Μια ομάδα Οθωμανών εύφορων φτάνει σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας για να εισπράξει το χαράτσι. Οι ντόπιοι, όμως, έχουν διαφορετικές βλέψεις. Τους εντοπίζουν, τους αιχμαλωτίζουν και τους σκοτώνουν επί τόπου. Τα νέα δεν αργούν φτάσουν στον πασά στα Γιάννενα, ο οποίος διατάσσει να γίνει στάχτη και να σφαγιαστούν όλοι όσοι μένουν σε αυτό.
Τα στρατεύματα φτάνουν πρώτα σε ένα κοντινό μοναστήρι για να πάρουν οδηγίες. Εκεί τους συναντά ο ηγούμενος Αγάπιος, ο οποίος ξέρει πολύ καλά τι πρόκειται να συμβεί. Έτσι, λοιπόν, καταστρώνει ένα σχέδιο. Τους κερνάει ένα γεύμα, βάζει τροφή για τα άλογα και τους πιάνει την κουβέντα. Την ίδια ακριβώς στιγμή όμως ειδοποιεί έναν μοναχό να πάρει ένα μουλάρι και να πάει αμέσως να ειδοποιήσει τους κατοίκους του χωριού να φύγουν. «Τραβά να τους πεις να εξαφανιστούν» του λέει.
Ο μοναχός προλαβαίνει να φτάσει πριν τους Τούρκους. Οι ντόπιοι παρατούν εν μία νυκτί τα σπίτια τους, παίρνουν ό,τι προλάβουν και ξενιτεύονται στην Τρίπολη. Τα στρατεύματα καίνε τα πάντα, αφήνοντας πίσω τους μόνο μερικά ερείπια που διασώζονται μέχρι σήμερα. Ανάμεσα σε αυτά και της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, στην κορυφή της οποίας οι κάτοικοι σήμερα έχουν τοποθετήσει έναν φωτεινό σταυρό, για να μην ξεχαστεί ποτέ αυτή η τραγωδία.
Οι πρόσφυγες από τον Πόντο και η νέα ζωή στην εύφορη γη του Αχελώου
Τα χρόνια περνούν και η περιοχή παραμένει ακατοίκητη. Οι μόνοι που φτάνουν εκεί είναι μερικοί τσομπάνηδες που νοικιάζουν τα βοσκοτόπια για να φέρνουν τα ζώα τους το καλοκαίρι. Όλα αλλάζουν όμως ριζικά το 1923. Δύο χιλιάδες χιλιόμετρα περίπου μακριά, οι Έλληνες που ζουν στα χωριά γύρω από την Τρίπολη του Πόντου γίνονται πρόσφυγες και φτάνουν με καράβια στο λιμάνι της Αμφιλοχίας, στο πλαίσιο της συμφωνίας για ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
«Έκαναν δύο μέρες για να φύγουν από τον Πόντο και να φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη με τουρκικά πλοία. Εκεί οι Τούρκοι τους έκαναν σωματικό έλεγχο και τους έπαιρνε οτιδήποτε πολύτιμο. Μέχρι και τα χρυσά δόντια τους ξερίζωναν. Από εκεί μπήκαν σε ελληνικά καράβια και έκαναν άλλες 22 μέρες μέχρι να φτάσουν εδώ» εξηγεί ο Φάνης Κοντοχρήστος, πρόσφυγας τρίτης γενιάς και πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου του χωριού, «Αξέχαστες Πατρίδες».
Οι εκτοπισμένοι εγκαθίστανται στο σημερινό Μπαμπαλιό. Εξαιτίας του γεγονότος ότι βρίσκεται στις όχθες του Αχελώου, η περιοχή είναι εύφορη. Αρχίζουν να καλλιεργούν τα χωράφια τους, να αγοράζουν ζώα, να δημιουργούν μια νέα κοινωνία. Όπως σημειώνει ο πρόεδρος του χωριού σήμερα, Τάσος Αποστολάκης, το χωριό φτάνει να έχει ακόμη και 120 παιδιά στο δημοτικό σχολείο.
«Έφτιαξαν μια ολόκληρη πολιτεία. Είχε αγροτικό ιατρείο, σταθμό χωροφυλακής, σχολή κοπτικής - ραπτικής, σιδηρουργείο που επισκεύαζε και έφτιαχνε τα δικά του αγροτικά εργαλεία, κεραμοποιείο, ποτοποιείο, πέντε καφενεία, τρία κρεοπωλεία, μία μπυραρία» θυμάται ο ίδιος.
«Ο κάμπος ήταν η Γη της επαγγελίας. Τα περισσότερα χωριά ήταν ποτιστικά και έβγαζαν ζαρζαβατικά, σιτάρια, καλαμπόκια, τριφύλλια για τα ζώα. Στα χρόνια της μεγάλης πείνας, το ‘41, δεν υπήρξε Μπαμπαλιώτης νηστικός γιατί είχε το κάθε σπίτι από μία έως 10 αγελάδες» προσθέτει.
