Οδός Νιόβης, αριθμός 4, πρώτος όροφος. Έχουν περάσει 25 χρόνια και δεν υπάρχει τίποτα απτό που να θυμίζει το γεγονός που κάποτε συγκλόνισε την Ελλάδα. Οι γειτονιές βλέπετε ζουν μέσα στις μνήμες τους αλλά συνήθως αποτυπώνουν αυτά για τα οποία είναι υπερήφανες. Και δεν υπάρχει τίποτα για να υπερηφανεύεται η ελληνική κοινωνία από το συλλογικό φιάσκο της 23ης Σεπτεμβρίου του 1998.
Εκείνη ήταν η μέρα που ο Σορίν Ματέι εισέβαλε, έχοντας εξευτελίσει για ακόμα μία φορά την ΕΛ.ΑΣ., στο νοικοκυριό της Σουλτάνας Γκινάκη μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο. Μέσα βρίσκονταν τα δύο παιδιά της, η Αμαλία και ο Ευάγγελος μαζί με τον αρραβωνιαστικό της Αμαλίας, Απόστολο Μακρινό. Ο Ματέι είχε πάρει ομήρους και τους τέσσερις και βρισκόταν σε live διαπραγμάτευση με τον Νίκο Ευαγγελάτο.
Γύρω από την αποκλεισμένη Νιόβης, η Ελλάδα παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα, λες και έβλεπε κάποιου τύπου αστυνομική σειρά από την οποία όμως έλειπε ο ιδιοφυής ντετέκτιβ. Μετά από μία σειρά ασύλληπτων λαθών, το ριάλιτι είχε τον πιο τραγικό επίλογο.
Παρουσία του αρχηγού της, η Αστυνομία, πιστεύοντας μάλλον ότι η χειροβομβίδα που κράταγε ο Σορίν Ματέι ήταν μπλόφα, εισέβαλε στο διαμέρισμα την ώρα που εκείνος ετοιμαζόταν να απελευθερώσει τη μητέρα. Ο Ματέι έβαλε την απασφαλισμένη χειροβομβίδα στο σορτς της Αμαλίας και την έσπρωξε προς τους αστυνομικούς. Το μπαμ ακούστηκε σε όλη τη γειτονιά. Η Αμαλία διακομίσθηκε στο νοσοκομείο με πολύ σοβαρά τραύματα. Άντεξε λίγες μέρες.
Όταν στρίβουμε από την οδό Φυλής στη Νιόβης το μόνο πράγμα που λαμβάνουμε από μία κατά τα άλλα ήσυχη γειτονιά του κέντρου είναι κύματα αρνητικής ατμόσφαιρας. Κύματα τα οποία προφανώς είχαμε φτιάξει εμείς έχοντας διαβάσει τόσα πολλά για εκείνον τον δρόμο. Υπάρχουν όμως αρνητικά κύματα που να μην τα φτιάχνεις με το μυαλό σου;
Στον δρόμο βρίσκουμε μερικούς ηλικιωμένους περαστικούς, ένα ψιλικατζίδικο που το τρέχει ένας μετανάστης και ένα συνοικιακό γυμναστήριο. Ελάχιστα αυτοκίνητα περνούν, αλλά στα αυτιά μας έρχεται από μακριά η φασαρία της Αχαρνών. Η τραγωδία της Νιόβης δεν υπάρχει μεν πουθενά στο οπτικό σου πεδίο. Υπάρχει όμως στις αφηγήσεις και στις συμπεριφορές των ανθρώπων που ζουν εκεί.
Πόρτες ηλικιωμένων κυριών που δεν ανοίγουν καθόλου εύκολα, χωρίς οι νεότεροι σε ηλικία ένοικοι να καταλαβαίνουν τον λόγο. Ζωντανές μνήμες ανθρώπων που έζησαν το περιστατικό από κοντά, όχι μέσω τηλεόρασης ή άλλων που μετακόμισαν στη γειτονιά αργότερα αλλά γνώριζαν πού μπορείς να ρωτήσεις για να μάθεις. To παρελθόν είναι πάντα εκεί και ας μην το καταλαβαίνεις.
Ο γείτονας που είδε να σκάει η βόμβα από το απέναντι στενό
Προσπεράσαμε την πολυκατοικία προσπαθώντας να εγκλιματιστούμε στον χώρο. Στο ακριβώς επόμενο στενό της Νιόβης, στην οδό Λεμεσού, ένας ηλικιωμένος καθαρίζει το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Τον προσεγγίζουμε όσο πιο διακριτικά μπορούμε. Με το που ακούει πως είμαστε δημοσιογράφοι και έχουμε φτάσει εκεί για την υπόθεση του Σορίν Ματέι, τραβιέται πίσω. «Είναι στον δίπλα δρόμο. Όχι εδώ».
