Ένα από τα χειρότερα ναυάγια στη νεότερη ιστορία της Ελλάδος έγινε το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου 1966. Το «Ε/Γ - Ο/Γ 'Ηράκλειον» χάθηκε για πάντα στο Αιγαίο λόγω τραγικών λαθών και πάνω από 250 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 1966. Το Ηράκλειον βρίσκεται στο λιμάνι της Σούδας στα Χανιά έτοιμο να αποπλεύσει για το λιμάνι του Πειραιά στην Αθήνα.
Η κακοκαιρία είναι σφοδρή με βροχές και καταιγίδες σε μεγάλο μέρος της επικράτειας ενώ οι άνεμοι στο Κρητικό Πέλαγος ήταν εντάσεως έξι με επτά μποφόρ.
Ο πλοίαρχος Εμμανουήλ Βερνίκος καθυστερεί το δρομολόγιο μισή ώρα εξαιτίας ενός φορτηγού ψυγείου. Και παρόλο που ο Βερνίκος είχε αντιρρήσεις για τη φόρτωσή του, εν τέλει έγινε, πιθανότατα λόγω... τηλεφωνήματος από τον Πειραιά.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι ακριβώς συνέβη εκείνο το απόγευμα. Ο πλοίαρχος, όμως, όφειλε να διατάξει τον απόπλου του πλοίου την καθορισμένη ώρα του δρομολογίου και να μην περιμένει την άφιξη του φορτηγού καθώς επίσης και να δώσει εντολή στους άνδρες του πληρώματος να παρακολουθούν το αμπάρι όταν ξέσπασε η θαλασσοταραχή.
Η απόφαση να φορτωθεί το φορτηγό στο Ηράκλειον στάθηκε η αφορμή για να πνιγούν πάνω από 250 άνθρωποι και να θεσπιστεί το απαγορευτικό απόπλου στην Ελλάδα.
Για ένα φορτηγό με πέντε τόνους πορτοκάλια;
Ενώ το Ηράκλειον έπλεε στο Μυρτώο Πέλαγος, 6 μίλια βορειοανατολικά της Φαλκονέρας και οι άνεμοι έφθαναν τα δέκα μποφόρ, τα οχήματα στο γκαράζ συγκρούονταν λόγω των κλυδωνισμών από τη θαλασσοταραχή.
Το φορτηγό ψυγείο που μετέφερε πέντε τόνους πορτοκάλια και εξαιτίας του άργησε να ξεκινήσει το Ηράκλειον δεν είχε δεθεί, αφού ο οδηγός είχε... τραβήξει χειρόφρενο και είχε βάλει πρώτη ταχύτητα, με αποτέλεσμα να πέσει με δύναμη πάνω στην μπουκαπόρτα, οι ασφάλειες της οποίας είχαν «λασκάρει» λόγω της θαλασσοταραχής και να πλημμυρίσει νερό το γκαράζ.
Ένα άνοιγμα 17 μέτρων άφησε εκτεθειμένο το πλοίο στην ορμή της θάλασσας.
Στις 02:06 ο ασυρματιστής εξέπεμψε το πρώτο αγωνιώδες SOS «Πορθμείον Ηράκλειον. Αυτήν την στιγμήν ανηρπάγη η πόρτα της δεξιάς πλευράς. Θέσις πλοίου επικίνδυνος» ενώ το πλοίο έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερη κλίση.
Επικράτησε χάος.
Στις 2:13, μόλις 8 λεπτά από το πρώτο σήμα κινδύνου, ο ασύρματος του Ηράκλειον εξέπεμψε για τελευταία φορά: «SOS! Πορθμείον Ηράκλειον SOS, βυθιζόμεθα! Στίγμα 36.52 βόρειον και 24,8 ανατολικόν! SOS βυθιζόμεθα!» και ακολούθησε σιγή.
Μόλις 47 επιβάτες και μέλη του πληρώματος σώθηκαν. Στις 10 Δεκεμβρίου 1966 στα ανοιχτά της Σερίφου εντοπίστηκε το φορτηγό ψυγείο με τα πορτοκάλια. Εν τέλει ανασύρθηκε με έξοδα του... οδηγού του, Μιχάλη Καστρίτση, ο οποίος ήταν ανάμεσα στους 47 διασωθέντες.