Τα νερά της λίμνης που κάλυψαν τα πάντα και η νέα προσφυγιά
Και ενώ η ζωή τους είχε αρχίσει να στρώνει μετά από πολύ κόπο και προσπάθεια, η λίμνη έρχεται να τα καταστρέψει όλα. Η ιστορία έχει ως εξής: το 1960 γίνεται γνωστό ότι πρόκειται μερικά χιλιόμετρα μακριά να κατασκευαστεί ένα φράγμα για να συγκρατεί τα νερά του Αχελώου. Αυτό σημαίνει ότι η συγκέντρωση των νερών που περνούσαν από το Μπαμπαλιό και δημιουργούσαν όλη αυτή την εύφορη γη, σταδιακά θα αυξανόταν με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια τεχνητή λίμνη που θα τα σκέπαζε όλα.
Το 1968 οι αρχικές προβλέψεις γίνονται πραγματικότητα. Η στάθμη αρχίζει να ανεβαίνει και να βυθίζει σπίτια και χωράφια. Οι πρόσφυγες πρέπει να ξενιτευτούν για ακόμη μία φορά. «Η λίμνη τα κατάπιε όλα. Ακόμη και οι πεθαμένοι αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν. Τους ξεθάψαμε από το παλιό νεκροταφείο. Ούτε εκεί δε βρήκαν ησυχία» εξηγεί ο Φάνης Κοντοχρήστος.
Οι περισσότερες από τις οικογένειες φεύγουν για το Αγρίνιο, την Αθήνα και τα υπόλοιπα αστικά κέντρα. Μόνο 25 από αυτές μένουν πίσω και αποφασίζουν να χτίσουν εκ νέου το χωριό πιο ψηλά.
«Φτιάξαμε τον οικισμό με μεγάλες θυσίες. Δεν είχαμε γη. Ευτυχώς που υπήρχε κάποιος Γεωργιάδης και μας έδωσε οχτώ στρέμματα γης για να φτιάξουμε τα σπίτια μας» σημειώνει ο πρόεδρος, με τον Φάνη Κοντοχρήστο να παίρνει τον λόγο: «είμαστε οι μοναδικοί πρόσφυγες που πληρώσαμε την περιουσία μας δύο φορές: την πρώτη στο κράτος όταν οι παππούδες μας ήρθαν από τον Πόντο και τη δεύτερη για να φτιάξουμε το σημερινό χωριό».
Από το παλιό χωριό έχει διασωθεί μόνο μια εκκλησία που χτίστηκε πάνω σε έναν λόφο, περιτριγυρισμένο από πανύψηλα δέντρα. Μόνο όταν κατεβαίνει η λίμνη φαίνονται μερικοί από τους τοίχους των ερειπωμένων σπιτιών. Τον χειμώνα, όμως, βυθίζονται και πάλι.
«Όταν πήγα στο γυμνάσιο έλεγα το ποπ κορν τσακλία και το γιαούρτι οξύγαλα»
Σήμερα στο Μπαμπαλιό ζουν 35 κάτοικοι. «Κι όσο πάει και μειώνονται» εξηγεί ο πρόεδρος. Καφενείο ή παντοπωλείο δεν υπάρχει και το σημείο συνάντησης είναι είτε η κεντρική πλατεία με τα μεγάλα πλατάνια, είτε το προσφυγικό μουσείο που στεγάζεται ακριβώς δίπλα. Περνώντας την πόρτα, νιώθεις απευθείας ότι μεταφέρεσαι σε μια άλλη εποχή, καθώς παντού τριγύρω υπάρχουν κειμήλια, εργαλεία και φορεσιές που έφεραν οι πρόσφυγες από τον Πόντο με τα καράβια.
Το μουσείο λειτουργεί εδώ και οχτώ χρόνια, ενώ κάθε καλοκαίρι γίνεται ένα μεγάλο πανηγύρι με ποντιακές λίρες και χορούς. Ο Φάνης Κοντοχρήστος πια ζει μόνιμα στην Αθήνα αλλά έρχεται συχνά για να δει τους δικούς του που έχουν μείνει πίσω. Ο ίδιος μεγάλωσε εκεί και έμαθε από πρώτο χέρι την ποντιακή διάλεκτο.
«Έμαθα ποντιακά στο σπίτι, από τη μαμά και τη γιαγιά μου. Όταν πήγα γυμνάσιο σε άλλο χωριό, πολλές από τις λέξεις δεν τις ήξερα. Για παράδειγμα, το ποπ κορν ή τις φακιόλες, εγώ τις έλεγα τσακλία. Το γιαούρτι, οξύγαλα» σημειώνει.
Τον τελευταίο καιρό έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια προκειμένου να καταγράψει σε βιβλίο τις μαρτυρίες των παππούδων και των γιαγιάδων που ζουν στο χωριό που έζησαν στο πετσί τους τι σημαίνει προσφυγιά. «Δεν υπήρχαν ρατσιστικά επεισόδια, αλλά στην αρχή δεν ήταν τόσο καλές οι σχέσεις με τα γύρω χωριά. Μόνο με το Μαλατέικο που ήταν απέναντι. Εκεί έγιναν και οι πρώτες κουμπαριές» καταλήγει.
Μία από τις πρώτες γιαγιάδες που ήρθε νύφη από το Μαλατέικο στο Μπαμπαλιό κάθεται σήμερα στο μπαλκόνι της και αγναντεύει τη θέα της λίμνης και του πατρικού της στο βάθος. Ακριβώς δίπλα είναι ο γιος της. «Δεν τη βρίσκεις πουθενά αλλού αυτού τη θέα. Βγαίνεις το πρωί και σε ξυπνάνε τα πουλιά. Ησυχάζει η ψυχή σου».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.