Είναι η 8η Μαΐου του μακρινού 2000, μόλις έναν μήνα μετά την επεισοδιακή νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Απριλίου του ίδιου έτους. Στη νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, Υπουργός Δικαιοσύνης είναι ο Μιχάλης Σταθόπουλος, επιφανής νομικός και αργότερα μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Την ημερομηνία εκείνη, ο κ. Σταθόπουλος υποστηρίζει σε συνέντευξή του στο Έθνος τη (μάλλον νομική) άποψη ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία αστυνομικής ταυτότητας είναι αντίθετη με τον νόμο 2472/1997 που σχετίζεται με την προστασία των φυσικών προσώπων για προσωπικά δεδομένα.
Στις 16 Μαΐου 2000, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έκρινε με απόφασή της πως το θρήσκευμα πρέπει πράγματι να απαλειφθεί από τις ταυτότητες. Το τρένο είχε μπει πια στις ράγες του και οδηγούσε με γοργούς ρυθμούς σε μία πολύμηνη σύγκρουση κράτους και εκκλησίας που έμεινε στην ιστορία ως η «μάχη των ταυτοτήτων».
Πώς ξεκίνησαν όλα;
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής έβλεπε τον εαυτό της ως το όχημα του απαραίτητου εκσυγχρονισμού της χώρας. Εκσυγχρονισμός που συνδεόταν με τα μεγάλα έργα, την προετοιμασία για τον μεγάλο εθνικό στόχο των Ολυμπιακών Αγώνων, την οικονομική σταθερότητα και φυσικά την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση η οποία παρουσιαζόταν μεταξύ άλλων ως σημείο της πρόσδεσης της ελληνικής πραγματικότητας σε εκείνη του «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής».
Το ζήτημα των ταυτοτήτων και της αλλαγής τους σχετικά με την αναγραφή ή μη του θρησκεύματος ήταν φυσικά εντός αυτού του μεγάλου εκσυγχρονιστικού πλαισίου αλλά αρχικά αντιμετωπίστηκε ως ζήτημα δευτερεύον για την κυβέρνηση. Οι διαστάσεις που έλαβε τελικά ήταν μάλλον απρόβλεπτες και άμεσα συνδεδεμένες με την αντίδραση της εκκλησίας η οποία έβλεπε τον εαυτό της να απειλείται από αυτή την κατεύθυνση της Ελλάδας.
Στις δηλώσεις του κ. Σταθόπουλου πολύ γρήγορα ήρθε η απάντηση του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου ο οποίος σχολίασε ότι: «Σε αυτό τον τόπο υπάρχει ένας παράγοντας ο οποίος ούτε μπορεί ούτε πρέπει να αγνοείται. Είναι ο λαός». Λίγες μέρες αργότερα υποστήριξε ότι για το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος θα έπρεπε να γίνει δημοψήφισμα, θέση που θα έθετε ως βασική του πρόταση καθ'όλη την περίοδο της «μάχης των ταυτοτήτων».
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να τονιστεί σε αυτό το σημείο ότι ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος βρίσκονταν στην αρχή ακόμα της θητείας του και ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλής στην ελληνική κοινωνία. Σε κάποιες σφυγμομετρήσεις παρουσιαζόταν ως η δημοφιλέστερη προσωπικότητα στη χώρα. Ήταν επίσης απόλυτος κυρίαρχος στην Ιερά Σύνοδο και άνθρωπος που, όπως θα φαινόταν λίγο αργότερα, μπορούσε να κινητοποιήσει εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς στις πλατείες.
Στην αντίπερα όχθη, η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη είχε μόλις κερδίσει τις εκλογές της άνοιξης του 2000 και, παρά το οριακό αποτέλεσμα, είχε μπροστά της μία τετραετία ιδιαίτερα κρίσιμη. Στον πυρήνα της πολιτικής της θα έβαζε την οικονομία και φυσικά την επιτυχημένη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων.
