Τέμπη, 28 Φεβρουαρίου 2024. Ένας χρόνος από τη μεγαλύτερη σιδηροδρομική τραγωδία στην Ελλάδα και από τα πολυπληθέστερα δυστυχήματα στην ιστορία της χώρας.
Διαδηλώσεις, έρευνες από ειδικούς και Αρχές, μία εξεταστική επιτροπή στη Βουλή που προκαλεί σφοδρή αντιπαράθεση σε πολιτικό και όχι μόνο επίπεδο και συνάμα ο πόνος των συγγενών των θυμάτων που γίνεται οργή και ζητούν δικαίωση, μαζί τους και ολόκληρη η κοινωνία.
Δικαίωση ζητάει και η Δέσποινα Γκανίδου, η μητέρα του 22χρονου φοιτητή του ΑΠΘ, Γιώργου Παπάζογλου, ο οποίος επέστρεφε με το μοιραίο Intercity μαζί με την κοπέλα του από την Αθήνα, όπου είχαν πάει για τριήμερο.
Διαβάστε ακόμη: Διασώστης ΕΚΑΒ στο Reader για τα Τέμπη: «Οι γονείς έτρεχαν πίσω από τα ασθενοφόρα και ρωτούσαν αν ζουν τα παιδιά τους»
Μίλησε στο Reader τόσο για την ημέρα του δυστυχήματος και τα όσα ακολούθησαν, τις έρευνες και τις ενέργειες των Αρχών, την αντιμετώπιση των συγγενών όλο αυτό το διάστημα, όσο και για την εξεταστική και την ηλεκτρονική συλλογή υπογραφών για την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας που θα ανοίξει το δρόμο στην απόδοση ποινικών ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα.
«Η Εξεταστική για τα Τέμπη ήταν παρωδία»
Η κ. Γκανίδου ξεκαθαρίζει τα πράγματα από την αρχή: «Η Εξεταστική για τα Τέμπη ήταν παρωδία. Με τη συγκεκριμένη κοινοβουλευτική σύνθεση δεν υπήρχε περίπτωση να βγει κάποιο πόρισμα. Πέρα απ' αυτό ήταν απροκάλυπτα κατευθυνόμενη».
Στέκεται δε στο θέμα των μαρτύρων που δεν κλήθηκαν. «Ζητήθηκε από την αντιπολίτευση ξανά και ξανά να καταθέσουν επιπλέον μάρτυρες από την πλευρά των οικογενειών, πραγματογνώμονες, στελέχη του ΟΣΕ, όπως ο κ. Κατσιούλης, για να αντικρούσουν τα λεγόμενα, να ακουστεί και η άλλη άποψη και απορρίφθηκε το αίτημα».
«Ταυτόχρονα, παρακολουθώντας κάποιες συνεδριάσεις, όχι όλες, θεωρώ ότι αφιέρωσαν πολύ χρόνο στο παρελθόν, δηλαδή ξεκίνησαν από το '97 κι όταν φτάσαμε στο παρόν οι συνεδριάσεις ήταν λίγες», σημειώνει η μητέρα του 22χρονου Γιώργου Παπάζογλου, συμπληρώνοντας:
«Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η στάση του προέδρου, του κ. Μαρκόπουλου και της κ. Παπακώστα, οι οποίοι ήταν πάρα πολύ επιθετικοί στους βουλευτές της αντιπολίτευσης, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προστατέψουν κατά κάποιο τρόπο τους μάρτυρες από δύσκολες ερωτήσεις, παρενέβαιναν συνέχεια».
«Επίσης, μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία προσπάθησαν να υπερτονίσουν και να πείσουν ότι το δυστύχημα οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος», θα πει η Δέσποινα Γκανίδου, μιλώντας για μεθόδευση στεκόμενη ιδιαίτερα στην κατάθεση του κ. Τερεζάκη (σ.σ διευθύνων σύμβουλος ΟΣΕ), «ο οποίος κάθε λίγο και λιγάκι επαναλάμβανε το ανθρώπινο λάθος».
Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια, «στην κατάθεσή του, ο κ. Καραμανλής ήταν τρομερά αλαζόνας, υπερόπτης, επιθετικός και εριστικός. Πήγε στην εξεταστική με έναν τεράστιο ντοσιέ με έτοιμες απαντήσεις, οι οποίες μάλιστα είχαν και διαχωριστικό θεμάτων, όπως κάναμε κάποτε όταν είμασταν μαθητές και σε κάθε ερώτηση ανέτρεχε στην αντίστοιχη απάντηση και τη διάβαζε, ακόμη κι αν δεν ήταν σχετική η απάντηση με την ερώτηση που τού έκαναν».
«Αν υπήρχε GSMR, θα άκουγαν έξι άνθρωποι ότι και τα δύο τρένα είναι στην ίδια γραμμή»
Στέκεται όμως και στις τεράστιες ελλείψεις στον σιδηρόδρομο που το βράδυ της τραγωδίας λειτουργούσε με «χαρακτηριστικά σιδηροδρόμων της δεκαετίας του ‘60», όπως είπε στην κατάθεσή του στην Εξεταστική ο καθηγητής Βασίλης Προφυλλίδης.
«Σαφώς έγινε κάποιο λάθος από τον σταθμάρχη, αλλά υπάρχουν τα συστήματα ασφαλείας για να αποτρέπουν το ανθρώπινο λάθος. Εδώ μιλάμε για τέσσερα συστήματα ασφαλείας, τα οποία δεν λειτουργούσαν. Αν έστω και ένα από αυτά λειτουργούσε, το δυστύχημα θα είχε αποφευχθεί», υπογραμμίζει η κ. Γκανίδου.
Αναφέρεται στα φωτόσημα, την περιβόητη οδηγία του σταθμάρχη στον μηχανοδηγό «περνάς με κόκκινο φωτόσημο», στο ETCS, την τηλεδιοίκηση και το σύστημα τηλεπικοινωνίας GSMR.
Διαβάστε ακόμη: Οι πόλεις που πηγαίνει σήμερα το τρένο - Ποιες το έχασαν και πού λειτουργεί η τηλεδιοίκηση
«Επικοινωνούσαν με VHS και επειδή παρεμβάλλονταν ο ορεινός όγκος του Ολύμπου και του Κισσάβου δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν, ενώ αν λειτουργούσε το GSMR, τότε θα άκουγαν όλοι τις συνομιλίες γιατί θα ήταν ανοιχτή η συχνότητα», σημειώνει η κ. Γκανίδου και συμπληρώνει:
«Ήταν έξι άνθρωποι, δύο σταθμάρχες, δύο μηχανοδηγοί στην εμπορική και δύο στην επιβατική. Θα άκουγαν ότι ξεκίνησαν και τα δύο τρένα, ότι είναι στην ίδια γραμμή, θα σταματούσαν».
Εκατοντάδες χιλιάδες ηλεκτρονικές υπογραφές για τα Τέμπη
Την ίδια ώρα, το ηλεκτρονικό ψήφισμα για τα Τέμπη και την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας όταν προκύπτει ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων συγκεντρώνει πάνω από 800.000 υπογραφές που συνεχώς αυξάνονται.
«Το βασικό πρόβλημα είναι η βουλευτική ασυλία πίσω απ' την οποία καλύπτονται τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία έχουν ποινικές ευθύνες. Δεν μιλάω για πολιτικές ευθύνες. Ο νόμος περί βουλευτικής ασυλίας τούς προστατεύει, άρα δεν μπορούν να δικαστούν σε ποινικά δικαστήρια», σημειώνει η κ. Γκανίδου.
«Υποτίθεται ότι δικάζονται από την εξεταστική, ότι είναι μία μορφή δίκης. Αυτό που θέλουμε είναι να αρθεί η βουλευτική ασυλία ή ακόμα καλύτερα, αν υπήρχε αξιοπρέπεια στους εμπλεκόμενους πολιτικούς, να παραιτηθούν οι ίδιοι από τη βουλευτική ασυλία», θα πει επίσης.
Μιλώντας για την επαναλειτουργία του σιδηροδρόμου, τονίζει χαρακτηριστικά: «Αυτό που ξέρω είναι ότι επαναλειτούργησαν τα τρένα έναν μήνα περίπου μετά, χωρίς να έχει γίνει καμία απολύτως αλλαγή σε θέματα υποδομής, με μόνη διαφορά ότι μειώθηκαν τα δρομολόγια και η ταχύτητα των τρένων.
