Τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι συλλογή γλυπτών που προέρχονται από την Ακρόπολη των Αθηνών τα οποία αφαιρέθηκαν και κλάπηκαν από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803, και μεταφέρθηκαν στη Βρετανία το 1806.
Το θέμα αυτό απασχολεί την Ελλάδα σχεδόν δύο αιώνες, αφού από το 1836 γίνεται προσπάθεια για την επιστροφή των αρχαιοτήτων του Παρθενώνα. Μάλιστα, το θέμα αυτό προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών όταν ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ρίσι Σούνακ ακύρωσε την προγραμματισμένη, συνάντηση που είχε με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Οι κλοπές μεταξύ χωρών είναι διαχρονικό φαινόμενο
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα όμως δεν είναι τα πρώτα πολύτιμα αντικείμενα που κάποιος κλέβει και καπηλεύει από μια ξένη χώρα. Το φαινόμενο αυτό είναι διαχρονικό από την αρχαιότητα όπου όχι μόνο σε συνθήκες πολέμου, αλλά και σε καιρό ειρήνης, και όχι μόνο από εχθρούς αλλά και από θεωρητικά φίλους.
Μία από τις μεγαλύτερες κλοπές αφορά ξανά -κατά κάποιο τρόπο - την Ελλάδα και πηγαίνει αρκετά πίσω στην εποχή του Βυζαντίου όταν οι ίδιοι οι Χριστιανοί με πρόσχημα την 4η Σταυροφορία το 1204 για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους, αλώνουν την Κωνσταντινούπολη και λεηλατούν την πόλη υφαρπάζοντας σχεδόν τα πάντα.
Υπεύθυνος για την επίθεση στην τότε μεγαλύτερη χριστιανική πόλη στον κόσμο, ο Ερρίκος Δάνδολος ο 41ος δόγης της Βενετίας. Γιατί όμως, η Βενετία η οποία αρχικά αποτέλεσε βυζαντινή επαρχία, μετά προτεκτοράτο και στη συνέχεια σύμμαχος και συνέταιρος του Βυζαντίου έφτασε στο σημείο να λεηλατήσει την Κωνσταντινούπολη και ουσιαστικά να βάλει τις βάσεις για την αποδυνάμωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την οριστική της διάλυση το 1453.
Η άνοδος της Βενετίας και η αποκοπή από το Βυζάντιο
Από την εποχή του Ιουστινιανού η Βενετία ενσωματώθηκε ως επαρχία στο βυζαντινό κράτος και ως ένα από τα φυλάκια της αυτοκρατορίας έχοντας δικούς της κυβερνήτες οι οποίοι εκλέγονταν από τους ίδιους τους κατοίκους. Οι Βενετοί συνέχιζαν να διατηρούν ένα αίσθημα αφοσίωσης προς το Βυζάντιο μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα όταν και η εμφάνιση του Καρλομάγνου και η επεκτατική του πολιτική έφερε τους Βενετούς σε δύσκολη θέση ειδικά ως προς τη σχέση τους με το Βυζάντιο.
Σε αυτό ήρθε να προστεθεί και η προσπάθεια του Πάπα για τη δημιουργία νέων συμμαχιών και η Βενετία αποτελούσε μια πρώτη προσπάθεια προσεταιρισμού και απομάκρυνσης από τα συμφέροντα του Βυζαντίου.
Το Βυζάντιο βλέποντας μια πρώην επαρχία του να αναπτύσσεται τόσο πολύ σε σημείο που να μπορεί να καθορίζει η ίδια τη μοίρα της προσπαθεί να διατηρήσει καλές σχέσεις ανοίγοντας ουσιαστικά μια πρώτη Κερκόπορτα με την προσφορά βυζαντινών τίτλων στους εκάστοτε δόγηδες.
