Μενού
manto-maurogenous
Προτομή της Μαντώς Μαυρογένους στη Μύκονο | Eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Μέχρι πρόσφατα η ιστοριογραφία της Επανάστασης του 1821 αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό τη συμβολή των γυναικών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, καθώς πέραν ορισμένων «κλασικών» παραδειγμάτων που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Παρόλα αυτά, οι γυναίκες δεν γίνονταν πάντα αποδεκτές από τους άντρες, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των οπλαρχηγών Μαυρομιχάλη, Γιατράκου και Νικηταρά που αρνήθηκαν να δεχτούν στο στράτευμα την Άννα Τριτζοπούλου-Λαούπη που παρουσιάστηκε με άλλους 23 εθελοντές για να πολεμήσει.  Αλλά και ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν αναγνώρισε τη συμβολή της γυναίκας του, Αικατερίνης.

Ο Παπαρρηγόπουλος δεν αναφέρεται σε καμία γυναίκα της Επανάστασης, ενώ ο Νικόλαος Δραγούμης μιλώντας στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας δεν κάνει μνεία στη Μαντώ Μαυρογένους.

Μόνο ο Χριστόφορος Περραιβός, στρατιωτικός, πολιτικός, αγωνιστής του 1821, δάσκαλος, στιχουργός και συγγραφέας πολεμικών απομνημονευμάτων και από τους πρώιμους υποστηρικτές του δημοκρατικού πολιτεύματος, αναφέρεται στις γυναίκες.

Οι σημαντικότερες πηγές πληροφοριών για τις γυναίκες στην Επανάσταση είναι τα δημοτικά τραγούδια και οι αναφορές ξένων περιηγητών.

Με αφορμή την 25η Μαρτίου, ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα γυναικών που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στην Εαπνάσταση και στη δημιουργία του ελληνικού κράτους.

Μαντώ Μαυρογένους

Η Μαντώ (Μαγδαληνή - Αδαμαντία) Μαυρογένους γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 και πέθανε στην Πάρο το 1840, ενώ η καταγωγή της ήταν από τη Μύκονο.

Εξόπλισε με δικά της έξοδα πλοία και καταδίωξε Αλγερινούς που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες, ενώ αργότερα πολέμησε σε Κάρυστο, Φθιώτιδα και Λιβαδειά. Γνώριζε γαλλικά και συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Μιλούσε επίσης άπταιστα Ιταλικά, αλλά και Τουρκικά.

Εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο και έστειλε δυνάμεις και οικονομική υποστήριξη στη Σάμο όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους.

Έστειλε επίσης σώμα 50 ανδρών στην Πελοπόννησο, οι οποίοι συμμετείχαν στην Άλωση της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες και έδωσε χρήματα για την ανακούφιση των στρατιωτών και των οικογενειών τους, αλλά και για την προετοιμασία μιας εκστρατείας προς τη Βόρεια Ελλάδα με την υποστήριξη πολλών Φιλελλήνων.

Το 1822 με στόλο έξι πλοίων και πεζικό έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο, ενώ χρηματοδότησε και την εκστρατεία της Χίου, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τη σφαγή στο νησί. Μια άλλη ομάδα 50 ανδρών στάλθηκε για να ενισχύσει τον Νικηταρά στη μάχη των Δερβενακίων.

Όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες, επέστρεψε στην Τήνο και πούλησε τα κοσμήματά της για τη χρηματοδότηση του εφοδιασμού και εξοπλισμού των 200 ανδρών που πολεμούσαν τον εχθρό, ενώ περιέθαλψε 2.000 ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.

Η Μαντώ Μαυρογένους μετακόμισε στο Ναύπλιο το 1823, για να βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα, αφήνοντας την οικογένειά της, ενώ περιφρονούνταν ακόμα και από τη μητέρα της λόγω των επιλογών της. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου, το σπίτι της κάηκε τελείως και η περιουσία της εκλάπη.

Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία και όταν ο πόλεμος τελείωσε ο Ιωάννης Καποδίστριας τής απένειμε τιμητικά -μοναδική φορά σε γυναίκα- το αξίωμα της Αντιστράτηγου επί τιμή και της παραχώρησε μια κατοικία στο Ναύπλιο.