Η μία ερώτηση διαδέχεται την άλλη. Όσο περνούν τα λεπτά, αρχίζει να ανοίγεται όλο και περισσότερο. «Πώς γίνεται να ξεχάσεις αυτή την υπόθεση; Ήμουν μέσα στο σπίτι και τα έβλεπα όλα από την τηλεόραση». Κάπου εκεί σταματάει να μιλάει και κατευθύνεται προς το εσωτερικό της πολυκατοικίας. «Ελάτε μαζί μου» μας λέει. Εμείς τον ακολουθούμε, χωρίς να έχουμε ιδέα τι θα αντικρίσουμε.
Προχωρά στην είσοδο της πολυκατοικίας, ανεβαίνει μερικά σκαλιά που οδηγούν στον πρώτο όροφο και στέκεται μπροστά από ένα μεγάλο παράθυρο, το οποίο είναι ορθάνοιχτο. Βγάζει το κεφάλι του έξω και μας δείχνει με το χέρι του την ακριβώς απέναντι πολυκατοικία. Είναι το πίσω μέρος της πολυκατοικίας της οδού Νιόβης. Εκεί όπου συνέβησαν όλα.
«Εγώ έμενα εδώ στο ισόγειο. Κάποια στιγμή, όταν καταλάβαμε τι συνέβαινε μέσα στο σπίτι, βγήκα εδώ με τον γιο μου και κοιτούσαμε απέναντι. Από κάποια στιγμή και μετά είχε μαζευτεί εδώ όλη η πολυκατοικία. Προσπαθούσαμε να πάρουμε θέση για να βλέπουμε καλύτερα» επισημαίνει κοιτώντας από το ίδιο παράθυρο που κοιτούσε και τότε.
Όπως σημειώνει, όλοι οι τριγύρω δρόμοι, μέχρι και η Αχαρνών ήταν γεμάτοι με αστυνομικούς που κρατούσαν στα χέρια τους τα αυτόματα και ήταν έτοιμοι να επέμβουν σε περίπτωση που συνέβαινε το οτιδήποτε. Τη στιγμή της έκρηξης δεν πρόκειται να την ξεχάσει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν. «Πώς να την ξεχάσω; Ακούστηκε ένα μεγάλο μπαμ. Τραντάχτηκε όλη η γειτονιά. Δεν έχω ζήσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο».
Το μπαλκόνι με τους ελεύθερους σκοπευτές
Ακόμη πιο έντονα βίωσε εκείνο το βράδυ η κα. Χαρά, η οποία μένει στην ακριβώς δίπλα πολυκατοικία της Νιόβης και θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα της 23ης Σεπτεμβρίου 1998. «Ξαφνικά μου χτύπησαν την πόρτα και όταν την άνοιξα είδα μπροστά μου ελεύθερους σκοπευτές». Εκείνοι κατέβηκαν στον δρόμο και οι σκοπευτές στήθηκαν στο μπαλκόνι. Η κάνη των όπλων ήταν στραμμένη στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της Νιόβης 4.
Δίπλα της στέκεται ένας άντρας που φαίνεται πως γνώριζε προσωπικά την Αμαλία, τη γυναίκα που δολοφονήθηκε από τη χειροβομβίδα του Σορίν Ματέι. «Ήταν μια πολύ καλή και σοβαρή κοπέλα. Απ’ όσα γνωρίζω ήταν αρραβωνιασμένη στο Μπουρνάζι. Ήταν έτοιμη να ανοίξει το δικό της σπίτι» μας λέει όσο βγαίνει από τη διπλανή πολυκατοικία.
Η κα. Χαρά παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μπροστά στην μισάνοιχτη εξώπορτα. Δεν κάνει βήμα προς το πεζοδρόμιο. Η ίδια μας ενημερώνει πως στο διαμέρισμα δεν μένει κανείς πια από την οικογένεια της Αμαλίας. Η μητέρα της πέθανε πριν από μερικά χρόνια, ενώ η τύχη του αδερφού της, αγνοείται. Αντ’ αυτού, το σπίτι ενοικιάζεται σε μια οικογένεια που κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι.
Η μόνη επαφή που έχει με τη δίπλα πολυκατοικία είναι μέσω της διαχειρίστριας. Όπως επισημαίνει, μένει χρόνια εκεί και γνωρίζει πολύ περισσότερα για την υπόθεση. Έτσι, εμείς κατευθυνόμαστε εκεί και φτάνουμε στην είσοδό της. Στα κάγκελα του διαμερίσματος είναι απλωμένη η μπουγάδα της οικογένειας, μαζί με μια μεγάλη ελληνική σημαία.
Η κάτοικος της πολυκατοικίας που δεν έχει ιδέα για την υπόθεση
Ο στόχος μας είναι να μιλήσουμε με τη διαχειρίστρια. Με το που είμαστε έτοιμοι να χτυπήσουμε το κουδούνι, μια ένοικος της πολυκατοικίας φτάνει. Mιλάει στο κινητό της και τα δύο της χέρια είναι γεμάτα με τσάντες από σούπερ μάρκετ. Τη ρωτάμε αν γνωρίζει ποια είναι η διαχειρίστρια.