Ο κ. Καστίτσης είχε υποστηρίξει ότι είδε νερά να μπαίνουν από τη μπουκαπόρτα του Ηράκλειον πριν γίνει το ατύχημα. Οι ισχυρισμοί του επιβεβαιώνουν πως η θαλασσοταραχή ήταν τόσο σφοδρή που η μπουκαπόρτα ήταν έτοιμη να ανοίξει.
Μετά τη διάσωσή του ο ύπαρχος του Ηράκλειον έπαθε νευρικό κλονισμό και συνοδεία ψυχιάτρου κατέθεσε πως «ο πλοίαρχος Βερνίκος ήταν “πλοιαρχάρα” και έμεινε στη γέφυρα μέχρι την τελευταία στιγμή».
Απέδωσε το ναυάγιο στο φορτηγό ψυγείο υποστηρίζοντας πως «όλα τα αυτοκίνητα στο γκαράζ ήταν δεμένα εκτός από αυτό. Με τον κλυδωνισμό χτύπησε την μπουκαπόρτα και γαντζώθηκε κρεμασμένο προς τη θάλασσα. Με το βάρος και τα νερά να μπαίνουν το πλοίο πήρε κλίση και βυθίστηκε γρήγορα».
Ο ύπαρχος υποστήριξε ότι υπήρχαν αντιρρήσεις για τη φόρτωση του φορτηγού ψυγείου από τον λιμενάρχη Χανίων και τον πλοίαρχο με αποτέλεσμα να ενημερωθεί το λιμάνι του Πειραιά και η «Ατμόπλοια Τυπάλδου» στην οποία άνηκε το Ηράκλειον. Πολλοί υποστήριξαν τότε ότι ακολούθησε τηλεφώνημα που υποχρέωσε τον λιμενάρχη και τον πλοίαρχο του Ηράκλειον να φορτώσουν το φορτηγό.
«Με άνεμο οκτώ μποφόρ ο καπετάνιος έπρεπε να πάει το καράβι πάνω στον καιρό. Αλλά θα καθυστερούσε. Κι αυτό είναι κάτι που δεν το επιτρέπει ο συναγωνισμός των εταιρειών», κατήγγειλε τότε ναύτης που σώθηκε από το Ηράκλειον.
Ο πλοίαρχος Εμμανουήλ Βερνίκος, αν και ήταν ο πρώτος που έπεσε στη θάλασσα φέροντας σωσίβιο, όπως είπαν οι διασωθέντες αξιωματικοί, ποτέ δεν βρέθηκε, ούτε ζωντανός αλλά ούτε και η σορός του.
Πολλές είναι οι τραγικές ιστορίες στο ναυάγιο του Ηράκλειον... Η πενταμελής οικογένεια του Γιώργου Λακιωτάκη που καταγόταν από τα Χανιά και διέμενε στην Αυστραλία ξεκληρίστηκε.
Μεταξύ των θυμάτων ήταν ένας πατέρας με την κόρη του που ταξίδευαν για Αθήνα έχοντας 700.000 δραχμές προκειμένου να αγοράσουν ένα διαμέρισμα.
Ο ασυρματιστής του Ηράκλειον Ηλίας Ματής στην προσπάθειά του να κάνει το καθήκον του και να δώσει σήματα κινδύνου πνίγηκε. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε σωθεί από το ναυάγιο του «Ρόζα Βλάστη».
Δεκάδες κενές κίτρινες λαστιχένιες βάρκες από αυτές που έριξαν αεροπλάνα που συμμετείχαν στις έρευνες, σανίδες κόκκινου χρώματος να επιπλέουν στη θάλασσα, σχεδίες, μικροί σκούροι λεκέδες από μαζούτ.
Αυτά ήταν τα μοναδικά αντικείμενα στην περιοχή που θύμιζαν πως κάπου τριγύρω υπέκυψε στα στοιχεία της φύσης ο πλωτός κολοσσός των 16.000 τόνων παρασύροντας στο θάνατο δεκάδες ανθρώπους.
Κατά τη διάρκεια των ερευνών πολεμικά αεροπλάνα έριχναν καπνογόνα στα σημεία όπου εντοπίζονταν σοροί και στη συνέχεια τα πλοία προσέγγιζαν για να τα περισυλλέξουν.
