Είναι από εκείνες τις πολύκροτες υποθέσεις που στιγμάτισαν το πανελλήνιο, όχι μόνο για τον ανατριχιαστικό τρόπο με τον οποίο ο Γιώργος Σκιαδόπουλος σκότωσε τη σύντροφο του, τον Γενάρη του 1999, αλλά και για την προκλητική στάση που κράτησε στην συνέχεια, αναζητώντας την ακόμη και σε τηλεοπτικές εκπομπές.
Παιδί αστικής οικογένειας, ο μόλις 24χρονος τότε Γιώργος Σκιαδόπουλος αξιωματικός εμπορικού ναυτικού με καταγωγή από Καβάλα, ένα παιδί που ίσως αν περνούσε από δίπλα σου να μην το πρόσεχες, άλλος ένας νεαρός της ηλικίας του, που ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς τι ήταν ικανός να κάνει.
Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος έμελλε να κάνει όλη την κοινωνία να παγώσει με την φρικαλεότητα και την βαναυσότητα των πράξεών του. «Την σκότωσα γιατί δεν άντεχα να την αποχωριστώ ούτε μια ώρα» θα δηλώσει στους αστυνομικούς που τον συλλαμβάνουν για το άγριο έγκλημα που είχε διαπράξει.
Η μοιραία γνωριμία
Tην Αμερικανίδα Τζούλι Μαρί Σκάλι, την γνώρισε κατά την διάρκεια ταξιδιού του με το κρουαζιερόπλοιο GALAXY, στο οποίο εργαζόταν ως αξιωματικός. Οι δυο τους ερωτεύτηκαν και το νεαρό μοντέλο αποφάσισε να αφήσει την ζωή της στην Αμερική και να έρθει να εγκατασταθεί στην Ελλάδα για να είναι μαζί του. Η ίδια είχε ένα μικρό κορίτσι με τον πρώην σύζυγό της.
Οι εντάσεις στη σχέση τους ξεκίνησαν από νωρίς, καθώς ο Σκιαδόπουλος εξέφραζε έντονη δυσαρέσκειά για την καθυστέρηση του γάμου τους λόγω του ότι η Τζούλι ήταν καθολική, ενώ το γεγονός ότι δεν είχε ολοκληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ενίσχυε την πεποίθησή του πως η Τζούλι θα τον εγκαταλείψει.
Ήταν εκείνη η μέρα που η Τζούλι εξέφρασε την επιθυμία της να επισκεφθεί την κόρη της στην Αμερική που θα σηματοδοτούσε την αντίστροφη μέτρηση για την τέλεση ενός από τα πιο σκληρά και αδιανόητα για τον ανθρώπινο νου εγκλήματα.
Την Παρασκευή 8 Ιανουαρίου, οι δυο τους νοικιάζουν ένα αμάξι με προορισμό την Αθήνα, προκειμένου να παραλάβει η Τζούλι κάποια πράγματά της που είχαν έρθει από την Αμερική. Στη διαδρομή ξεσπά καυγάς, καθώς η Τζούλι του εκφράζει τους προβληματισμούς της σχετικά με τον επικείμενο γάμο τους και του ζητά να την ακολουθήσει στην Αμερική γιατί δεν μπορεί να βρίσκεται μακρυά από το παιδί της. Εκείνος αντιλαμβάνεται ότι αυτό θα σηματοδοτούσε το τέλος της σχέσης τους.
Η στιγμή που τέλειωσαν όλα
Στο 132 χιλιόμετρο της εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης, ο Σκιαδόπουλος κάνει παράκαμψη και μπαίνει σε ένα χωματόδρομο. Σταματά το αυτοκίνητο και η Τζούλι αρχίζει να νιώθει την απειλή. Αρχίζει να φωνάζει από τρόμο και τότε ο Σκιαδόπουλος την ακινητοποιεί και την πιάνει από τον λαιμό σφίγγοντας την με όλη του την δύναμη. Τη στραγγαλίζει και εκείνη αφήνει την τελευταία της πνοή.
Η Τζούλι είναι νεκρή και ο δολοφόνος μένει να σκέφτεται την επόμενη κίνησή του. Πώς θα ξεφορτωθεί το πτώμα της.
«Επειδή είχαμε γνωριστεί στη θάλασσα, σκέφτηκα να πετάξω το πτώμα της κάπου που να υπάρχει νερό.» είναι η ανατριχιαστική εξομολόγηση του στον Πάνο Σόμπολο. «Συγκεκριμένα σκέφτηκα να την κάψω και τη στάχτη της να την πετάξω στη θάλασσα και μετά να αυτοκτονήσω.»
