Μενού
gen-z
Shutterstock
  • Α-
  • Α+

Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια την επιλογή της τηλεργασίας. Χιλιάδες εργαζόμενοι πήραν ένα νέο δρόμο, μακριά από γραφεία, άσκοπες μετακινήσεις μέσα στην κίνηση, περιττά έξοδα, καταπιεστικά οκτάωρα -στην καλύτερη- τοξικά περιβάλλοντα και πιεστικές συνθήκες.

Έτσι, όταν οι ρυθμοί μετά το πρώτο ξέσπασμα, επανήλθαν στο «φυσιολογικό», πολλοί νέοι, επιστρέφοντας στα γραφεία ή δοκιμάζοντας για πρώτη φορά τι εστί να δουλεύει κάποιος σε περιβάλλον γραφείου, παραιτήθηκαν μαζικά από τις δουλειές τους. Αυτό έγινε τάση, που ονομάστηκε ως «η μεγάλη παραίτηση» και αφορούσε κυρίως τα παιδιά της GenZ.

Μάλιστα, έρευνες που έγιναν έδειξαν ότι η συγκεκριμένη γενιά επιθυμεί η δουλειά της να έχει αντίκτυπο και μπαίνει στον εργασιακό στίβο με πολύ υψηλές προσδοκίες, ενώ θέλει ευελιξία. Παράλληλα, οι εκπρόσωποι της Gen Z έχoυν πολύ μικρότερο attention span (χρονική διάρκεια κατά την οποία κάποιος μπορεί να μείνει προσηλωμένος σε κάτι), ενώ είναι μια γενιά πιο ανεξάρτητη παρά συνεργατική και λιγότερο ανεκτική σε εργοδοτικές συμπεριφορές που δεν ανέρχονται στο ύψος των προσδοκιών της.

Ενώ οι παλαιότερες γενιές «ξοδεύουν» σχεδόν 5 χρόνια κατά μέσο όρο σε μια δουλειά, η genZ φαίνεται να μένει περίπου δύο χρόνια κατά μέσο όρο. Φαίνεται επίσης να ξεσηκώνεται ευκολότερα για μετακινήσεις στο χώρο εργασίας, να μη «βολεύεται» σε συνθήκες που δεν την ικανοποιούν απόλυτα, να μην μένει σε μια αδιέξοδη στασιμότητα που, από ένα σημείο και έπειτα, φέρνει μια αναπόφευκτη φθορά.

Δεν έχει να κάνει με τεμπελιά, αλλά με ένα εντελώς διαφορετικό mindset που δεν βάζει ως απώτερο σκοπό της ζωής την επαγγελματική ανέλιξη και το κύρος, αλλά τις στιγμές της ζωής που χάνονται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου. Γιατί αυτές δεν γυρνούν ποτέ πίσω. Τρία παιδιά της GenZ μίλησαν στο Reader για τους λόγους που τους ώθησαν να παρατήσουν τις δουλειές γραφείου και να κάνουν κάτι πιο δημιουργικό, χωρίς εργοδότες και αφεντικά.

«Παραιτήθηκα και έγινα freelancer»

Όταν άνοιξε την πόρτα του γραφείου και αντίκρισε το χώρο, η απόφαση ήρθε σχεδόν στιγμιαία. Ήταν μόλις στα 23, λίγο μετά την αποφοίτηση, όταν μετά από πολλά απεσταλμένα βιογραφικά, μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία, την κάλεσε για συνέντευξη.

«Πενθήμερο οκτάωρο τυπικά, αλλά επειδή ο φόρτος δουλειάς είναι παραπάνω, οι περισσότεροι καθόμαστε 9 με 10 ώρες» της είπε χαριτολογώντας η υπεύθυνη του HR στην τελική φάση της συνέντευξης. Όμως αποφάσισε να το δοκιμάσει.