Συντροφιά με τον θάνατο
Σκηνές αλλοφροσύνης επικράτησαν στο λιμάνι του Πειραιά με χιλιάδες συγγενείς και φίλους να συγκεντρώνονται περιμένοντας να φθάσουν πλοία με διασωθέντες και σορούς από το Ηράκλειον.
Πρώτο έφθασε στις 20:30 το φινλανδικό φορτηγό Λούνα Λαθ. Μόλις το πλοίο άραξε εκατοντάδες άνθρωποι έτρεξαν προς το σημείο με αποτέλεσμα ο πλοίαρχος να διατάξει να παραμείνουν οι σοροί στο καράβι.
| Αρχείο εφημερίδων, πρώην δημόσιο καπνεργοστάσιο
Επτά ναυαγοί μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο και οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν υποβασταζόμενοι στο Λιμεναρχείο όπου τους παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν σε μία αίθουσα προκειμένου να τους δουν οι δικοί τους.
Μία γυναίκα κατάφερε και έσπασε τον αστυνομικό κλοιό και έτρεξε στην αίθουσα όπου ήταν σκεπασμένοι με κουβέρτες οι ναυαγοί. Έψαχνε να βρει τον σύζυγό της. Δεν τον αναγνώρισε στα πρόσωπα των ναυαγών και λιποθύμησε.
Μία άλλη γυναίκα μπήκε στην αίθουσα και στάθηκε πιο τυχερή. Ο σύζυγός της ήταν ανάμεσα στους ναυαγούς. Έπαθε τέτοιο σοκ που έπεσε στην αγκαλιά του χωρίς να μιλά, χωρίς να κλαίει, απλά κοιτώντας τον. Δύο άνδρες του λιμεναρχείου χρειάστηκε να την απομακρύνουν και να τη συνεφέρουν.
Τσακισμένοι από την αγωνία, τραυματισμένοι σε διάφορα σημεία του σώματός τους με κατακόκκινα μάτια λόγω του μαζούτ και ρακένδυτοι, όσοι τα κατάφεραν αφηγήθηκαν τι συνέβη.
Ο 35χρονος υποπλοίαρχος του Ηράκλειον, Αλέξανδρος Στεφανούρος θεωρούσε ότι ήταν αναπόφευκτη η βύθιση του πλοίου μετά τη σύγκρουση του φορτηγού και πως το Ηράκλειον ήταν γερό σκαρί: «Εννέα μποφόρ φουρτούνα είχαμε. Φουσκοθαλασσιά ήταν. Ακούσαμε ξαφνικά έναν κρότο και αντιληφθήκαμε να γέρνει το πλοίο. Τα χάσαμε. Μέσα σε πέντε λεπτά το Ηράκλειον είχε μπατάρει αρκετά. Αλλά το πλοίο έπεσε ομαλά και προλάβαμε και το εγκαταλείψαμε. Ο καθένας προσπαθούσε να σωθεί. Το φορτηγό ψυγείο ήταν η αιτία του ναυαγίου. Το είχαμε δεμένο αλλά με τέτοια θαλασσοταραχή όλα συμβαίνουν».
Ο Δημήτρης Οικονόμου καθόταν στο λιμεναρχείο κρατώντας σφιχτά και χαϊδεύοντας το σωσίβιό του. «Αυτό με έσωσε» έλεγε.
| Αρχείο εφημερίδων, πρώην δημόσιο καπνεργοστάσιο
Ο δεύτερος μηχανικός του Ηράκλειον, Δημήτρης Πολίτης, αφού έπεσε στην αγκαλιά του αδερφού του κλαίγοντας έλεγε «δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα».
Ο 25χρονος Νίκος Αραμπατζής ταξίδευε μαζί με τον φίλο του ο οποίος δεν τα κατάφερε και άφησε την τελευταία του πνοή: «Βγαίνω από το αυτοκίνητο για να δω καλύτερα και είδα το φορτηγό ψυγείο να χτυπά την μπουκαπόρτα. Μαζί με τον Ευτύχη πήγαμε στον καπετάνιο. Του λέμε το συμβάν. “Δεν τρέχει τίποτα” μας λέει. Ο Ευτύχης έμεινε να κουβεντιάσει με τον καμαρότο...»
