριανά.
Οι Δωσίλογοι είναι ήδη εμπορική επιτυχία κάνοντας πωλήσεις που θυμίζουν λογοτεχνία, πράγμα που αποδεικνύει μία πεποίθηση που υπάρχει σε πολλούς από όσους βρισκόμαστε στο ενδιάμεσο της επιστημονικής έρευνας και του κοινού: Ευτυχώς, ο κόσμος τον τελευταίο ιδίως καιρό ενδιαφέρεται πολύ για την ιστοριογραφία, ακόμα και αν αυτή αφορά ζητήματα-ταμπού.
Το ζήτημα του δωσιλογισμού είναι ταμπού μεν αλλά από ό,τι φάνηκε από την ανταπόκριση του κοινού στο βιβλίο σας και ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Τι σας οδήγησε στη συγγραφή ενός βιβλίου με αυτό το θέμα;
«Το θέμα της συνεργασίας με τον κατακτητή ήταν πάντα στα ενδιαφέροντά μου ήδη από το πρώτο μου βιβλίο που καταπιανόταν με το ζήτημα του αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα. Από τότε, λοιπόν, έπεφτα συνεχώς πάνω στο θέμα της συνεργασίας. Ούτως ή άλλως, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες κατακτημένες χώρες, ο κύριος εχθρός των αντιστασιακών κινημάτων ήταν οι συνεργάτες του κατακτητή.
Έτσι, ειδικά τα τελευταία 5-6 χρόνια εστίαζα την προσοχή μου σε αυτό το θέμα. Όπως είπατε, πρόκειται για μία δύσκολη περίοδο και για ένα ζήτημα-ταμπού. Δεν το συζητάμε πολύ και δεν διδάσκεται στα σχολεία. Επομένως, γράφοντάς το, προσπάθησα να καλύψω ερωτήματα που είχα και εγώ ο ίδιος για αυτήν την περίοδο».
Είναι ακριβές το να δούμε τα τρία βιβλία σας ως τριλογία;
«Δεν είχα κάτι τέτοιο στο μυαλό μου.. Τα τρία βιβλία μου προέκυψαν ουσιαστικά το ένα μετά το άλλο. Έγραψα πρώτα για την κατοχική Αθήνα ουσιαστικά λόγω των αφηγήσεων από την κατοχική περίοδο του πατέρα μου που ήταν Βυρωνιώτης και της μητέρας μου που ήταν Παγκρατιώτισσα. Όταν έπρεπε, λοιπόν, να επιλέξω θέμα για τη διατριβή μου ήταν σχεδόν αυτονόητο ότι θα ασχοληθώ με αυτό. Δεν υπήρχε άλλωστε άλλη διδακτορική διατριβή για το αντιστασιακό κίνημα της Αθήνας. .
Στη συνέχεια, έκανα το βιβλίο για τα Δεκεμβριανά που ουσιαστικά λειτούργησε ως ο β’ τόμος. Στο τέλος ήρθαν Οι Δωσίλογοι. Επομένως, βλέποντάς το τώρα, έχετε δίκιο ότι μοιάζει με τριλογία. Δεν ήταν όμως σχεδιασμένη ούτε προγραμματισμένη ως τέτοια...».
Κάποια πράγματα τα γνωρίζαμε ήδη και από τη έρευνα του Δημήτρη Κουσουρή. Υπάρχει κάτι που να σας εξέπληξε κατά τη διαχείριση του υλικού σας;
«Η δουλειά του Δημήτρη Κουσουρή με βοήθησε πολύ γιατί βρήκα κάπου να πατήσω. Δεν χρειαζόταν να εξηγήσω δηλαδή τα θέματα του πώς χρησιμοποιήθηκε η δικαιοσύνη για να αντιστρέψει την πραγματικότητα την περίοδο εκείνη. Εγώ κυρίως ήθελα να δείξω με αυτό το βιβλίο το τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι. Πώς και γιατί συνεργάστηκαν με τον κατακτητή.