«Στο πρώτο τρίμηνο είχα ήδη μετανιώσει για την απόφασή μου. Κάθε πρωί πηγαίναμε στην εταιρεία στις 10 και φεύγαμε στην καλύτερη 7-8 το απόγευμα. Εγώ τότε δεν είχα αυτοκίνητο, οπότε για να φτάσω από τη Δάφνη που έμενα,στην εταιρεία που ήταν στο Μαρούσι, διέσχιζα με μετρό και λεωφορεία τη μισή Αθήνα. Έκανα σίγουρα μία ώρα για να φτάσω».

«Υπήρξαν φορές που, επειδή μπορεί να καθυστερούσε το λεωφορείο και να αργούσα 15-20 λεπτά, η υπέυθυνη μου φώναζε τόσο πολύ, σαν να ήμουν στο σχολείο και να έκανα κοπάνα. Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά πιεστικές, αφού μιλάμε για τεράστια διαφημιστική με πολύ μεγάλες εταιρείες ως πελάτες και πολλές διασημότητες για την προώθηση προϊόντων».

«Ήμουν η “μικρή” του γραφείου, με αποτέλεσμα να με χώνουν σε ό,τι αγγαρεία υπήρχε -ακόμα και άσχετη με το αντικείμενό μου- και να μου φέρονται υποτιμητικά και με αγένεια. Κάθε μέρα έφτανα σπίτι και με έπιαναν τα κλάματα, ενώ ξενυχτούσα ψάχνοντας τι εναλλακτικές έχω».

«Μετά από ένα χρόνο, μπήκα στο γραφείο της προϊστάμενης και της είπα πως παραιτούμαι, ενώ με έπιασαν αμέσως τα κλάματα. Εκείνη με κοίταξε με ύφος απαξιωτικό και αντί να μου πει ένα καλό λόγο, μου είπε πως δεν πρόκειται να μου γράψει συστατική και ότι κανένας στη θέση μου δε θα άφηνε μια τέτοια ευκαιρία. Της έκλεισα την πόρτα και εξαφανίστηκα».

genz-paraitisi

«Θυμάμαι τη μάνα μου να μου λέει στο τηλέφωνο πως φέρθηκα ανώριμα, γιατί δεν ήμασταν ποτέ άνετοι οικονομικά, οπότε οι γονείς μου εκ των πραγμάτων, δε μπορούσαν να με βοηθήσουν. Ορκίστηκα πως δεν πρόκειται να μπω ξανά σε περιβάλλον γραφείου και με τα πολλά, άρχισα να εργάζομαι στον κλάδο ως freelancer πια, δουλεύοντας με τις επαφές και κάποιους από το πελατολόγιο της εταιρείας».

«Ο ένας με σύστηνε στον άλλον και κατέληξα να επισυνάπτω εγώ εμπορικές συμφωνίες κάποιων αναγνωρίσιμων ανθρώπων με διάφορα brands, χωρίς να έχω κανένα αφέντικο πάνω από το κεφάλι μου, χωρίς να παίρνω 20 μέρες άδεια το χρόνο για να πάω σε ένα νησί, χωρίς να παρακαλάω για τα ρεπό που δεν μου έδωσαν ποτέ και τις χαμένες ώρες από τη ζωή μου. Ήταν η καλύτερη απόφαση που πήρα μέχρι σήμερα».

-Κατερίνα, 25 ετών

«Έφυγα από το γραφείο και εργάστηκα ως fixer»

Από πολύ μικρή ηλικία, λίγο μετά τα 24, ξεκίνησε να εργάζεται σε έναν μεγάλο μιντιακό όμιλο. «Από μικρό παιδί θυμάμαι τον εαυτό μου να θέλει να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα. Ήμουν από τα άτομα που ήταν συνειδητοποιημένα ως προς αυτό. Όταν τελείωσα τη σχολή ΜΜΕ, ψάχνοντας στο LinkedIn, βρήκα μια δουλειά σε μια ιστοσελίδα ενός μεγάλου ομίλου, όπου ζητούσαν άτομο για μόνιμη, 8ωρη πενθήμερη απασχόληση για social media».