Υποτίθεται ότι τον Σεπτέμβριο ολοκληρώθηκαν τα έργα, αλλά ήρθε ο Daniel και κατέστρεψε αυτές τις υποδομές. Θεωρώ ότι ο Daniel έδωσε ένα πολύ ακλόνητο άλλοθι, δεν είμαι βέβαιη ότι ολοκληρώθηκαν και καταστράφηκαν».
«Καλό ταξίδι»
Και ερχόμαστε στην αποφράδα εκείνη ημέρα της τραγωδίας που θα έκοβε το νήμα της ζωής 57 ανθρώπων. Η Δέσποινα Γκανίδου αφηγείται τα όσα συνέβησαν:
«Στο τρένο ταξίδευε ο γιος μου, ο Γιώργος Παπάζογλου, 22 χρονών. Ήταν φοιτητής στο Φυσικό του ΑΠΘ στο πτυχίο και είχε κατεβεί στην Αθήνα για το τριήμερο, όπως πολλά παιδιά, με την κοπέλα του και επέστρεφαν με το τρένο αυτό. Ο Γιώργος μού έστειλε ένα μήνυμα στο viber στις επτάμιση ότι ξεκίνησαν και τού απάντησα ευχόμενη καλό ταξίδι. Τραγική ειρωνεία...
Γύρω στις 23.00 τού τηλεφώνησα για να δω αν έχουν φτάσει, πού βρίσκονται και μού είπε ότι ήταν στο σταθμό της Λάρισας και ότι είχαν μία μεγάλη καθυστέρηση. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον άκουσα.
Γύρω στις 23.40, δηλαδή 40 λεπτά αργότερα, 20 λεπτά μετά το δυστύχημα, μού τηλεφώνησε ο φίλος του Γιώργου, ο οποίος σπουδάζει στην Ολλανδία, για να μού πει ότι το τρένο εκτροχιάστηκε, ότι ο Γιώργος πήγε στο μπαρ να πάρει ένα μπουκάλι νερό και δεν απαντάει πλέον στο τηλέφωνο, ενώ δεν τον βλέπει πουθενά η κοπέλα του.
Πώς το έμαθε ο Μιχαήλ; Η κοπέλα του Γιώργου αφού κατάφερε να βγει από το βαγόνι με αριθμό 3 (σ.σ. είναι το βαγόνι το οποίο γύρισε κάθετα) έστειλε μήνυμα στον Μιχαήλ στην Ολλανδία, γιατί δεν είχε το τηλέφωνό μας να μάς ειδοποιήσει και μάς τηλεφώνησε το παιδί.
Ταυτόχρονα η κοπέλα του είχε στείλει μήνυμα και στον αδερφό του Γιώργου, τον Χρήστο, ο οποίος το πήρε, αλλά δεν επικοινώνησε μαζί μας αμέσως, γιατί ήθελε να μάθει τι συμβαίνει, για να μη μας ανησυχήσει άδικα.
Στις 23.55 ήμασταν ήδη στο αυτοκίνητο, καθ' οδόν ψάχναμε στο διαδίκτυο για ειδήσεις, για να δούμε τι έγινε, γιατί μάς είπαν ότι εκτροχιάστηκε. Μόλις μάς πήρε τηλέφωνο ο Μιχαήλ πήρα και εγώ τηλέφωνο στον Γιώργο και χτυπούσε το τηλέφωνό του, αλλά δεν απαντούσε.
Καθοδόν πήραμε αρκετές φορές στο τηλέφωνό του, δεν απάντησε. Εμείς μένουμε στη Θεσσαλονίκη, οπότε φτάνοντας περίπου στην Κατερίνη διαβάσαμε ότι ήδη υπάρχουν θύματα και καταλαβαίνετε η αγωνία άρχισε να κορυφώνεται και να εκτοξεύεται.
Φτάσαμε γύρω στις 2, περάσαμε από την Εθνική δίπλα από το δυστύχημα και υπήρχαν ακόμη κάποιες εστίες φωτιάς. Αφήσαμε την Εθνική, αλλά δεν μάς άφησαν να προσεγγίσουμε στο δυστύχημα, μάς έστειλαν στον Ευαγγελισμό (σ.σ το παρακείμενο χωριό), όπου μάς περίμενε η κοπέλα του Γιώργου, την πήραμε και από εκεί κατεβήκαμε στο νοσοκομείο, όπως μάς είχαν υποδείξει. Καθώς κατεβαίναμε στο Πανεπιστημιακό μάς προσπερνούσαν συνέχεια ασθενοφόρα.