Όταν ξεκίνησα την έρευνα γνώριζα ότι δεν ήταν μία οικτρή μειοψηφία του ελληνικού λαού αυτοί που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Δεν ήξερα όμως ότι ήταν τόσο μεγάλη η έκταση της συνεργασίας. Αυτό όμως που με εξέπληξε, παρά το γεγονός ότι ασχολούμαι εδώ και 20 χρόνια με την κατοχική Αθήνα, ήταν το τόσο μίσος και η ένταση του φαινομένου».
Κατά έναν τρόπο καταρρίπτεται ο μύθος της πάνδημης αντίστασης στον κατακτητή;
«Σωστά. Γενικότερα, σε πάρα πολλά ιστορικά γεγονότα η γνώμη των επαγγελματιών ιστορικών έρχεται σε αντίθεση με το επίσημο αφήγημα. Τα εθνικά ή τα πολιτικά αφηγήματα δεν έχουν ως στόχο να μας μάθουν ιστορία. Αν περιμένουμε να μάθουμε ιστορία από τα εθνικά ή κομματικά αφηγήματα, κάνουμε λάθος, πολύ απλά γιατί αυτά έχουν άλλη λειτουργικότητα, άλλο λόγο συγκρότησης και εξυπηρετούν άλλες ανάγκες.
Το επιστημονικό αφήγημα ακολουθεί διαφορετική διαδρομή και βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι προσπαθεί να ερμηνεύσει. Αυτή είναι η βασική διαφορά η οποία εξηγεί γιατί είναι τόσο συχνό το φαινόμενο η έρευνα να μάς δίνει διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα που ξέρουμε από το επίσημο κράτος, δηλαδή, για να το πω σχηματικά, από την ιστορία που μάθαμε στο σχολείο»
Είναι σημαντικό που το λέτε αυτό για να πλαισιώσουμε λίγο και όλη την κουβέντα περί απομυθοποιήσεων στην ιστορική έρευνα και όχι μόνο.
«Συνηθίζουμε πολλές φορές να σκεφτόμαστε με όρους αλήθεια/ψέμα ή καλό/κακό. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Τα επίσημα αφηγήματα είναι επιλεκτικά και γενικόλογα. Επιλέγουν όσα στοιχεία του παρελθόντος λειτουργούν ενισχυτικά για αυτά και αφήνουν στη λήθη όσα προκαλούν «παραφωνίες». Επίσης τα επίσημα αφηγήματα δεν έχουν την ανάγκη να τεκμηριώσουν αυτά που λένε. Δεν συνοδεύονται από παραπομπές σε αρχεία και υποσημειώσεις.
Επαναλαμβάνω όμως είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αυτή τη λειτουργία και να μη περιμένουμε να μάθουμε έτσι ιστορία ούτε βέβαια να θεωρούμε ότι υπάρχει μία συγκεκριμένη συνωμοσία κάποιων που θέλουν να μας πουν ψέματα για τους δικούς τους σκοτεινούς σκοπούς».
Αυτή η τόσο εκτεταμένη συνεργασία ήρθε λίγο καιρό μόνο μετά από την αν μη τι άλλο σθεναρή αντίσταση του ελληνικού λαού στον πόλεμο. Πώς εξηγείται;
«Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι η συνεργασία με τον κατακτητή δεν ήταν ένα πράγμα αλλά κάτι που διαφοροποιείται μέσα στον χρόνο. Όπως συμβαίνει στο φαινόμενο της αντίστασης, έτσι και το φαινόμενο της συνεργασίας περνάει από διάφορες διακυμάνσεις. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα επηρεάζεται από τις στρατιωτικές εξελίξεις στα μεγάλα μέτωπα του πολέμου.