«Πήγα λοιπόν στη συνέντευξη και αφού μου περιέγραψαν τι ακριβώς θα πρέπει να κάνω, συμφωνήσαμε να ξεκινήσω σχεδόν άμεσα τη δουλειά. Ο μισθός ήταν 700 ευρώ καθαρά – σχεδόν εξευτελιστικό ποσό για δουλειά γραφείου- όμως, επειδή ήμουν πολύ μικρός σε ηλικία, χωρίς εμπειρία, το δέχτηκα με χαρά. Όταν ξεκίνησα, άρχισαν σιγά – σιγά να με φορτώνουν με έξτρα δουλειά, ακόμα και τις ημέρες που τυπικά δεν δούλευα».

«Υπήρχαν Σαββατοκύριακα που, επειδή μπορεί να γίνονταν κάποια έκτακτα γεγονότα, με έπαιρνε τηλέφωνο ο αρχισυντάκτης και μου έλεγε να τα ανεβάσω στα social media. Στην αρχή δεν είχα το θάρρος να πω όχι, και έτσι επειδή συνήθως ήμουν εκτός σπιτιού, αναγκαζόμουν να γυρίσω πίσω για να ανεβάσω χαριστικά τις ειδήσεις. Αυτό όμως άρχισε να γίνεται συνήθεια και είχα καταλήξει να δουλεύω σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο».

genz-paraitisi
iStock photos

«Μια Δευτέρα πήγα στη δουλειά, χτύπησα την πόρτα του αρχισυντάκτη και τον ρώτησα πότε θα πάρω τα ρεπό για τα Σ/Κ που δούλεψα. Με κοίταξε και μου είπε με ύφος “πως όλοι οι δημοσιογράφοι έτσι δουλεύουν και, αν θέλω να παραμείνω στον κλάδο, θα πρέπει να το συνηθίσω”. Βγήκα από το γραφείο και κλείστηκα στο μπάνιο μέχρι να ηρεμήσω. Είχα καταλήξει να δουλεύω σχεδόν 7/7, 8ωρα τις καθημερινές και σίγουρα ένα 4ωρο τα Σαββατοκύριακα για 700 ευρώ (!)».

«Αυτό το άντεξα δύο χρόνια, με το ζόρι. Μια μέρα πήγα στο γραφείο και απλά ανακοίνωσα την παραίτησή μου, δίνοντας περιθώριο μέχρι το τέλος του μήνα να βρουν αντικατάσταση. Ο αρχισυντάκτης μου είπε πως δε θα μπορέσω ποτέ να γίνω δημοσιογράφος αν είμαι “άψητος” και δεν είμαι διατεθειμένος να είμαι αφοσιωμένος σε αυτό, ό,τι μέρα, ό,τι ώρα και να 'ναι. Αυτή ήταν η τελευταία μου επαφή με τα γραφεία».

Ξεκίνησα να εργάζομαι ως φίξερ για ξένους ανταποκριτές που έρχονταν στην Ελλάδα με αφορμή κάποια έκτακτα όπως φυσικές καταστροφές, εκλογές, σημαντικά νομοσχέδια, βγάζοντας παραπανίσια λεφτά, για πολύ λιγότερες ώρες, ενώ παράλληλα έδινα κάποια κείμενα σε διάφορα site που πλήρωναν με το κομμάτι. Αυτή ήταν η λύτρωσή μου».

«Και επειδή έχω επαφές με τον κλάδο, μπορώ να πω πως πλέον πολλά παιδιά στην ηλικία μου θέλουν να φύγουν από τα γραφεία και την κλεισούρα, να έχουν περισσότερο χρόνο για τον εαυτό τους και να βγάζουν λεφτά χωρίς να έχουν κάποιον εργοδότη πάνω από το κεφάλι τους».