Τοποθετεί το πτώμα της γυναίκας στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και οδηγεί μέχρι την Πέραμο για να αγοράσει ένα μπιτόνι βενζίνη για να την κάψει. Ο Σκιαδόπουλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος και συγκεκριμένα σε σημείο όπου υπάρχουν δύο λίμνες. Βγάζει το πτώμα από το αυτοκίνητο και το αφήνει στην όχθη της μιας λίμνης περιλούζοντάς το με βενζίνη αλλά συνειδητοποιεί ότι δεν είναι τόσο εύκολο να την κάψει, αφού η φωτιά σβήνει και το πτώμα της παραμένει εκεί.
Αποφασίζει να ξεφορτωθεί το πτώμα βάζοντάς το σε μια μεγάλη μαύρη βαλίτσα που είχε δει στο σπίτι της γιαγιάς του. Ξαναβάζει την νεκρή Τζούλι στο αμάξι και κατευθύνεται στο σπίτι της γιαγιάς του για να πάρει την βαλίτσα.
Η φρικαλεότητα δεν έχει τελειωμό. Γυρνώντας στις όχθες της λίμνης επιχειρεί να βάλει το νεκρό σώμα στη βαλίτσα αλλά το κεφάλι της γυναίκας περισσεύει. Επιστρέφει και πάλι στο σπίτι της γιαγιάς του για να πάρει αυτή τη φορά ένα σιδεροπρίονο. Οι επόμενες ώρες στη λίμνη αγγίζουν την τρέλα. Ο δολοφόνος κόβει το κεφάλι της γυναίκας και προσπαθεί να κάψει το σώμα της για δεύτερη φορά για να την κάνει στάχτη.
Στο βιβλίο του Πάνου Σόμπολου "Τα Εγκλήματα που Συγκλόνισαν την Ελλάδα" περιγράφονται στιγμή προς στιγμή οι κινήσεις του δολοφόνου, με τον Σκιαδόπουλο να λέει: «Δεν τα κατάφερα όμως (σ.σ. να την κάψει). Έβαλα το σώμα της στη βαλίτσα, την έκλεισα και την πέταξα στην λίμνη. Το κεφάλι της το έβαλα στην πορτμπαγκάζ με σκοπό να το πετάξω στην θάλασσα. Έτσι ξεκίνησα με το αυτοκίνητο για Καβάλα».
«Στη μέση της διαδρομής πέταξα το σιδεροπρίονο, το μπιτόνι και τον αναπτήρα. Φτάνοντας στην Καβάλα, στην παραλία Καλαμίτσα, κοντά στα βράχια, πέταξα το κεφάλι.»
Απτόητος συνεχίζει το ταξίδι του προς τον αρχικό προορισμό, την Αθήνα, όπου πλάθει την ιστορία της εξαφάνισης της Τζούλι.Με μια φωτογραφία της στο χέρι, γυρνάει και ρωτάει παντού αν την είδαν, τηλεφωνεί ακόμη και στην Καβάλα λέγοντας στους συγγενείς του πως την έχασε στην Αθήνα.
Δηλώνει την εξαφάνισή της στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας και την αναζητά με αγωνία ακόμη και σε τηλεοπτικές εκπομπές, δίνοντας τους φωτογραφίες και στοιχεία αλλά ποτέ πηγαίνοντας να εμφανιστεί ο ίδιος.
Μετά από λίγο καιρό όμως άρχισε να πέφτει σε αντιφάσεις και τελικά δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο από το να ομολογήσει το φρικτό έγκλημα που είχε διαπράξει. Υπέδειξε στις Αρχές που πέταξε το πτώμα, αλλά το κεφάλι της Τζούλι δεν εντοπίστηκε ποτέ.
Καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό, σε ισόβια κάθειρξη χωρίς αναστολή. Στην Έφεση που ασκήθηκε στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης το 2002, τα ισόβια μετατράπηκαν σε 23 χρόνια λόγω καλής διαγωγής. Η απόφαση του Εφετείου προκάλεσε όπως ήταν φυσικό θύελλα αντιδράσεων όχι μόνο από την ελληνική κοινωνία αλλά και από την αμερικανική πλευρά, η οποία έκανε λόγο για ελαστικότητα της δικαιοσύνης.
Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος έμεινε τελικά στην φυλακή δέκα χρόνια για την δολοφονία της Τζούλι Σκάλι.
Το 2009 αποφυλακίστηκε και μετακόμισε στην Κομοτηνή, ξεκινώντας επιχείρηση στεγνοκαθαριστηρίου για ρούχα στο κέντρο της πόλης την οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα, εξυπηρετώντας μάλιστα την πλειοψηφία των φοιτητών.
Το σοκαριστικό έγκλημα του Σκιαδόπουλου ήταν μια από τις υποθέσεις που ενέπνευσαν τον Πάνο Κοκκινόπουλο και έγινε επεισόδιο στην 10η εντολή με τίτλο «Σε βαθιά νερά».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.