Υπάρχει ένα γεγονός κομβικής σημασίας, η μάχη στο Στάλινγκραντ, όπου, μετά την ήττα των δυνάμεων του Χίτλερ, ουσιαστικά αλλάζει η τροπή του πολέμου. Θα δούμε, λοιπόν, σε όλη την Ευρώπη ότι μέχρι εκείνο το καθοριστικό σημείο, αυτοί που συνεργάζονται είναι ένα αριθμητικά σημαντικό κομμάτι των κατεχόμενων κοινωνιών και υπάρχει μία ευκολία στο να πάρει κάποιος την απόφαση να συνεργαστεί. Πολλοί το κάνουν χωρίς ιδιαίτερες αναστολές, καθώς φαίνεται ότι η Γερμανία θα κερδίσει τον πόλεμο.
Από το 1943 και μετά, προχωρώντας προς το τέλος του Πολέμου, διαφαίνεται ότι οι Γερμανοί τελικά θα χάσουν και η συνεργασία μοιάζει όλο και πιο δύσκολη. Βλέπουμε δηλαδή μία πτωτική τάση και των συμβολαίων και των επιχειρήσεων που συνεργάζονται και γενικά του τζίρου σε επίπεδο οικονομικής συνεργασίας.
Αντίστροφα βλέπουμε την ανάπτυξη της ένοπλης συνεργασίας. Ουσιαστικά, ετοιμάζεται το ένοπλο μέτωπο για να αντιμετωπίσει τους κομμουνιστές είτε του Κόκκινου Στρατού είτε των εγχώριων αντιστασιακών οργανώσεων».
Φαντάζομαι η συνεργασία με τον κατακτητή συχνά έδινε στον συνεργαζόμενο οικονομικά και άλλα προνόμια ή ήταν ακόμα και ζήτημα επιβίωσης…
«Οι Γερμανοί προφανώς εκμεταλλεύονταν το γεγονός ότι οι κοινωνίες λιμοκτονούσαν με σκοπό να κερδίσουν πιο εύκολα τη συνεργασία τους. Ούτως ή άλλως επέλεγαν την κατοχή μέσω συναίνεσης και όχι μέσω καταναγκασμού, γιατί καταλαβαίνετε ότι συνεργάζεται πολύ πιο αρμονικά κάποιος που συναινεί παρά κάποιος που εξαναγκάζεται.
Η εκμετάλλευση των άθλιων συνθηκών διαβίωσης (πείνα, φτώχια, ανεργία, τρομοκρατία κατακτητών κ.α.) εκ μέρους των Γερμανών, ως μέσο απόσπασης της συναίνεσης στη συνεργασία, αφορά όλη την κατεχόμενη Ευρώπη και ιδίως την Ελλάδα που βίωσε τον μεγαλύτερο λιμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με αυτό το δεδομένο θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί κυρίως στο κομμάτι της οικονομικής συνεργασίας που είναι το πιο δύσκολα προσδιορίσιμο.
Υπάρχει μία μεγάλη γκάμα περιπτώσεων συνεργασίας. Υπάρχουν άνθρωποι που εξαναγκάστηκαν να συνεργαστούν, άλλοι των οποίων οι παραγωγικές μονάδες επιτάχθηκαν. Φυσικά υπήρχαν και πάρα πολλοί που επιδίωξαν τη συνεργασία τους με τον κατακτητή ή την πρόσφεραν οι ίδιοι απευθείας.
Εξάλλου, αρκετές εταιρείες δημιουργήθηκαν μέσα στην Κατοχή. Με δεδομένο ότι υπήρχαν πολύ μικρές ποσότητες ενέργειας, πρώτων υλών και μηχανολογικού εξοπλισμού, καταλαβαίνουμε ότι αυτές οι εταιρείες συστάθηκαν αφού πρώτα είχαν εξασφαλίσει συμβόλαια από τους Γερμανούς».
Άρα υπάρχει ποικιλομορφία ακόμα και στο επίπεδο συνεργασίας με τους κατακτητές, σωστά;
«Στην ένοπλη συνεργασία τα πράγματα είναι απλά. Κάποιος πήρε όπλο, ντύθηκε με τη στολή των Ταγμάτων Ασφαλείας και πολέμησε κυρίως κατά του ΕΑΜ και των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων. Εξίσου απλά είναι τα πράγματα και στην πολιτική συνεργασία. Κάποιος έγινε υπουργός ή έλαβε κάποιο δημόσιο αξίωμα.