Ο Ευάγγελος Τζατζιμάκης έκλαιγε και έλεγε «τα μάτια μου, πονάω φοβερά. Θα χάσω το φως μου. Αυτό το φορτηγό ψυγείο γιατί να το πάρουμε; Καθυστέρησε το πλοίο για να το φορτώσει».
«Ακούσαμε έναν δυνατό κρότο. Είδαμε την αριστερή μπουκαπόρτα σπασμένη από ένα φορτηγό αυτοκίνητο-ψυγείο. Αμέσως άρχισαν να χτυπούν τα κουδούνια του πλοίου σε συναγερμό. Μέχρι να βάλουμε σωσίβια το μισό πλοίο είχε πλημμυρίσει. Σε 6-7 λεπτά της ώρας είχε γυρίσει όλη η καρίνα του» έλεγε ο 28χρονος Ιάκωβος Αντωνογεωργακάκης.
«Όταν όμως έπεσα στη θάλασσα, πιάστηκα από ένα σανίδι, πάγωσα. Δίπλα μου πνιγόταν, άκουγα μόνο φωνές και “βοήθεια”. Αλλά καθένας προσπαθούσε να σώσει τον εαυτό του» έλεγε ο 18χρονος βοηθός φορτηγού αυτοκινήτου, Γιώργος Μανουδαβάκης.
«Ξέρω καλό κολύμπι, αλλιώς δεν θα σωζόμουν. Η φουρτούνα ήταν μεγάλη. Γι αυτό πνίγηκαν πάρα πολλοί», δήλωνε ο 30χρονος Κωνσταντίνος Μπιριανάκης.
«Το σωσίβιό μου ήταν χαλασμένο. Το εγκατέλειψα και αρπάχτηκα από μια σανίδα. Οι ναυαγοσωστικές βάρκες ήταν δεμένες. Όσοι μπόρεσαν να πιαστούν από σανίδια και σχεδίες σώθηκαν» ανέφερε ο 22χρονος Νίκος Μίχος.
«Έτρεξα αμέσως στη γέφυρα και το είπα, διότι έμπαινε μέσα στο πλοίο η θάλασσα. Μου απάντησαν “δεν τρέχει τίποτα”» έλεγε τότε ο 22χρονος Λευτέρης Πλατέλας.
Ο 40χρονος Νίκος Τζερμανάκης ήταν έμπορος και πατέρας δύο παιδιών: «Ευτυχώς που μας πέταξε ένα μεγάλο κύμα αλλιώς θα μας παρέσυρε η δίνη από το βύθισμα. Σωσίβια και βάρκες δεν χρησίμευσαν σχεδόν σε τίποτα».
Το αγγλικό ναρκαλιευτικό «Μ 1198 ASHTON» διέσωσε ναυαγούς και περισυνέλεξε σορούς. Σύμφωνα με τον ανθυποπλοίαρχο του, Τζόν Κάλι «είχε θαλασσοταραχή και τα κύματα έφταναν τα τέσσερα μέτρα» ενώ «τα πτώματα ήταν καλυμμένα με πετρέλαιο».
Ο 39χρονος Ανάργυρος Στριγγάρης, θερμαστής του Ηράκλειον κατάφερε να σωθεί: «Πετάχτηκα από το κρεβάτι και πάτησα το ταβάνι της καμπίνας. Κατάλαβα ότι το πλοίο έγερνε και άρχισα να τρέχω σαν τρελός προς το κατάστρωμα. Αρπάζω ένα σωσίβιο και πέφτω στο νερό. Τα κύματα ήταν μεγάλα, πνιγόμουνα. Σε λίγο το πλοίο χάθηκε από τα μάτια μου. Και ακόμα άκουγα φωνές».
Ο 16χρονος Κώστας Καραμπέλας, ήταν βοηθός κουζίνας στο Ηράκλειον: «Κάποιος μου άρπαξε το σωσίβιο αλλά δεν νοιάστηκα. Έπεσα στη θάλασσα και άρχισα να κολυμπάω παγωμένος από το νερό και τον φόβο. Είδα πλάι μου έναν γέρο που πάλευε με τα κύματα. Έκανα να του πιάσω το χέρι αλλά ήρθε ένα κύμα και τον σκέπασε. Τον έχασα. Ήταν πολύ γέρος και δεν μπορούσε να κολυμπήσει. Τρεις ώρες στη θάλασσα και νόμιζα ότι θα πεθάνω. Έπινα νερό. Έσφιξα τα δόντια μου και δεν ήθελα να πνιγώ».
