Σπίτια βουλιαγμένα κάτω από νερά, ψυχές χωμένες κάτω από τόνους λάσπης, κραυγές αγωνίας και απόγνωσης, τηλέφωνα που δεν έχουν απάντηση, σειρήνες, πλημμυρισμένοι δρόμοι, καταστροφή. Οι εικόνες από τη Λάρισα, το Βόλο, την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα, κατακλύζουν τα social media όλη την εβδομάδα που πέρασε.
Για μία ακόμα φορά, μοναδική «κρατική πρόληψη» είναι τα μηνύματα των εκκενώσεων που ηχούν από το 112, καθώς η Πολιτεία είναι απούσα. Η μοναδική βοήθεια προέρχεται από τους εθελοντές και τις ομάδες αλληλεγγύης που στήθηκαν αμέσως στις περιοχές που βούλιαξαν μέσα στα λασπόνερα.
Δύο χρόνια νωρίτερα, η βόρεια Εύβοια δοκιμαζόταν από την πύρινη λαίλαπα, αφού περίπου 500.000 στρέμματα έγιναν στάχτη, χιλιάδες σπίτια και καλλιέργειες καταστράφηκαν, ζώα κάηκαν ζωντανά στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν.
Οι κάτοικοι, ακόμα μετρούν τις πληγές τους. Πέρα από την τραγικότητα των καταστροφών, οι οποίες στάθηκαν ως αφορμή για να γραφτούν αυτές οι γραμμές, πρέπει να δοθεί έμφαση και στο ψυχικό τραύμα που έχουν προκαλέσει σε εκείνους που αναμετρήθηκαν με αυτές: μετατραυματικό στρες, αγωνία, φόβος, ανασφάλεια, εφιάλτες, κρίσεις πανικού. Μετά από κάθε καταστροφή, έρχεται η ανασύνταξη.
Πέρα από την μάχη που δίνουν ώστε να καταφέρουν να σώσουν τα απομεινάρια της, έχουν να αναμετρηθούν με μία ακόμα μάχη, αυτή με τον ίδιο τους τον εαυτό.
«Ένιωθα ότι είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση»
«Εγκαταλείψαμε το σπίτι μας που είναι ισόγειο, κάπου στο χάραμα. Τρέχαμε με τους γονείς μου να βάλουμε σακιά με άμμο, για να μην περάσει το νερό. Μάταια. Ανεβήκαμε στο σπίτι των γονιών μου. Όλο το βράδυ ακούγαμε φωνές και σειρήνες», λέει στο Reader ο Θωμάς Βολιώτης, κάτοικος της συνοικίας Άγιος Θωμάς στη Λάρισα, η οποία επλήγησε από την κακοκαιρία.
Οι φωτογραφίες από το δρόμο που διαμένει που αποτυπώνουν ανθρώπους να προσπαθούν να τον διασχίσουν και το νερό να φτάνει μέχρι το στέρνο τους, είναι ενδεικτικές για το μέγεθος της καταστροφής.
«Πόλεμος. Όλη η πόλη είναι σε αυτή την κατάσταση», μου εξηγεί. «Το ρεύμα είναι κομμένο, το νερό ίσα-ίσα που τρέχει. Δυστοπία. Άνθρωποι που αγνοούνται, άνθρωποι εγκλωβισμένοι μέσα στα σπίτια τους που περιμένουν να καταφθάσουν οι διασώστες, χωρίς κινητά τηλέφωνα».
Τη στιγμή που μου μιλά, ΕΚΑΒ επιχειρούν να διασώσουν ό,τι μπορούν. Ο ίδιος με την οικογένειά του είναι σε ασφαλές σημείο, κατάφεραν να απεγκλωβιστούν με τη βοήθεια δύο πυροσβεστών.
Διάφορες ομάδες αλληλέγγυων στήνονται σε σημεία για να βοηθήσουν μαζί με τους γιατρούς. «Επικρατεί ένας πανικός, όλοι τρέχουν για να βοηθήσουν», προσθέτει ο Θωμάς.
Ο αριθμός των νεκρών και των αγνοουμένων, ασαφής. «Να βγει ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας και να μας πει τι αντιπλημμυρικά έργα έχει κάνει», τονίζει, με μία δόση αγανάκτησης.