Η Μαυρογένη αρραβωνιάστηκε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, όμως πολλοί ισχυροί πολιτικοί αντιτάχθηκαν σε αυτό, βλέποντας την ενοποίηση των δύο αυτών ισχυρών οικογενειών ως απειλή. Ο επικεφαλής των αντιπάλων τους στην Ελλάδα ήταν ο πολιτικός Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος κατάφερε και διέλυσε τον αρραβώνα.

Η Μαντώ, μετά τη διάλυση του αρραβώνα, επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας, και δεν έλαβε κάποια σημαντική τιμητική σύνταξη. Μόνο κατόπιν υπομνήματός της, εγκρίθηκε γι' αυτήν ένα μικρό βοήθημα που τότε δινόταν σε απομάχους της ζωής, ούτε της αποπληρώθηκε κάποιο ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των μαχών.

Μετά το θάνατο του Υψηλάντη και με ενέργειες του Ιωάννη Κωλέττη εξορίστηκε από το Ναύπλιο και οδηγήθηκε στη Μύκονο, ενώ μετακόμισε στην Πάρο το 1840, όπου κατοικούσαν μερικοί από τους συγγενείς της.

Πέθανε από τυφοειδή πυρετό στην Πάρο τον Ιούλιο του 1840, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα για την ελευθερία.

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα

Η Λασκαρίνα «Μπουμπουλίνα» Πινότση ήταν επίσης μία ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Μόνο 193 χρόνια μετά τον θάνατο της ύστερα από 193 έτη, έλαβε τιμητικά τον βαθμό της Υποναυάρχου.

Γεννήθηκε το 1771 στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τον πατέρα της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά.

Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία -πλοία, γη και χρήματα- την οποία ξόδεψε ολόκληρη για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση.

Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα «Αγαμέμνων» πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Είχε γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες από την Κριμαία όπου κατέφυγε για μερικούς μήνες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της.

Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες. Είχε αναλάβει να εξοπλίζει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.

Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες, το 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί.

Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η κυβέρνηση Κουντουριώτη (δηλαδή η κυβέρνηση των Πλοιάρχων των νησιών) υπερισχύει του συνασπισμού των Προεστών και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου.

Τότε ο Κολοκοτρώνης συλλαμβάνεται και φυλακίζεται μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε μοναστήρι της Ύδρας. Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη και έτσι κρίνεται επικίνδυνη από την κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές, με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.

Το 1825 η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες όταν ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση.

Ενώ η Μπουμπουλίνα άρχισε να προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, σκοτώθηκε σε συμπλοκή στις 22 Μαΐου 1825 από τον Ιωάννη Κούτση, ο οποίος διαφωνούσε με το κλέψιμο της κόρης του από τον γιο της Μπουμπουλίνας.

Δόμνα Βισβίζη

Η Δόμνα Βισβίζη ήταν καπετάνισσα και αγωνίστρια της επανάστασης του 1821 από την Αίνο της Ανατολικής Θράκης. Γεννήθηκε στην Αίνο της Ανατολικής Θράκης το 1783 και ο πατέρας της ήταν πλούσιος γαικτήμονας. Στα 1808 παντρεύτηκε τον καπετάνιο Αντώνιο Βισβίζη, ναυτικό, από τους πλουσιότερους της Αίνου και είχε κατηχηθεί από τους πρώτους στη Φιλική Εταιρεία.

Ο καπετάν Βισβίζης εξόπλισε το πλοίο «Καλομοίρα» με 16 κανόνια, την επάνδρωσε με 140 ναύτες και ανέλαβε επαναστατική δράση. Όταν η επανάσταση στη Χαλκιδική απέτυχε, θα μεταφέρει από εκεί επαναστάτες σε νοτιότερες επιχειρήσεις.

Η Αίνος και τα γύρω χωριά επαναστάτησαν στις 2 Μαΐου του 1821, όταν μια ψαριανή μοίρα πλοίων έφτασε στον κόλπο του Σάρου και άρχισε να κανονιοβολεί κατά του φρουρίου της, από το οποίο απέσπασε μάλιστα και κανόνια και τα μετέφερε στα Ψαρά.