-Αλέξανδρος, 26 ετών

«Άφησα τη ναυτιλιακή και έγινα σεφ σε ταβερνάκι»

«Σπούδασα Ναυτιλιακά, ένας κλάδος που ποτέ δεν με ενδιέφερε και ποτέ δεν θα τον διάλεγα. Απλά ήταν μια απόφαση των γονιών μου, που ακολούθησα γιατί μου έλεγαν ότι “έχει λεφτά και θα είμαι εξασφαλισμένος”. Πράγματι, βρήκα σχεδόν αμέσως δουλειά στα 22, σε μια ναυτιλιακή εταιρεία στα Νότια Προάστια».

«Στην αρχή ενθουσιάστηκα με τον μισθό, γιατί, για ένα άτομο χωρίς καθόλου εμπειρία, άγγιζε τα 1.300 καθαρά, με ένσημα, σύμβαση, κλπ. Το ωράριο ήταν τυπικό 8ωρο 10-6, όμως δεν υπήρξε ούτε μία μέρα που φύγαμε πριν τις 7.30-8».

«Στην αρχή ως ο μικρότερος, ντρεπόμουν να πακετάρω στις 6, ενώ όλοι οι συνάδελφοι κάθονταν στα γραφεία τους αμίλητοι σαν να μην έχει παρέλθει το 8ωρο. Οπότε, καθόμουν και εγώ μέχρι να δω τον πρώτο να φεύγει. Η κατάσταση στο γραφείο ήταν άθλια, δεν μας επιτρέπαν να μιλάμε μεταξύ μας -παρά μόνο ψιθυριστά, για να μην ενοχλούμε».

«Έπρεπε να φοράμε κάθε μέρα πουκάμισα και γραβάτες, ενώ ακόμα και η ώρα που είχαμε για ένα μικρό διάλειμμα για φαγητό μέσα στην ημέρα, ήταν μετρημένη. Υπήρχε μια βουβαμάρα, επί 10 σχεδόν ώρες τη μέρα που ήμασταν εκεί μέσα, που είχα αρχίσει να χάνω το μυαλό μου».

genz-paraitisi
iStock photos

«Δούλεψα εκεί για 3 χρόνια, αφού είχα φτάσει σε σημείο κάθε Κυριακή να με πιάνει κατάθλιψη γνωρίζοντας τι με περιμένει την ερχόμενη εβδομάδα. Η μέρα έφευγε σαν να μην ερχόταν ποτέ, καθώς σπαταλούσα τις 10 ώρες στο γραφείο και ένα δίωρο ακόμα για τη διαδρομή από και ως το σπίτι μου που ήταν στα Βριλήσσια. Οπότε δεν είχα ζωή».

«Είχα κλειστεί στον εαυτό μου, ενώ ακόμα και τα Σαββατοκύριακα, δεν είχα όρεξη να δω τους φίλους μου, γιατί ένιωθα κούραση σωματική και κόπωση ψυχολογική. Προφανώς δεν είχα σχέση, προφανώς το σπίτι μου ήταν σε άθλια κατάσταση γιατί δεν προλάβαινα καν να το συμμαζέψω, οπότε ήταν όλα άνω κάτω».

«Μετά από τρία χρόνια, βρήκα το θάρρος και παραιτήθηκα. Αμέσως πήγα σε μία ιδιωτική σχολή και σπούδασα μαγειρική και το καλοκαίρι, έφυγα για σεζόν στην Κρήτη, σε ένα παραλιακό ταβερνάκι που είχε ένας ξάδερφος του πατέρα μου».

«Από το γραφείο και την παγωμάρα και τις τόσες χαμένες ώρες, ήμουν κοντά στη θάλασσα, μιλούσα με ανθρώπους, κοινωνικοποιούμουν, έκανα κάτι που μου έφερνε πραγματικά χαρά. Και απομυθοποίησα το κοινωνικό στάτους και το κύρος, γιατί δεν μπορούν να φέρουν πίσω τις χαμένες μας ώρες».

-Γρηγόρης, 26 ετών

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.