«Τη διαχειρίστρια ψάχνετε; Άδικα χτυπάτε. Δεν πρόκειται να σας ανοίξει και, πόσο μάλλον, να σας μιλήσει. Εδώ δεν ανοίγει σε μένα καλά-καλά που μένω 7 χρόνια εδώ. Φοβάται πολύ» μας λέει, ενώ της ανοίγουμε την πόρτα να περάσει με τα ψώνια.
Της αναφέρουμε τον σκοπό της επίσκεψής μας. Της μιλάμε για το περιστατικό θεωρώντας δεδομένο ότι θα το γνωρίζει. Εκείνη δεν καταλαβαίνει τι εννοούμε. Προς έκπληξη μας, δείχνει να μην έχει καμία απολύτως γνώση για το τι συνέβη εκεί πριν από 25 χρόνια. Μας λέει ότι είναι 25 χρονών. Σαν να μην έφτανε αυτή η σύμπτωση, λίγο αργότερα καταλαβαίνουμε ότι μένει στο υπόγειο. Εκεί απ’ όπου ξεκίνησε ο Σόριν Ματέι, προκειμένου να ανέβει μέσω του φωταγωγού στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου.
«Το κορίτσι το φάγανε. Δεν είχαν ιδέα τι έκαναν οι αστυνομικοί»
Η αστυνομία. δεν κατάφερε, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της πορείας, να τον συλλάβει με αποτέλεσμα να συμβεί ό,τι τελικά συνέβη. Η πλειοψηφία των ανθρώπων που συναντάμε στη γειτονιά επιρρίπτει τις ευθύνες για τον θάνατο της Αμαλίας, κυρίως στις αστυνομικές αρχές και ιδιαίτερα στον τότε Αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ., Αθανάσιο Βασιλόπουλο.
«Το φάγανε το κορίτσι. Νόμιζαν πως η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη. Δεν είχαν ιδέα τι έκαναν». Αυτά είναι τα λόγια ενός επιχειρηματία της περιοχής που βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην οδό Νιόβης το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου 1998. Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς, όπως θυμάται, που δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα. Κανάλια, κάμερες, δημοσιογράφοι. Και ανάμεσα σε αυτούς καμουφλαρισμένοι αστυνομικοί με τα όπλα στα χέρια.
Ο ερασιτεχνισμός με τον οποίο χειρίστηκε την υπόθεση του Σορίν Ματέι η ελληνική αστυνομία, δεν φάνηκε μόνο εκεί. Ο ίδιος, χωρίς να το γνωρίζει, έμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ίδια πολυκατοικία με την οικογένεια του Ρουμάνου κακοποιού μερικά τετράγωνα μακριά.
Λίγες καιρό πριν το τραγικό συμβάν, είδε να μπαίνει στην πολυκατοικία ένας αιμόφυρτος άντρας, ο οποίος, όμως, προσπαθούσε να καλύψει τον πρόσωπό του για να μην τον δουν. Δεν γνώριζε, όμως, τίποτα. Τα έμαθε όλα, μόνο όταν έφτασαν ξαφνικά ένα πρωί στην είσοδο της πολυκατοικίας που διέμενε με την οικογένειά του, αστυνομικοί με αλεξίσφαιρα γιλέκα και αυτόματα όπλα στα χέρια.
«Μου χτύπησαν την πόρτα. Εγώ άνοιξα και με ρώτησαν αν ξέρω την οικογένεια που μένει στον από κάτω όροφο. Όταν τους απάντησα θετικά, μου ζήτησαν, κιόλας, να πάω κάτω και να χτυπήσω την πόρτα. Εγώ φυσικά και αρνήθηκα. Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω, για χαζό ψάχνανε; Τότε μου είπαν να καλέσω τη μητέρα του στο σταθερό τηλέφωνο. Δεν το σήκωσε ποτέ. Είχε καταλάβει μάλλον τι συνέβαινε» εξηγεί.
Αφότου χάθηκε τόσο σημαντικός χρόνος, έσπασαν την πόρτα μόνοι τους με μία κλωτσιά. Βρήκαν τον Σορίν Ματέι να κρύβεται κάτω από το κρεβάτι της μητέρας του. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο τμήμα. Έμελλε όμως να μην είναι αυτή η τελευταία φορά που θα ασχολούνταν μαζί του. Η αφήγηση του ήταν γεμάτη λεπτομέρειες, σαν όλα να είχαν γίνει χθες.
Κανείς στη γειτονιά, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν πρόκειται να ξεχάσει την υπόθεση ούτε φυσικά το άτυχο κορίτσι που έχασε τη ζωή του τόσο άδοξα εκείνο το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου 1998.
Ούτε ο γείτονας που κοιτούσε από το παράθυρο της απέναντι πολυκατοικίας, είτε η κα. Χαρά, ούτε ο κοσμηματοπώλης, ο οποίος δεν είχε συνειδητοποιήσει πως είχαν περάσει 25 χρόνια. Είναι, όπως εξηγεί, ένα τραύμα που δεν πρόκειται να σβήσει όσες δεκαετίες κι αν περάσουν. Προηγουμένως μας είχε πει «τι τα ψάχνετε αυτά ρε παιδιά, αυτά είναι περασμένα. Πάτε για τα καινούργια».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.