Μεταξύ Ορθοδοξίας και Ευρώπης
«Η πίστη μας είναι η βάση της ταυτότητάς μας» υποστήριζε ο Χριστόδουλος. «Πρόκειται για αλλαγές που προωθούνται από νεοδιανοούμενους που θέλουν να μας επιτεθούν σαν σκυλιά και να κόψουν τις σάρκες μας», συνέχιζε με ιδιαίτερα πομπώδες ύφος που τον χαρακτήριζε. Σε άλλη δήλωσή του τόνιζε ότι «την Εκκλησία όποιο χέρι τόλμησε να την αγγίξει, ξεράθηκε», απευθυνόμενος ουσιαστικά στον τότε Πρωθυπουργό.
Ο Κώστας Σημίτης απάντησε στον Χριστόδουλο: «άλλο η πίστη και η θρησκεία και άλλο το δελτίο ταυτότητας, δηλαδή ο τρόπος που επικοινωνεί ο πολίτης με το κράτος». Αυτή η δήλωση έθετε τη σύγκρουση στην πραγματική της διάσταση: το ελληνικό κράτος δεν θα δεχόταν παρεμβάσεις της Εκκλησίας σε ένα ζήτημα που ήταν αποκλειστικά δική του αρμοδιότητα. Η Ελλάδα ήταν το μόνο ορθόδοξο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεχόταν πιέσεις προς την κατεύθυνση της «εκκοσμίκευσής» του.
Στη σύγκρουση αυτή, η κυβέρνηση φρόντιζε να κρατήσει αρχικά μία μετριοπαθή στάση. Εξαίρεση αποτελούσε ουσιαστικά ο Υπουργός Δικαιοσύνης ο οποίος κατά καιρούς φαινόταν ιδιαίτερα καυστικός προς τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο έχοντας πάντα την κάλυψη του Μαξίμου. Δεν δίσταζε μάλιστα να τα βάζει και προσωπικά εναντίον του Αρχιεπισκόπου. «Την οξύτητα την προκάλεσε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, αυτός έδωσε πρώτος το στίγμα», τόνιζε σε συνέντευξή του στα Νέα υποστηρίζοντας ότι η στάση του ήταν εναρμονισμένη με το σύνταγμα.
Η κυβέρνηση έθετε την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ως εμπόδιο στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας που ειδικά εκείνη την περίοδο ήταν αδιαμφισβήτητη. Σταδιακά η στάση της γινόταν όλο και πιο σκληρή φτάνοντας μάλιστα σε σημείο να δείξει την πρόθεσή της, μετά από μία σύσκεψη στο Μαξίμου, να ανοίξει με μάλλον απειλητικό τρόπο ο διάλογος σχετικά με το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Η Ιερά Σύνοδος όμως δεν είχε καμία πρόθεση να αφήσει το θέμα να περάσει, με αποτέλεσμα αυτό να καταλήξει μίας από τις σημαντικότερες κρίσεις στις σχέσεις κράτους-εκκλησίας. Σύντομα αποφασίζει να δείξει την ισχύ της. Στις 14 Ιουνίου γίνεται μία πρώτη «λαοσύναξη», όπως ονομάστηκε, στη Θεσσαλονίκη. Ακολουθεί μία δεύτερη στην Αθήνα, μία εβδομάδα μετά, στις 21 Ιουνίου.
«Πιστέ και ευλογημένε λαέ της Αθήνας…».
Στην εξέδρα αναγράφεται το σύνθημα «ΕΛΛΑΣ-ΕΥΡΩΠΗ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ» και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εμφανίζεται στο βήμα υπό τις ιαχές του κόσμου που φωνάζει «άξιος» και «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία». Μπροστά του βρίσκονται τα μέλη της Ιεράς Συνόδου ενώ απέναντί του ανεμίζουν χιλιάδες ελληνικές και βυζαντινές σημαίες.