Το «χρονικό προαναγγελθέντων θανάτων»
Στη Φαλκονέρα παίχτηκε η τελευταία, δραματική πράξη ενός «χρονικού προαναγγελθέντων θανάτων» που άρχισε το 1964...
Η εταιρεία «Ατμόπλοια Τυπάλδου» η οποία άνηκε στα αδέρφια Σπύρος και Χαράλαμπος, είχαν αγοράσει το 1964 το ηλικίας 15 ετών φορτηγό πλοίο «Λέστερσαϊρ» από τη Μεγάλη Βρετανία. Το βάφτισαν «Ηράκλειον» και το μετασκεύασαν όπως-όπως σε ferry boat.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων εξέφρασε τις ανησυχίες της καθώς θεωρήθηκε ότι το Ηράκλειον δεν ήταν έτοιμο να μπει στις ατμοπλοϊκές μεταφορές. Ενώ όλα τα ομοειδή σκάφη είχαν έρμα της τάξης των 6.000 τόννων, το Ηράκλειον δεν ξεπερνούσε τους 800 τόννους, χώρια τα άλλα προβλήματα της βιαστικής μετασκευής.
Παρόλα αυτά, οι Τυπάλδοι πήραν προσωρινή άδεια δρομολογήσεως, μιας και ήταν ήδη καλοκαίρι και δεν προβλέπονταν φουρτούνες, με τη δέσμευση ότι ως το φθινόπωρο θα έχουν γίνει οι αναγκαίες μετατροπές. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, αλλά η εταιρεία κατάφερνε να παίρνει παρατάσεις.
Στο μεταξύ τα θλιβερά προμηνύματα δεν έπαυαν να συσσωρεύονται:
Τον Δεκέμβριο του 1965 το Ηράκλειον συγκρούστηκε με το Φαιστός στο λιμάνι του Πειραιά και έπαθε σοβαρές ζημιές, ενώ λίγες μέρες αργότερα, σε νέο ατύχημα, έπαθε ζημιές η μοιραία μπουκαπόρτα.
Ακολούθησαν νέες προειδοποιήσεις της Επιθεώρησης, νέα μπαλώματα και παρατάσεις.
Ώσπου, τον Νοέμβριο του 1966, οι τεχνικοί της Επιθεώρησης αρνήθηκαν να υπογράψουν το πρωτόκολλο δρομολογήσεως. Το πλοίο έπρεπε να «δέσει» και να επισκευαστεί επειγόντως. Ωστόσο, το πλοίο ξαναβρέθηκε στα πελάγη χωρίς να επισκευαστεί.
Οι εφημερίδες έκαναν λόγο για ιδιόχειρο, παράτυπο σημείωμα που γράφτηκε καθ' υπόδειξιν του ίδιου του υπουργού Ναυτιλίας.
«Το πολύ-πολύ να έκανα μία σύγκρουση και να πνίγονταν»
Οι αδερφοί Χαράλαμπος και Σπύρος, ιδιοκτήτες της «Ατμόπλοια Τυπάλδου» κατάγονταν από την Κεφαλονιά και από το 1949 ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία. Ήταν οι πρώτοι που έφεραν στην Ελλάδα ferry boat και κρουαζιερόπλοιο.
Το 1953 καινοτομούν μεταφέροντας τουρίστες στην Κεφαλονιά αλλά ο μεγάλος σεισμός ανέκοψε την πορεία τους. Τότε έγιναν γνωστοί λόγω της βοήθειας μετά τον σεισμό.
Η ανοδική τους πορεία ανακόπηκε μετά το ναυάγιο του Ηράκλειον, σοκάροντας με την επιχειρηματολογία τους. Απέφυγαν να εκδώσουν έστω και μία ανακοίνωση εκφράζοντας έστω τη συμπαράστασή τους στους συγγενείς των θυμάτων ενώ δεν έδωσαν αποζημιώσεις καθώς πτώχευσαν την εταιρεία.
Ο Χαράλαμπος Τυπάλδος είχε άδοξο τέλος: Το 1987 δολοφονήθηκε από την εταιρεία δολοφόνων του Χρήστου Παπαδόπουλου, σε ηλικία 85 ετών.