Το τέλος του 11ου αιώνα η κατάσταση πλέον είχε ξεφύγει από τα χέρια των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Η αδυναμία του Βυζαντίου να ανταπεξέλθει στην όλο και αναδυόμενη άνοδο των δυτικών αυτοκρατοριών καθώς και των νέων εχθρών που προέκυπταν από την Ανατολή όπως οι Σελτζούκοι Τούρκοι, σε συνδυασμό με τη διαμάχη του Πάπα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, έφεραν τη Βενετία κυρίαρχη τόσο στην Αδριατική όσο και γενικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πλέον, η Βενετία είχε μετατραπεί σε ένα νέο ανεξάρτητο κράτος με τη δική του πολιτική αποκομμένο εντελώς από το Βυζάντιο. Την ίδια ώρα στη Ρώμη ο νέος Πάπας της Ρώμης, Ιννοκέντιος Γ', βάζει μπροστά το σχέδιο του για μια νέα σταυροφορία προς τους Αγίους Τόπους.
Η ανταπόκριση όμως των μεγάλων κρατών της Δύσης δεν ήταν αυτή που περίμενε ο ηγέτης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με αποτέλεσμα να στραφούν προς τη Βενετία η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξυπηρέτηση του σχεδίου το οποίο ήταν η μεταφορά του χριστιανικού στρατού με πλοία στην Αίγυπτο και από εκεί να ξεκινήσει η εκστρατεία για την κατάληψη της Ιερουσαλήμ.
Τελικά, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, η Βενετία αποφασίζει να λάβει μέρος στην εκστρατεία αφού πήρε τις οικονομικές εγγυήσεις που ζητούσε, ενώ μέσα στη συμφωνία κατάφερε να εξασφαλίσει πως μέρος των νέων εδαφών που θα κατακτούσαν οι σταυροφόροι θα γινόταν δικό της. Αυτό δεν άρεσε στον Πάπα, αφού ήξερε καλά πως το κίνητρο της Βενετίας για τη συμμετοχή της δεν είχε καμία σχέση με τον θρησκευτικό χαρακτήρα της Σταυροφορίας και ζήτησε να μην υπάρξει καμία επίθεση εναντίον άλλων χριστιανών.
Η προσπάθεια προσέλκυσης στρατού δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, κάτι που δημιούργησε πρόβλημα από την αρχή της εκστρατείας, αφού δεν θα μπορούσε να πληρωθεί το δάνειο που είχαν λάβει από τη Βενετία, η οποία ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε μια ανυπολόγιστη οικονομική καταστροφή. Έτσι, η πρόταση που έπεσε στο τραπέζι ήταν η κατάληψη της πόλης Ζάρα στις δαλματικές ακτές, που αποτελούσε εμπόδιο για το εμπόριο της Βενετίας.
Η λεηλασία της Ζάρα προκάλεσε την οργή του Ιννοκέντιου ο οποίος αφόρισε τους Βενετούς για την πράξη τους να πολεμήσουν και να εξολοθρεύσουν χριστιανούς. Οι ηγέτες της εκστρατείας βλέποντας πως η εκστρατεία πάει να τιναχθεί στον αέρα αποφασίζουν να μην εμφανίσουν ποτέ το χαρτί αφορισμού του Πάπα και παράλληλα να κάνουν αποδεκτή την πρόταση του διεκδικητή του θρόνου του Βυζαντίου, Αλεξίου Αγγέλου, για ανατροπή του σφετεριστή θείου του Αλέξιου Γ΄ Αγγέλου και την επαναφορά του πατέρα του Ισάακιο στον θρόνο με την αντίστοιχη οικονομική αμοιβή.
Έτσι, καταφέρνει και στρέφει τους σταυροφόρους προς την Κωνσταντινούπολη. Αρχικά οι σταυροφόροι προσπάθησαν να πείσουν τους κατοίκους για την επιστροφή του Ισαάκιου και του Αλέξιου Δ' αλλά η άρνηση τους οδήγησε στην πολιορκία της πόλης και την αλλαγή στον θρόνο.