Στο νοσοκομείο πρέπει να φτάσαμε γύρω στις 02.30 - 02.45. Δεν είχε ακόμη πολύ κόσμο, ήταν η αστυνομία βέβαια απ' έξω. Δεν μάς ενημέρωνε κανείς. Κάποια στιγμή μάς είπαν να συγκεντρωθούμε όλοι στο αμφιθέατρο, οπότε εκεί άρχισε να πυκνώνει ο κόσμος και γύρω στις 03.30 το πρωί ήρθαν και ανακοίνωσαν τα ονόματα των τραυματιών. Ο Γιώργος δεν ήταν εκεί.
Μετά πήγε στη βραχεία νοσηλεία η κοπέλα του, γιατί πονούσαν τα πόδια της, οπότε πήγαμε κι εμείς εκεί που φτάναν τα ασθενοφόρα, δηλαδή γύρω στις 04.00 το πρωί, και τα ασθενοφόρα κατέβαζαν πλέον μόνο σορούς, βλέπαμε δηλαδή να κατεβαίνουν σοροί μπροστά μας.
Γύρω στις 06.00 μάς είπαν ότι τελείωσε η εφημερία του Πανεπιστημιακού και θα πρέπει να πάμε στο Γενικό. Πήγαμε στο Γενικό όπου επικρατούσε μία κατάσταση απίστευτη.
Είχε κατέβει πάρα πολύς κόσμος σε ένα μικρό αμφιθέατρο που είχε αυτό το νοσοκομείο, ήταν διασώστες, ήταν αστυνομικοί, ήταν κλιμάκια από τα υπουργεία. Μάς ζητούσαν να δώσουμε περιγραφή για αναγνώριση. Άστοχο τελείως, γιατί ήξεραν σε τι κατάσταση είναι οι σοροί, κάποια στιγμή είχε έρθει και η Μίνα Γκάγκα, προσπαθούσαν να αποφασίσουν τι θα κάνουν.
Μετά το μεσημέρι πήραν δείγματα για ταυτοποίηση με DNA. Περιμέναμε μέχρι αργά το βράδυ εκεί μήπως μάθουμε κάποιο νέο. Την Τετάρτη 1 Μαρτίου όλα αυτά. Στις 09.30 πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο στη Λάρισα, όπου φρόντισαν να μάς βρουν κατάλυμα, όπου παραμείναμε μέχρι και την Παρασκευή το βράδυ περιμένοντας να μάθουμε νέα. Μάς τηλεφώνησαν γύρω στις 20.00 το βράδυ της Παρασκευής για να μάς πουν ότι ταυτοποιήθηκε το παιδί.
Από τις 23.40 της 28ης Φεβρουαρίου το μάθαμε στις 3 Μαρτίου το βράδυ, τρία 24ωρα μετά. Και ξέρετε πώς κλιμακώθηκε η αγωνία; Η πρώτη αγωνία ήταν μην έχει τραυματιστεί.
Η δεύτερη αγωνία, αφού δεν ήταν στους τραυματίες, ήταν μήπως είναι στην εντατική και δεν μπόρεσαν να μάθουν ποιος είναι. Και η τρίτη αγωνία ήταν να βρεθεί το σώμα του. Φαντάζεστε τους γονείς να παρακαλούν να βρεθεί έστω ένα κοκαλάκι από το παιδί τους;
Υπήρχαν ψυχολόγοι, υπήρχε μία εξαιρετική κοινωνική λειτουργός. Υπήρχαν δύο κοινωνικοί λειτουργοί, αν θυμάμαι καλά στο νοσοκομείο που ήμασταν εμείς. Η κυρία η οποία μάς είχε αναλάβει ήταν εξαιρετική και είχαμε επαφές για αρκετό καιρό μετά, δηλαδή έπαιρνε τηλέφωνα να δει πώς είμαστε».