Το τραύμα από τη σκληρότητα και η καταστροφή που έπεφερε η σφοδρότητα του φαινομένου, θα μείνει για πολύ καιρό καταχωνιασμένο μέσα του. «Έπαθα κρίση πανικού. Έκλαιγα με λυγμούς. Θυμός, λύπη. Αυτά αισθάνομαι. Έχω μετατραυματικό στρες, πετάγομαι στον ύπνο μου. Οι γονείς μου είναι με ζάναξ», μου λέει, τη στιγμή που μου προωθεί εικόνες τραβηγμένες από το κινητό του, οι οποίες δείχνουν τα ποτάμια της λάσπης να έχουν εισχωρήσει στα σπίτια.
Την ίδια στιγμή, στην Καρδίτσα, οι χείμαρροι έχουν σκεπάσει τα πάντα. Ίσα-ίσα που αχνοφαίνονται οι σκεπές των σπιτιών, τα οποία είναι βουλιαγμένα. Κάτοικοι εγκλωβισμένοι, τρομαγμένοι, που προσπαθούν να ξεφύγουν.
Τι μέλλει γενέσθαι, άγνωστο. «Δεν έχουμε ρεύμα και νερό. Χρειαζομαστε ανθρωπιστική βοήθεια. Υπάρχουν άνθρωποι στο Πολιτιστικό Κέντρο Παλαμά, που χρειάζονται φάρμακα και νοσοκομείο, υπάρχουν αγνοούμενοι, υπάρχουν άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε ταράτσες και σε ψηλά σπίτια, όπου και εκεί το νερό φτάνει τα δύο μέτρα περίπου», λέει από την πλευρά της η Κατερίνα Ντραχά, κάτοικος του Παλαμά Καρδίτσας, μιλώντας στο Reader.
«Η κατάσταση είναι τραγική. Mας πνίξανε. Την ημέρα της καταστροφής, μας ενημέρωσαν ότι φούσκωσε το ποτάμι στις 5 τα ξημερώματα, στις 5:30 ήδη κάποια σπίτια είχαν πλημμυρίσει και το μήνυμα από το 112 ήρθε στις 6.30. Εμείς είμαστε ασφαλείς, όμως το σπίτι μας πλημμύρισε. Υπάρχουν άτομα από το φιλικό μας περιβάλλον με τα οποία δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε, γιατί δεν έχουν μπαταρία στα κινητά τους».
Τη στιγμή που μου μιλά, ΕΜΑΚ και στρατός, από κοινού με εθελοντές και νέα παιδιά από τη γύρω περιοχή, συνδράμουν, παλεύοντας να απεγκλωβίσουν και να βοηθήσουν τους πληγέντες.
Περιγράφοντας τα όσα βίωσε, η Κατερίνα ανέφερε πως ξύπνησε τα παιδιά της τα ξημερώματα για να τα φυγαδεύσει με τρακτέρ μέσα στο σκοτάδι, ώστε να πάνε σε ένα ψηλότερο σημείο στον Παλαμά.
«Αισθανόμουν φόβο, ένιωθα ότι είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση. Είμαι εξοργισμένη. Γιατί περίμεναν ότι θα έρθει μεγάλος όγκος νερού, όμως παρ΄όλα αυτά, δεν έκαναν τίποτα. Κανονικά θα έπρεπε ο στρατός να είναι σε ετοιμότητα από τα ξημερώματα, όχι να έρθει την Τετάρτη το μεσημέρι».
»Είναι απαράδεκτοι και ανίκανοι, πρέπει να παραιτηθούν. Τρία χρόνια μετά τον Ιανό, δεν έγινε κανένα αντιπλημμυρικό έργο, παρά μόνο για τα μάτια του κόσμου άνοιξαν λίγο το ποτάμι στην Καρδίτσα. Αυτή τη φόρα το νερό ήταν πολύ περισσότερο από τότε. Ακούω τα ελικόπτερα, βλέπω το στρατό με τα φουσκωτά».
»Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω όλο αυτό που ζούμε. Εχουν χαθεί σπίτια, αμάξια, κατάστηματα και αγροτικές καλλιέργειες αλλά το βασικότερο όλων, είναι ότι έχουν χαθεί ανθρώπινες ζωές και δεν ξέρουμε ακόμα τον αριθμό τους. Δεν μπορώ να πιστέψω τι καταστάσεις είναι αυτές που ζούμε. Δεν περίμενα ότι θα συμβεί αυτό εν έτει 2023».
«Η εικόνα ηλικιωμένων να κλαίνε, είναι αποκαρδιωτική»
Βόλος. Δρόμοι κομματιασμένοι, λάσπη, σπίτια κατεστραμμένα, ζώα πνιγμένα. Ο Ευθύμης Λαμπαδάς, κατέφθασε τις τελευταίες ημέρες στην περιοχή, για να συνδράμει, ως εθελοντής με κλιμάκιο της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, να βοηθήσει τους κατοίκους να καθαρίσουν τα σπίτια τους.