Το ίδιο θα επαναληφθεί και με άλλα παραθαλάσσια φρούρια. Τα αντίποινα των Τούρκων αργότερα θα ερημώσουν σχεδόν την περιοχή και ο καπετάν Βισβίζης θα φύγει με την ψαριανή μοίρα. Η Δόμνα τον ακολούθησε στο πλοίο μαζί με τα ανήλικα παιδιά τους και συμμετείχε σε όλες τις ενέργειές του.

Στις αρχές του 1822 με το πλοίο του υποστηρίζει τους επαναστάτες του Ολύμπου, συμμετέχει στην ναυμαχία του Άθω, της Λέσβου, της Σάμου, υποστηρίζει τις επιχειρήσεις των Δημητρίου Υψηλάντη, Οδυσσέα Ανδρούτσου και Νικηταρά στην Αγία Μαρίνα Λαμίας.

Στην ναυμαχία του Ευρίπου, τον Ιούλιο του 1822, ο άντρας της Αντώνιος σκοτώθηκε και η Δόμνα ανέλαβε την «Καλομοίρα». Ζήτησε να κατεβάσουν τον νεκρό Χατζη-Αντώνη στο αμπάρι του πλοίου και η ίδια πήρε τον πλήρη έλεγχο του καραβιού χωρίς να διακοπεί καθόλου η διεξαγωγή της επιχείρησης.

Το πλοίο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής του. Με αυτό έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις στην Εύβοια και στη Στερεά Ελλάδα, κουβαλούσε πυρομαχικά και τρόφιμα στους Έλληνες και κανονιοβολούσε τουρκικές θέσεις.

Το πλοίο χρησίμευσε και για τις συνεδριάσεις του Αρείου Πάγου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας, στις οποίες συμμετείχαν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Νικηταράς. Για τον εξοπλισμό και τη συντήρηση του πλοίου, καθώς και για τη διατροφή των ναυτών διέθεσε όλα της τα χρήματα.

Όταν τα αποθέματα τελείωσαν και οι ζημιές που είχε υποστεί το πλοίο από τις συνεχείς επιχειρήσεις ήταν τέτοιες που δεν μπορούσε να το συντηρήσει πλέον, η Δόμνα Βισβίζη το πρόσφερε στην τοπική διοίκηση της Ύδρας. Είναι επίσης πιθανό να της το επίταξαν τον Σεπτέμβριο του 1824, για να χρησιμοποιηθεί ως πυρπολικό. Με αυτό βυθίστηκε η τουρκική φρεγάτα - θησαυροφυλάκιο του τουρκικού στόλου στο Τσεσμέ.

Όταν παρέδωσε το πλοίο της, η Δόμνα Βισβίζη εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο κι έπειτα στην Ερμούπολη, όπου συνέχισε τον αγώνα. Αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες, καθώς πολλοί προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν υποσχόμενοι βοήθεια που τελικά δεν της δόθηκε.

Το 1827, αφού εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη, δώρισε 46 ισπανικά τάλληρα ως συμβολή για τον αγώνα απελευθέρωσης της Χίου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έζησε στον Πειραιά, όπου πέθανε ξεχασμένη από όλους.

Άλλες αγωνίστριες του 1821

Όμως και άλλες αγωνίστριες του 1821, όχι πάντα εύπορες, συνέβαλαν σημαντικά στον αγώνα. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές νεαρές κοπέλες φορούσαν αντρικά ρούχα και πολέμησαν στο πεδίο της μάχης, όπως η σύντροφος του Γεώργιου Καραϊσκάκη.

Μία από τις αγωνίστριες ήταν η Μανώλαινα Μπινιάρη, ένα από τα άγνωστα στο ευρύ κοινό πρόσωπα της επανάστασης, αλλά με σημαντική προσφορά. Ήταν σύζυγος του Μανώλη Μπινιάρη.

Κουβάλαγε μπαρούτι από τον πυροτεχνίτη Μαστροπαυλή που το έφτιαχνε στο μετόχι της Αγίας Δύναμης Πεντέλης για τους Οθωμανούς που ήταν κλεισμένοι στην Ακρόπολη. Έκλεβε όμως από το μπαρούτι που προορίζονταν για τους Οθωμανούς και, κρυμμένο μέσα σε άπλυτα ρούχα, το μετέφερε στη βρύση Καλλιρόη, όπου υποτίθεται ότι πήγαινε για πλύσιμο. Από εκεί το έπαιρναν οι Έλληνες επαναστάτες.