Στην οικονομική συνεργασία τα πράγματα είναι σύνθετα. Εξάλλου μιλάμε και για την αριθμητικά ευρύτερη περίπτωση συνεργασίας με τους Γερμανούς με χιλιάδες περιπτώσεις ανθρώπων που εμπλέκονται είτε άμεσα είτε έμμεσα».
Φαντάζομαι θα απασχόλησε και την έρευνά σας το πού μπαίνουν τα όρια του τι συνιστά συνεργασία με τον κατακτητή. Ένας χαμηλόβαθμος κρατικός υπάλληλος ήταν συνεργάτης των Γερμανών;
«Τα όρια είναι πράγματι πολύ δύσκολο να τεθούν. Βλέπουμε και με ποιον τρόπο προσπάθησαν να τα βάλουν τα δικαστήρια στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη. Για παράδειγμα, στο Βέλγιο ο αρχικός νόμος περί δωσιλόγων έλεγε ότι όποιος ήταν στον κρατικό μηχανισμό και εκτέλεσε εντολές Γερμανών, θεωρείται συνεργάτης των Γερμανών. Πρόκειται για μια πολύ στενή και σκληρή ερμηνεία του νόμου.
Στην Ελλάδα, ο νόμος έλεγε ότι συνεργάτης είναι οποιοσδήποτε διορίστηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής (δήμαρχος, νομάρχης, γενικός διευθυντής κτλ). Αυτό βέβαια δεν εφαρμόστηκε έτσι. Αντιθέτως είχαμε μαζικές αθωώσεις συνεργατών των ναζί από τη Δικαιοσύνη».
Υπάρχει ένα ταξικό πρόσημο ως προς την επιλογή της συνεργασίας; Έχει νόημα να μιλάμε για συνεργασία που αφορούσε κυρίως την άρχουσα τάξη;
«Πρέπει να δούμε ποιοι ορίζουν το κάθε πεδίο συνεργασίας. Αν πάμε στα Τάγματα Ασφαλείας και στη Χωροφυλακή, θα δούμε ότι αυτοί που εντάχθηκαν σε αυτά προέρχονται κυρίως από τα λαϊκά στρώματα. Φτωχοί άνθρωποι που βρήκαν μία ευκαιρία να λύσουν το βιοποριστικό τους πρόβλημα και σε κάποιες περιπτώσεις να βγάλουν και λεφτά εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητά τους αυτή. Πολλοί από αυτούς, μέσα στο καθεστώς ανομίας και ασυδοσίας που επέβαλαν οι κατακτητής και οι ελληνικές κυβερνήσεις συνεργασίας, πραγματοποίησαν σειρά εγκλημάτων (εκβιασμούς, κλοπές, καταδόσεις, βασανισμούς κ.α.) γνωρίζοντας ότι δεν θα λογοδοτήσουν.
Μία πιο καθαρά ταξική εικόνα βλέπουμε στην οικονομική συνεργασία. Εκεί έχουμε πολλές μεγαλοαστικές οικογένειες, βιομήχανους, εφοπλιστές, έμπορους και άλλους, που συνεργάζονται με τους Γερμανούς. Ταυτόχρονα έχουμε και κάποιους τυχοδιώκτες που προσπάθησαν να επωφεληθούν από την έκτακτη συνθήκη.
Γενικά, λοιπόν, μιλάμε για ένα διαταξικό φαινόμενο. Όταν πάμε όμως σε επίπεδο ηγεσίας τότε κυρίως μιλάμε για ανώτερες τάξεις. Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι η ναζιστική Γερμανία είχε προχωρήσει σε μία οικονομική εισβολή στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1930. Υπήρχαν πολλοί που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς σε επίπεδο οικονομικό και επιχειρηματικό. Επομένως, οι Γερμανοί είχαν Έλληνες εμπόρους, προμηθευτές και επιχειρηματίες με τους οποίους συνεργάζονταν ήδη πριν τον πόλεμο και συνέχισαν τη συνεργασία τους με αυτούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής».