«Πονάει πολύ που πήραν το χώμα που είχε τις στάχτες των ανθρώπων μας και τις πέταξαν»
«Για μένα ήταν μία εγκληματική πράξη για πολλούς λόγους», σημειώνει η μητέρα του 22χρονου φοιτητή για τον χειρισμό των στοιχείων της υπόθεσης και την παρέμβαση των συνεργείων στον τόπο της τραγωδίας και εξηγεί:
«Πρώτος λόγος ήταν ότι αλλοιώθηκε εντελώς ο χώρος του δυστυχήματος και δεν έγινε αξιόπιστη πραγματογνωμοσύνη, δηλαδή τα βαγόνια τα πήραν πολύ γρήγορα, την Παρασκευή πριν ακόμη εμείς μάθουμε ότι ταυτοποιήθηκε το παιδί μας και ενώ η ιατροδικαστής, η κ. Λεονταρή, έλεγε ότι ένα άτομο εξαϋλώθηκε, εννοώντας την Εριέττα, ξεκίνησαν να μαζεύουν τα βαγόνια. Είναι δυνατόν να μην έχει βρεθεί ένα θύμα και να μαζεύεις τα βαγόνια, να μη συνεχίζεις τις έρευνες;
Και το πόσο λάθος ήταν αποδείχτηκε και τον Μάιο που ο κ. Λακαφώσης βρήκε μία γνάθο στα βαγόνια που τα μετέφεραν στο Κουλούρι, στη Λάρισα, σε χώρο του ΟΣΕ, ο οποίος ήταν υπόδικος, δηλαδή ο ένοχος να φυλάει τα πειστήρια του εγκλήματος, και πολύ περισσότερο τον Νοέμβριο όταν βρήκαν DNA από πολύ περισσότερα άτομα για τα οποία βέβαια ποτέ δεν ανακοινώθηκε πόσα ήταν.
Εγώ πιστεύω ότι αν αυτά τα σκυλιά, τα οποία μπήκαν τον Νοέμβριο, τα είχαν βάλει την 1η Μαρτίου, θα είχε βρεθεί και η Εριέττα. Γιατί οι άνθρωποι της εταιρείας αυτής είχαν στείλει έγγραφο την 1η Μαρτίου και προσφέρθηκαν να παρέχουν τα σκυλιά για την αναζήτηση των σορών και δεν τούς το επέτρεψαν. Εάν αυτά τα σκυλιά κατάφεραν να εντοπίσουν 10 μήνες μετά, φαντάζεστε πόσα πράγματα θα εντόπιζαν εκείνη την ημέρα.
Κι όχι μόνο αυτό. Στο Κουλούρι μεταφέρθηκαν τα χώματα, ήταν 10 μήνες εκτεθειμένα στον αέρα, στη βροχή. Αυτό ήταν το ένα κομμάτι. Το άλλο ήταν το γεγονός ότι η χημική ανάλυση, τα δείγματα από το έδαφος πάρθηκαν ένα μήνα μετά, αφού είχε γίνει το μπάζωμα. Ένα μήνα μετά, ό,τι πτητικό υλικό υπάρχει εξατμίζεται».
Η ίδια δίνει όμως και μία επιπλέον τραγική διάσταση στην υπόθεση: «Το άλλο που πονάει πάρα πολύ εμάς τους συγγενείς είναι ότι με το μπάζωμα πήραν τα χώματα τα επιφανειακά, ένα μέρος τους το πήγαν στο Κουλούρι κι ένα άλλο μέρος δεν ξέρουμε που πήγε. Αυτό λοιπόν το χώμα το επιφανειακό είχε τις στάχτες των ανθρώπων μας, οι οποίες πετάχτηκαν».
«Καταλαβαίνετε τι ηθικό θέμα είναι αυτό; Ξέρετε ότι στην καύση των νεκρών παραδίδουν στους συγγενείς την τέφρα. Σε εμάς αυτή η τέφρα πετάχτηκε. Κατ' εμέ θα έπρεπε να συγκεντρωθεί και να γίνει κάπου ένα μνημείο, ένας τάφος», συνεχίζει.
Η Δέσποινα Γκανίδου καταλήγοντας, σημειώνει στο Reader: «Αυτό που θέλουμε εμείς είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη σε όποιους φταίνε είτε λέγονται πολιτικοί είτε απλοί πολίτες και να γίνουν τα έργα υποδομής, γιατί αυτό μπορεί να ξανασυμβεί όσο δεν λαμβάνονται μέτρα και όσο δεν αποκαθιστούν τις υποδομές.
Αυτό ουσιαστικά ήθελα να πω για την απομάκρυνση των χωμάτων. Ήταν ασέβεια της Πολιτείας προς τους νεκρούς και προς εμάς».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.