Όπως επισημαίνει μιλώντας στο Reader, στην πόλη υπάρχει ο χείμαρρος Κραυσίδωνας -που ξεκινά από τη Μακρινίτσα και καταλήγει στη θάλασσα- ο οποίος υπερχείλισε. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σπίτια τα οποία βρίσκονται στα οικοδομικά τετράγωνα που τον πλαισιώνουν, από τη Νέα Ιωνία μέχρι την παραλία και το παλιό Λιμεναρχείο, να έχουν υποστεί τεράστια καταστροφή, με το νερό να ξεπερνά το 1.40 σε ύψος.
«Όσα μαγαζιά ή σπίτια είναι ισόγεια, έχουν καταστραφεί ολοσχερώς, ενώ οι κάτοικοι προσπαθούν ολομόναχοι με φτυάρια και με τη βοήθεια όσων εθελοντών βρίσκονται στην περιοχή, να βγάλουν τις λάσπες από τα σπίτια τους και να τα καθαρίσουν».
»Όσα σκαπτικά εργαλεία έχουν έρθει, μαθαίνουμε ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Εμείς πηγαίνουμε σε κάποια σπίτια που είναι βουλιαγμένα στις λάσπες, καθαρίζουμε και βοηθάμε να πετάξουν ό,τι έχουν -ψυγεία, ντουλάπες και διάφορα άλλα έπιπλα ή αντικείμενα που έχουν καταστραφεί. Τις προάλλες, καθαρίσαμε και μία πεζογέφυρα η οποία είναι από τις λίγες που άντεξαν με την κακοκαιρία και πλέον μπορούν να τη διασχίσουν δίκυκλα και πεζοί».
»Ο κρατικός μηχανισμός είναι απών, ενώ το μοναδικό πράγμα που έχει φανεί να προχωρά μέχρι στιγμής, είναι οι καταγραφές στα σπίτια. Ο δήμαρχος, ο κύριος Μπέος, πανηγύριζε ότι ήρθε το νερό, ενώ εμείς όσες μέρες είμαστε εδώ, κάνουμε μπάνιο με πλαστικά μπουκάλια», τονίζει ο Ευθύμης.
«Η εικόνα που βλέπει, αποκαρδιωτική, όπως λέει. «Εμείς έχουμε πάει σε σπίτια ηλικιωμένων ανθρώπων, που είναι ανήμποροι. Είδαμε ανθρώπους να κλαίνε, ανθρώπους να έχουν χάσει την περιουσία τους. Είναι η κύρια κατοικία τους εκεί, δεν έχουν πουθενά αλλού να μείνουν».
»Ωστόσο, επειδή τα παλιά προσφυγικά σπίτια είναι δίπατα, έχουν συνήθως ημιυπόγειο και πρώτο όροφο, τουλάχιστον κάποιοι μπορούν να μείνουν στον πρώτο και δεν έμειναν άστεγοι. Το βασικό πρόβλημα επίσης, είναι ότι ακόμα δεν υπάρχει ρεύμα και νερό».
»Το νερό έχει φτάσει πάνω από τις πρίζες. Αυτό σίγουρα θα συνεχιστεί για τον επόμενο μήνα, μέχρι να απομακρυνθούν όλοι αυτοί οι τόνοι λάσπης και χώματος».
«Βλέπω εφιάλτες ότι ξυπνάω και αντικρίζω το δάσος να καίγεται»
Το ημερολόγιο έγραφε 6 Αυγούστου 2021. Ήταν γύρω στις 2:30 το βράδυ, όταν η Μαρία Σταμούλου είδε από το παράθυρο του δωματίου της τις φλόγες να καταφθάνουν στο χωριό και στη συνέχεια να ξεπηδούν στην αυλή του σπιτιού της στους Παπάδες, στη Βόρεια Εύβοια.
Όμως δεν έφυγε, δεν άκουσε τις εντολές των εκκενώσεων. Άρπαξε το λάστιχο και, μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού -κυρίως όσους ήταν νεότεροι- παρέμειναν εκεί και πάλεψαν για τις περιουσίες τους. Θυμάμαι τη φωνή της όταν μου περιέγραφε πως έδιναν μάχη με τους πυκνούς μαύρους καπνούς που είχαν θολώσει τα πάντα.