Αλλά και η Ακριβή Τσαρλαμπά, κόρη του προεστού της Πρέβεζας Δημήτριου Τσαρλαμπά και μητέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου συνέβαλε στην ελληνική επανάσταση.

Με το ξέσπασμα της επανάστασης κατέφυγε για λόγους ασφαλείας, μαζί με την κόρη της και την γυναίκα του πρωτότοκου γιου της στο στρατόπεδο του Ανδρούτσου στο Κωρύκιον Άνδρον του Παρνασσού, όπου πήρε τα όπλα.

Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, χορηγήθηκε στην Ακριβή Τσαρλαμπά μηνιαία σύνταξη 40 φοινίκων. Αργότερα, το 1844 ο Ιωάννης Ζαμπέλιος της αφιέρωσε την τραγωδία του «Οδυσσέας Ανδρούτσος».

Επίσης, η Αδαμαντία Γρηγοριάδου, μητέρα δύο αγωνιστών του 1821 συμμετείχε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Μεταξύ άλλων, όταν ο Ιμπραήμ ήρθε στην Τριφυλία συγκρότησε σώμα από όσους είχαν μείνει στα χωριά και δε μπορούσαν να πάνε στη μάχη για να προστατεύσει τα χωριά από τις λεηλασίες. 

Η Ασήμω Γκούραινα (Ασημίνα Λιδωρίκη - Γκούρα, ή Νταλιάνα), παράλληλα, σύζυγος του Γιάννη Γκούρα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, ενώ κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή πήρε τα όπλα» του άνδρα της και απευθύνθηκε με σθένος στους στρατιώτες του Γκούρα, που το προηγούμενο διάστημα συστηματικά λιποτακτούσαν.

Οι μισθοφόροι τής ορκίστηκαν πίστη και η Ασήμω ανέλαβε την αρχηγία των στρατευμάτων που υπερασπίζονταν την πόλη, περιπολούσε τα τείχη, συνέβαλλε στην ανύψωση του ηθικού των πολεμιστών και χορηγούσε κάθε δυνατή περίθαλψη και βοήθεια στους τραυματίες.

Η Ασημίνα Λιδωρίκη σκοτώθηκε τον Ιανουάριο του 1827 από τουρκική οβίδα που χτύπησε το γνωστό Ερέχθειο της Ακρόπολης, όπου κατοικούσε, και την καταπλάκωσε μαζί με τα παιδιά της κι άλλους συγγενείς της.

Τέλος, μία ακόμα περίπτωση γυναίκας που θέλησε να βοηθήσει την επανάσταση, αλλά κατέληξε το παρατσούκλι της να ταυτίζεται με την Ελλάδα, ήταν η Πανωραία Χατζηκώστα ή Χατζηκώσταινα, γνωστή με το παρατσούκλι Ψωροκώσταινα ή Ψαροκώσταινα.

Ήταν Ελληνίδα καταγόμενη από αρχοντική οικογένεια των Κυδωνιών (Αϊβαλί) και κατέφυγε στο Ναύπλιο, μετά την καταστροφή της πόλης από τον τουρκικό στρατό, όπου έχασε και τα τέσσερα της παιδιά και τον άντρα της.

Η Πανωραία Χατζηκώστα καταγράφηκε στην ιστορική μνήμη, όταν, σύμφωνα με αναφορές της εποχής, προσέφερε τα ελάχιστα υπάρχοντά της στον έρανο που έλαβε χώρα στο Ναύπλιο για την ενίσχυση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου, το 1821.

Σε δήλωσή της φέρεται να είπε: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».

Έκτοτε, μάλλον άδικα ως προς το πρόσωπο της ίδιας της Πανωραίας Χατζηκώστα, χρησιμοποιείται η έκφραση «Ψωροκώσταινα» που αναφέρεται στο ελληνικό κράτος ως φτωχό που βασίζεται το περισσότερο στην εθελοντική συνδρομή και προσπάθεια των κατοίκων του παρά στην οργάνωση και τη σωστή διαχείριση των εσόδων του.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.