Θέλετε να μου εξηγήσετε και τον όρο «ελληνική κατοχή» που χρησιμοποιείτε στο βιβλίο;
«Είναι ένας νέος όρος που προέκυψε στα χρόνια της έρευνας που έκανα, όταν γινόταν ξεκάθαρο πια ότι τους τελευταίους μήνες έχουμε μία σαφή περίπτωση ελληνικής κατοχής.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Γερμανοί δεν είχαν επαρκές προσωπικό για να καλύψουν το σύνολο της ελληνικής επικράτειας, κυρίως σε ζητήματα τήρησης της τάξης και της ασφάλειας, οπότε από εκείνη τη στιγμή και μετά βασίζονται όλο και περισσότερο στους Έλληνες συνεργάτες τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε εκείνο το χρονικό σημείο έχουμε τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που γίνονται σε επίπεδο σωμάτων ασφαλείας. Τότε είναι που περνάνε τα ελληνικά τάγματα και οι υπηρεσίες ασφαλείας στη διοίκηση του Γερμανού αντιστράτηγου των SS. Επομένως, θεσμικά και διοικητικά, τα ελληνικά σώματα ασφαλείας πέρασαν και επίσημα κάτω από γερμανικές διαταγές.
Σε επιχειρησιακό επίπεδο, σε όσες επιχειρήσεις έγιναν κατά του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος (μπλόκα, μάχες, συμπλοκές) οι ελληνικές δυνάμεις ασφαλείας είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η παρουσία των γερμανικών τμημάτων είχε εποπτικό χαρακτήρα χωρίς να συμμετέχουν ιδιαίτερα στις συμπλοκές. Υπάρχουν και πολλές άλλες περιπτώσεις όπου οι ελληνικές δυνάμεις έδρασαν χωρίς την παρουσία γερμανικών .
Με δεδομένα τα παραπάνω μιλάμε ξεκάθαρα πια για έναν ελληνικό στρατό κατοχής, βλέποντας το διοικητικά ή και επιχειρησιακά».
Το βιβλίο σας επιβεβαιώνει την πεποίθηση που υπάρχει ότι ο δωσιλογισμός δεν τιμωρήθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Ήταν πολιτικοί οι λόγοι αυτής της ατιμωρησίας;
«Και βέβαια είναι πολιτικοί οι λόγοι. Το γεγονός-καμπή είναι τα Δεκεμβριανά. Μιλάμε για τη σύγκρουση ανάμεσα στο ΕΑΜικό και αντιΕΑΜικό στρατόπεδο που σύντομα θα πάρει τη μορφή σύγκρουσης μεταξύ εθνικοφροσύνης και κομμουνιστών.
Από τη στιγμή που η δεξιά παράταξη κέρδισε τις εκλογές του 1946 και ο βασιλιάς επανήλθε στο θρόνο του έχουμε τον μεγαλύτερο αριθμό των δικών ανθρώπων που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Εκεί έχουμε μία Δικαιοσύνη σε εντεταλμένη υπηρεσία, προκειμένου αυτοί οι άνθρωποι να αθωωθούν. Ήταν οι ίδιοι που είχαν πολεμήσει τους κομμουνιστές ήδη από τα χρόνια της κατοχής.
Από τη στιγμή που το επίσημο ελληνικό κράτος βρισκόταν σε ένοπλη σύγκρουση με τους κομμουνιστές (Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949), αποφάσισε να αθωώσει αυτούς που πολέμησαν τους κομμουνιστές στα χρόνια της Κατοχής, έστω και αν συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. . Το ελληνικό κράτος δεν αντιμετώπισε τη συνεργασία με τον κατακτητή ως κάτι κατακριτέο, από τη στιγμή που οι συνεργάτες συνέβαλαν στον αγώνα για να μην πέσει, το κράτος,στα χέρια των κομμουνιστών.