Ο Σπύρος Τυπάλδος πέθανε από φυσικά αίτια σε ηλικία 100 ετών. Προπολεμικά, σε ηλικία 13 ετών είχε φυλακιστεί επειδή δολοφόνησε στην Τρούμπα έναν πλοιοκτήτη επειδή δεν τον είχε προμηθεύσει κάρβουνο!
Εικοσιπέντε χρόνια μετά το ναυάγιο, ο Σπύρος Τυπάλδος έδωσε την τελευταία του συνέντευξη και ήταν κυνικός: «Το Ηράκλειον ήταν ανασφάλιστο διότι δεν με συνέφερε. Είχα 37 βαπόρια, δεν με συνέφερε να έχω ασφάλεια. Έπρεπε να πληρώνω δύο εκατομμύρια ασφάλιστρα. Δύο χρόνια να μη μου συνέβαινε τίποτε έπαιρνα ένα βαπόρι. Καταλάβατε; Το πολύ-πολύ να έκανα μία σύγκρουση, να έπεφτε σε ένα βράχο, να χτυπήσει από λάθος του καπετάνιου ή να το πετάξει ο καιρός και να πνιγούνε ένας-δύο και να πω κύριε θα τους βγάλει... εκείνη την εποχή 40-50 χιλιάδες δραχμές αποζημίωση. Είχαν αξία τα λεφτά τότε».
«Ξύπνησε» το κράτος αλλά οι συγγενείς δεν δικαιώθηκαν στα δικαστήρια
Η βύθιση του Ηράκλειον σύμφωνα με τους ειδικούς, υπήρξε ακαριαία, λόγω παραλείψεων στους όρους ασφαλείας:
- κακή φόρτωση των αυτοκινήτων
- ελλιπής κατασκευή του συστήματος ασφάλειας της «μπουκαπόρτας»
- έλλειψη συστήματος εκροής των εισερχομένων υδάτων
- υψηλή ταχύτητα του πλοίου πάρα τη θαλασσοταραχή για τη διατήρηση της φήμης του ως του ταχύτερου οχηματαγωγού της γραμμής Κρήτης.
Στη δίκη υποστηρίχτηκε ότι οι Τυπάλδοι έβγαζαν πιστοποιητικά αξιοπλοΐας λόγω των πολιτικών τους διασυνδέσεων. Μετά το ναυάγιο κανείς πολιτικός, υπουργός και στέλεχος εταιρείας δεν παραιτήθηκε.
Το ναυάγιο του «Ηράκλειον» αφύπνισε το ελληνικό κράτος, που προχώρησε στη δημιουργία του θαλάμου επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τη θεσμοθέτηση του απαγορευτικού απόπλου για τα επιβατηγά πλοία.
Η δίκη των κατηγορουμένων άρχισε στις 19 Φεβρουαρίου 1968 στο Κακουργιοδικείο Πειραιά. Στο εδώλιο κάθισαν τέσσερα στελέχη της πλοιοκτήτριας εταιρείας. H απόφαση του δικαστηρίου εξεδόθη στις 21 Μαρτίου του ιδίου έτους.
Με ποινές φυλάκισης από πέντε ως και επτά έτη τιμωρήθηκαν ο εκ των ιδιοκτητών του «Ηράκλειον» Xαράλαμπος Τυπάλδος, ο διευθυντής της εταιρείας Παναγιώτης Κόκκινος και δύο αξιωματικοί του πλοίου. Οι ποινές ξεσήκωσαν αντιδράσεις από την πλευρά των συγγενών, οι οποίοι τις θεώρησαν πολύ επιεικείς.
Στις 9 Ιανουαρίου 1969 ο δικαστικός φάκελος της υπόθεσης έκλεισε οριστικά, καθώς ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης των τεσσάρων, οι οποίοι είχαν καταδικασθεί και σε δεύτερο βαθμό για το δυστύχημα.
Τι λένε σήμερα οι επιζώντες
Ο Μανώλης Σταματάκης και ο Ηλίας Κουκουνάκης είναι δύο από τους επιζώντες του ναυαγίου του «Ηράκλειον» και μιλώντας στο MEGA προ ημερών, υποστήριξαν πως δεν εστάλη ποτέ βοήθεια «για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια».