Δύο χρόνια μετά, τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Δύο χρόνια μετά, οι κάτοικοι είναι αφημένοι στη μοίρα τους και μετρούν τις πληγές τους. Μελισσοκόμοι και ρητινοπαραγωγοί έχουν χάσει το βιός τους, έχουν χάσει τις δουλειές τους. Ο πνεύμονας πρασίνου έχει στερέψει. Η πολιτεία, ξανά απούσα. Το ψυχικό τραύμα δεν μοιάζει να έχει επουλωθεί.
«Δεν είχαμε κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Ήταν μια ομάδα εθελοντών που αποτελούταν από κατοίκους -κυρίως νέα παιδιά. Κατά τις 11 το βράδυ, με πήρε τηλέφωνο ο αδερφός μου και μου είπε να ειδοποιήσω όποιον μπορώ από το χωριό, διότι η φωτιά είχε περάσει ένα χαντάκι και ήταν θέμα χρόνου να καταφθάσει στο χωριό», λέει μιλώντας στο Reader.
«Εμείς ήμασταν μαζεμένοι στην πλατεία του χωριού, η οποία είναι υπερυψωμένη, και βλέπαμε τη φωτιά από μακριά. Γύρω στα μεσάνυχτα, έφθασαν στο χωριό αστυνομικοί και έδωσαν εντολή στους κατοίκους να εκκενώσουν το χωριό άμεσα. Ορισμένοι επέλεξαν να φύγουν διότι είχαν κρίσεις πανικού, είχαν μικρά παιδιά και φοβόντουσαν πολύ».
»Μια κοπέλα στη γειτονιά που είχε ένα νεογέννητο παιδί, έφυγε, ενώ ο άνδρας της έκατσε πίσω. Αν έφευγε, αυτή τη στιγμή δεν θα είχαν σπίτι διότι, το δικό τους ήταν από τα ακριανά του χωριού. Εγώ ήμουν από εκείνους που επέλεξαν να μείνουν», εξηγεί η Μαρία.
Περιγράφοτας τις στιγμές λίγο πριν η πύρινη λαίλαπα φθάσει στο χωριό, η ίδια επισημαίνει πως τότε, ορισμένα παιδιά πήγαν και γέμισαν με νερό τους ψεκαστήρες των τρακτέρ, καθένα από τα οποία ήταν επανδρωμένο με τρία άτομα. Η ίδια πήγε και έριχνε νερό σε ό,τι ξερά ξύλα και χόρτα υπήρχαν γύρω από τα σπίτια για να μην επεκταθούν οι φλόγες. «Αυτό μπορούσαμε να κάνουμε εκείνη τη στιγμή, διότι ήμασταν ένα χωριό με 20 άτομα». Ο πρόεδρος του χωριού είχε καλέσει τον διοικητή της αστυνομίας να τον ενημερώσει ότι χρειαζόμαστε άμεσα ένα πυροσβεστικό γιατί καιγόμαστε, το οποίο δεν κατέφθασε ποτέ.
«Καταφέραμε να σώσουμε πάρα πολλά σπίτια μόνοι μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα από τα παιδιά που είχε σβήσει τέσσερις φορές ένα σπίτι, του οποίου ο ιδιοκτήτης το είχε παρατήσει με ξερά ξύλα και κυψέλες. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να καίγεται το δικό του σπίτι, το οποίο ευτυχώς έσωσε. Όταν η φωτιά περασε, είχε πλέον ξημερώσει». Παράλληλα, όπως προσθέτει, «όλοι φταίνε σε μια φωτιά, η πολιτεία, οι αρχές και εμείς οι ίδιοι».
»Πρόληψη δεν υπήρξε ούτε από το κράτος, ούτε από το δασαρχείο και ο δήμος ήταν ανύπαρκτος. Χάσαμε σπίτια, χάσαμε ελαιόδεντρα, χάσαμε τα πάντα. Ο αδερφός μου ήταν ρητινοπαραγωγός, αυτό ήταν το βασικό τους επάγγελμα».
»Δεν τον βοήθησε κανείς, δεν υπήρξε η παραμικρή στήριξη από το κράτος. Η στήριξη από τον κόσμο και η αλληλεγγύη ήταν αυτή που μας έσωσε. Οι αποζημιώσεις που δόθηκαν σε πολύ λίγα άτομα που ήταν εκεί η κύρια κατοικία τους, ήταν ψίχουλα. Πως θα τα βγάλουμε πέρα;», αναρωτιέται η Μαρία.