Ο Αλέξιος Δ' καταβάλει μέρος των οικονομικών ανταλλαγμάτων κάτι που προκάλεσε την οργή των στρατιωτών. Την ίδια ώρα ο Αλέξιος Δ' ανατρέπεται και ο διάδοχος του Αλέξιος Ε' βάζει σε κίνδυνο τη Σταυροφορία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την πολιορκία και την λεηλασία και υφαρπαγή του πλούτου από τους στρατιώτες μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν τα πάντα στην Κωνσταντινούπολη
Κι ενώ οι στρατηγοί έμπαιναν στα ανάκτορα, οι στρατιώτες είχαν το ελεύθερο να λεηλατήσουν την πόλη. Για τον λόγο αυτό αποφάσισαν να φτιάξουν κανονισμούς για τη συλλογή και τη διανομή των λαφύρων. Οι κανόνες αυτοί όμως γρήγορα ξεχάστηκαν μπροστά στον ανυπέρβλητο πλούτο της Κωνσταντινούπολης. Βανδαλισμοί και τρεις πυρκαγιές που έκαιγαν ημέρες κατέστρεψαν περισσότερα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Γαλλίας!
Οι σταυροφόροι έκαναν στοχευμένες καταστροφές βγάζοντας όλο τους το μίσος για τους άπιστους Έλληνες που δεν πίστευαν στο Ρωμαιοκαθολικό Δόγμα. Περίπου 2.000 κάτοικοι σφαγιάστηκαν, την ώρα που η λαγνεία και η φιλαργυρία κυριαρχούσαν στους δρόμους της πόλης.
Τα πολύτιμα μνημεία της αρχαιότητας, από την εποχή του Μέγα Κωνσταντίνου και στέκονταν επί εννιά αιώνες γκρεμίστηκαν ολοσχερώς. Κάποια τα έβαλαν στα καράβια και άλλα όπως χρυσαφικά τα έλιωσαν. Σπίτια ιδιωτών, μοναστήρια κι εκκλησίες ξεγυμνώθηκαν από τον πλούτο τους. Τα Δισκοπότητα έγιναν κοινά ποτήρια αφού πρώτα αφαίρεσαν τα όποια κοσμήματα υπήρχαν πάνω τους. Ιερές εικόνες έγιναν τάβλες για παιχνίδια και τραπέζια.
Οι καλόγριες βιάστηκαν, ενώ η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, που ήταν το πρότυπο για τη δημιουργία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας και οι τάφοι του Μέγα Κωνσταντίνου και των υπόλοιπων διαδόχων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ρημάχτηκαν. Από τη μανία τους δεν γλίτωσε ούτε η σορός του Ιουστινιανού. Στην Αγιά Σοφιά οι ιππότες της Δύσης κατέστρεψαν την Αγία Τράπεζα και αφαίρεσαν όλο το χρυσό και το ασήμι το οποίο το μετέφεραν με άλογα και μουλάρια.
Οι λεηλασίες και οι καταστροφές διήρκησαν σχεδόν τρεις ημέρες με τα λάφυρα να γεμίζουν σχεδόν τρεις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης. Όπως ανέφεραν και οι ίδιοι οι στρατηγοί της εκστρατείας ποτέ ξανά από κτίσεως του κόσμου δεν βρέθηκαν τόσα πολλά λάφυρα σε μία μόνο πόλη.
Παρότι η αξία τους δεν προσδιορίστηκε ακριβώς, η εκτίμηση είναι πως η αξία τους ξεπερνούσε τα 400.000 αργυρά μάρκα, το υπερτετραπλάσιο του ποσού που είχαν δανείσει οι Βενετοί στους σταυροφόρους για την 4η Σταυροφορία.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204 συνιστά σημαντική καμπή στη μεσαιωνική ιστορία. Η απόφαση των Σταυροφόρων να επιτεθούν στην μεγαλύτερη χριστιανική πόλη στον κόσμο ήταν πρωτοφανής και οι λεηλασίες σε συνδυασμό με τις βαρβαρότητες των Σταυροφόρων σκανδάλισαν και τρομοκράτησαν τον Ορθόδοξο κόσμο.
Οι σχέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας επλήγησαν καταστροφικά για πολλούς αιώνες και δεν αποκαταστάθηκαν σχεδόν ποτέ. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βγήκε εντελώς αποδυναμωμένη, φτωχότερη και λιγότερο ικανή να ανατρέψει τον εκτουρκισμό της Μικρασιατικής ενδοχώρας.
Οι ενέργειες των Σταυροφόρων επιτάχυναν άμεσα την κατάρρευση της χριστιανοσύνης στα ανατολικά και μακροπρόθεσμα διευκόλυναν την επέκταση του Ισλάμ στην Ευρώπη.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.