«Έρχεται ο κουνιάδος μου και μου λέει “Μανώλη, θα πάω Αθήνα για οικογενειακούς λόγους”. Και αναγκάστηκα να πάρω άδεια και να πάω μαζί του. Τότε είχα δύο παιδιά και αυτός άλλα δύο και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Επειδή ήξερα ότι το Ηράκλειον ήταν ταχύπλοο, το προτίμησα. Είχαμε καθυστέρηση. Όταν πέρασαν τρία τέταρτα, βλέπω από την κάτω Σούδα να έρχεται ένα ψυγείο. Μόλις μπήκε μέσα, σήκωσαν καταπέλτη και έφυγαν», είπε αρχικά ο Μανώλης Σταματάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο καιρός στη Σούδα ήταν καλός και είχε κάτω από 8 μποφόρ. «Είχαμε καλό κούνημα», θυμάται. «Λέω στον κουνιάδο μου να πάμε πάνω γιατί κάτι δεν μου αρέσει. Φεύγοντας από τη 204 καμπίνα και ανεβαίνοντας στα σκαλοπάτια, ήρθαν τα νερά μέσα. Υπήρξε πανικός. Είχε μπατάρει το πλοίο και πάνω υπήρχαν άνθρωποι», συνεχίζει.
«Προσπάθησα με κάθε τρόπο και βρέθηκα στο δεξιό κατάστρωμα και κρεμόμουν όπως κρεμιέται ένας άνθρωπος. Αφήνω τα χέρια μου και όπως ήμουν ταλαιπωρημένος και στεναχωρημένος, τσουλάω το κατάστρωμα και βγαίνω από την άλλη πλευρά που ήταν στη θάλασσα. Βρήκα ένα κουπί και στο βάθος βλέπω μια πόρτα με δύο ανθρώπους πάνω. Πάω κοντά σιγά σιγά αλλά δυστυχώς αυτοί είχαν ξυλιάσει. Είχαν περάσει 8-9 ώρες κολυμπώντας και κάποια στιγμή άφησα το κεφάλι μου μέσα στη θάλασσα. Εκείνη τη στιγμή άκουσα ένα αεροπλάνο από πάνω μου. Ακούω ένα σφύριγμα πλοίου και ήταν ο Φινλανδός, πήρα θάρρος και είπα θα γλιτώσω. Με έπιασαν από τη ζώνη του παντελονιού και με ανέβασαν πάνω. Μόλις ανέβηκα, λιποθύμησα», θυμάται ο Μανώλης Σταματάκης.
Από τη μεριά του, ο Ηλίας Κουκουνάκης, είπε: «Την στιγμή που βγήκα έξω από την καμπίνα είχε γυρίσει το βαπόρι σχεδόν το μισό. Εγώ έφτασα στην πόρτα χωρίς σωσίβιο και έπιασα τα σίδερα. Κατέβαιναν στις σκάλες, είχαμε αρκετά παιδιά και γυναίκες. Ταξίδευαν αρκετοί φυλακισμένοι, κάθονται με χειροπέδες και βούλιαξαν κατευθείαν. Σε μια στιγμή γύρισε το καράβι, με πετάει το κύμα πολύ μακριά. Ανεβαίνω πάνω και ήταν η κασέλα που υπήρχαν 20 άτομα και με βοήθησαν να κάτσω με την κοιλιά πάνω στην κασέλα, και έτσι σώθηκα. Εμείς είχαμε απομακρυνθεί, σπάει η κασέλα, είμαι εγώ. Παρουσιάζεται το Σύρος και έπεσα στους προβολείς του. Κατάφερα να μπω στην κουλούρα και να με τραβήξουν. Το μόνο που πρόλαβα να πω είναι ότι είναι και άλλοι εδώ. Μετά εγώ τέζα! Η κοπέλα πιστεύω ότι είχε πεθάνει».
Οι νεκροί του Ηράκλειον
Στο κείμενο δεν έγινε καμία αναφορά στον ακριβή αριθμό των νεκρών γιατί μέχρι σήμερα κανείς δεν τον γνωρίζει.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της εταιρείας στο Ηράκλειον επέβαιναν 264 άνθρωποι: 191 επιβάτες και 73 πλήρωμα.
Το πόρισμα κάνει λόγο για 247 νεκρούς.
Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι στο γκαράζ υπήρχαν λαθρεπιβάτες ο αριθμός των οποίων ανερχόταν σε περίπου 150.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.