Θέλει να ξεχάσει αυτή την ημερομηνία, καθώς είναι ένα βίωμα που την έχει επηρεάσει βαθιά. «Ακόμα και σήμερα βλέπω εφιάλτες, μου έρχονται εικόνες. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να καταφέρω να κοιμηθώ τότε. Είχα ανασφάλεια. Όταν έκλεινα τα μάτια, το μυαλό μου κατέκλυζαν οι φλόγες που μας περικύκλωσαν. Επειδή το παράθυρο του δωματίου μου απέναντι από το κρεβάτι μου βλέπει το δάσος, έβλεπα στον ύπνο μου ότι ξυπνούσα και καιγόταν ξανά, ότι είχε αναζωπύρωση. Είναι κάτι που με έχει στοιχειώσει μέχρι σήμερα».
«Οι πληγέντες παρουσιάζουν μετατραυματικό στρες»
Ποιο είναι όμως το ψυχικό τραύμα των φυσικών καταστροφών και πως αυτό αποτυπώνεται στους πληγέντες; «Γενικά το τραύμα προκαλείται στα άτομα τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με μεγάλα και στρεσογόνα γεγονότα που δεν μπορούν να ελέγξουν ή να διαχειριστούν συναισθηματικά. Και είναι απόλυτα φυσιολογική αντίδραση, ειδικά όταν μιλάμε για περιστατικά όπως οι φυσικές καταστροφές», λέει στο Reader η ψυχολόγος Μαριάννα Αναγνωστοπούλου, μέλος της μη κυβερνητικής εταιρείας ΑμΚΕ Ίασις, η οποία είχε αποστείλει κλιμάκια που παρείχαν δωρεάν ψυχοκοινωνική υποστήριξη στους πληγέντες της βόρειας Εύβοιας τότε και της Καρδίτσας τώρα.
«Τι είναι στρεσογόνο για τον καθένα από εμάς είναι υποκειμενικό, άρα το τραύμα έχει πολλές διαφορετικές συνιστώσες και συνέπειες όπως εκδηλώνεται, που μπορεί να είναι και μακροχρόνιες. Η υποκειμενικότητα του τραύματος και η επούλωσή του εξαρτάται από το πως το βιώνει κάθε άτομο», προσθέτει.
Τα πιο σύνηθη συμπτώματα που βλέπουν μετά από φυσικές καταστροφές, σύμφωνα με την ίδια, είναι το μετατραυματικό στρες, το οποίο εμφανίζεται ίσως και αρκετό καιρό μετά το γεγονός, όταν το άτομο βγει από το σοκ και συνειδητοποιήσει τι συνέβη.
«Τα συμπτώματα που συναντάμε συνήθως στα άτομα που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές, είναι μεγάλο συναισθηματικό βάρος, ένα μόνιμο άγχος και μια στεναχώρια, εκρήξεις θυμού και αναμνήσεις από το γεγονός, οι οποίες έρχονται εμβόλιμα και ξαφνικά με τη μορφή flashback. Δηλαδή κάθε άτομο αναβιώνει συνεχώς τη σκηνή που είχε ζήσει τότε, την ώρα που μπορεί να είναι στη δουλειά ή να απασχολείται με κάτι».
»Αυτές οι αρνητικές σκέψεις του τραύματος δυσκολεύουν την καθημερινότητα και τη διάθεση των ατόμων, τα οποία έχουν έλλειψη όρεξης και αβεβαιότητα για το μέλλον. Τα σημάδια του τραύματος, είναι ένα συνοθήλευμα αυτών των πραγμάτων».
Το πιο σημαντικό, όπως λέει η κ. Αναγνωστοπούλου, είναι να αποζητήσουν τη βοήθεια ειδικού.
«Αυτό που αναφέρω σαν tip στους ανθρώπους που βρίσκονται στον ευρύτερο κύκλο εκείνων που έχουν βιώσει το τραύμα, είναι να ακούσουν τα άτομα και να θεωρήσουν φυσιολογικές οποιεσδήποτε αντιδράσεις δεν θέτουν σε κίνδυνο τον εαυτό τους ή τους γύρω καθώς και να δείξουν κατανόηση. Δεν ξέρω κατά πόσο οι υποκειμενικές συμβουλές βοηθάνε, οπότε το βέλτιστο είναι να γίνεται ενεργητική ακρόαση. Και φυσικά να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ότι πρόκειται για κάτι εξαιρετικά βαρύ, οπότε είναι φυσικό το άτομο να νιώθει τρομερή ψυχολογική κατάπτωση».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.