Έτσι, με διάφορα νομικά κόλπα και πρακτικές που εξηγώ στο βιβλίο τούς αθωώνει ή τους απαλλάσσει μαζικά. Ο αριθμός όσων καταδικάστηκαν είναι πάρα πολύ μικρός. Ακόμα και όσοι καταδικάστηκαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 είχαν πάρει χάρη από τον βασιλιά και αποφυλακίστηκαν. Μέσω των δικαστηρίων αφαιρέθηκε το στίγμα της συνεργασίας και μπόρεσαν να ενταχθούν και πάλι στον κρατικό μηχανισμό».
Πώς αντιμετωπίστηκε αυτή η ατιμωρησία από τις γενιές ανθρώπων που βασανίστηκαν από τους ναζί;
«Πρόκειται για το μεγαλύτερο τραύμα για το οποίο μάλιστα ποτέ δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε. Δεν είναι μόνο το θέμα της συνεργασίας. Την ίδια περίοδο που γίνονται οι δίκες των δωσιλόγων γίνονται και δίκες των αντιστασιακών, καθώς μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και σε κακή εφαρμογή αυτής, είχε ποινικοποιηθεί η συμμετοχή στο αντιστασιακό κίνημα και συγκεκριμένα στο ΕΑΜ. . Έτσι, έχουμε, ταυτόχρονα την περίοδο 1946-1949, μαζικές αθωώσεις των δωσιλόγων και την επιβολή βαρύτατων ποινών στους αντιστασιακούς.
Αυτό ήταν κάτι πολύ δύσκολο για να το χωνέψει η ελληνική κοινωνία. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι αυτές οι δίκες δεν αφορούσαν ένα μικρό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας αλλά εκατοντάδες χιλιάδες που βρέθηκαν είτε στη μία πλευρά είτε στην άλλη. Η επιβολή της λήθης γύρω από αυτό το ζήτημα έφερε μαζί της και ένα διαρκές τραύμα. Ήταν κάτι για το οποίο δεν σου επιτρεπόταν να μιλήσεις ούτε καν στα παιδιά σου.
Έτσι, πιστεύω ότι αν μελετήσουμε τις συνέπειες που είχε αυτή η μαζική αδικία θα βρούμε και τη ρίζα για πολλές από τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν το σημερινό ελληνικό κράτος. Η αδικία έχει διαχυθεί ως αίσθημα στην ελληνική κοινωνία και είναι μέρος της μη εμπιστοσύνης στο θεσμό της Δικαιοσύνης που εντοπίζουμε κατά καιρούς. Αυτό πάντως είναι κάτι το οποίο χρειαζόμαστε μελέτες για να το δούμε».
Στόχος του βιβλίου είναι φυσικά η ερμηνεία του παρελθόντος. Νιώθατε όμως, όταν γράφατε, ότι με αυτό το βιβλίο, με την ανάδειξη μίας ιστορικής αλήθειας, βοηθάτε σε μία μικρή μόνο μορφή αποκατάστασης μίας ιστορικής αδικίας;
«Στο μυαλό όλων των ανθρώπων που ασχολούνται με την ιστορία υπάρχει αυτή η σκέψη. Ασχολούμαστε με θέματα που δεν είναι γνωστά, όχι μόνο με τη λογική να αναδείξουμε κάτι που να είναι άγνωστο.
Ιδίως σε τόσο τεταμένες ιστορικές περιόδους, βρίσκεις διαρκώς μπροστά σου το ζήτημα της διαχείρισης της μνήμης και του τραύματος.
Προφανώς η αλήθεια δεν είναι μία. Με κάποιον τρόπο, μιλώντας για το ζήτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή στα χρόνια της Κατοχής, μοιραία έχεις στο μυαλό σου ένα είδος αποκατάστασης της κατοχικής πραγματικότητας ή ίσως καλύτερα μίας πολύ σημαντικής πτυχής της».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.