Η λαοσύναξη, που είχε όλη τη σκηνογραφία πολιτικών συγκεντρώσεων, είναι τεράστια και λειτουργεί ουσιαστικά ως μία επίδειξη δύναμης της Εκκλησίας και τελικά του ίδιου του Χριστόδουλου, ο οποίος σε κάποιες στιγμές, όπως παρατηρούν πολύ από τότε, μοιάζει σαν να μιμείται σε κινησιολογία και τόνο φωνής τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Σε ένα σημείο της συγκέντρωσης ο Χριστόδουλος υψώνει ένα αντίγραφο του λαβάρου της Επανάστασης του 1821 που είχε μεταφερθεί από την Αγία Λαύρα χάρη στον μητροπολίτη Καλαβρύτων. Η κίνηση αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων για μία σημαντική μερίδα του πολιτικού κόσμου.
Ο Κώστας Σημίτης παραμένει αμετακίνητος στην απόφασή του, παρότι η Νέα Δημοκρατία στάθηκε στο πλευρό της Εκκλησίας και παρότι υπήρξαν και εντός του ΠΑΣΟΚ κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με το ζήτημα. Όπως αποκάλυψε αργότερα ο Σταθόπουλος, έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση του Πρωθυπουργού ο όποιος όμως δεν τη δέχτηκε.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν αργεί να περάσει στο δεύτερο στάδιο του αγώνα του ξεκινώντας τη συλλογή υπογραφών. Απώτερος σκοπός του ήταν, αφού μαζέψει έναν τεράστιο αριθμό από αυτές, να τις παραδώσει στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο, μαζί με ένα υπόμνημα που θα αναφερόταν σε όλες τις πτυχές του προβλήματος.
Στις 29 Αυγούστου του 2001, πράγματι πηγαίνει στο Προεδρικό Μέγαρο με 3 εκατομμύρια υπογραφές (αριθμός που αμφισβητείται), μεταξύ αυτών και του Κώστα Καραμανλή, Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας. Ο Κωστής Στεφανόπουλος απορρίπτει την πιθανότητα δημοψηφίσματος και με μία ανακοίνωση-καταπέλτη από την προεδρία μιλά για: «εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές» οι οποίες «δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος»
Η στάση αυτή του Προέδρου τη Δημοκρατίας σε συνδυασμό με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αντιμετωπίστηκαν ως ήττα για την πλευρά Χριστόδουλου. Προφανώς ο ιδιαιτέρως ευφυής Αρχιεπίσκοπος δεν περίμενε άμεση στήριξη από τον Κωστή Στεφανόπουλο. Ήλπιζε όμως σε μία ουδέτερη στάση η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί από τον ίδιο ως έναυσμα για επανέναρξη του αγώνα του. Μετά από εκείνη τη συνάντηση, το ζήτημα άρχισε σταδιακά να ξεθωριάζει.
Το αποτέλεσμα της μάχης των ταυτοτήτων
Το θρήσκευμα θεωρήθηκε ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο για να αναγράφεται στις ταυτότητες αλλά τελικά αυτό είχε τη λιγότερη σημασία. Το ζήτημα λειτούργησε ουσιαστικά ένα bras de fer μεταξύ κράτους και εκκλησίας και μεταξύ ενός φιλόδοξου χαρισματικού ιεράρχη και ενός πρωθυπουργού που είχε στον πυρήνα της πολιτικής του ύπαρξης την ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας.
Ο θεωρητικά ηττημένος από την έκβασή της μάχης αυτής Χριστόδουλος έπαιξε με τα όρια της ισχύος του, βρήκε στο ταβάνι των συσχετισμών αλλά ταυτόχρονα είχε συσπειρώσει μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας με το μέρος του. Συνέχισε δε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις μέχρι και τον θάνατό του.
Από την άλλη ο θεωρητικά νικητής Κώστας Σημίτης οριοθετούσε την επιρροή της εκκλησίας και ταυτόχρονα έβρισκε ένα πιστοποιητικό εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού του ελληνικού κράτους. Μέχρι σήμερα, η στάση του στο συγκεκριμένο ζήτημα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα παράσημα της πρωθυπουργίας του.
Δεν μπορούμε βέβαια να γνωρίζουμε ποια θα ήταν η έκβαση της σύγκρουσης αν το ζήτημα προέκυπτε λίγες εβδομάδες πριν, δηλαδή προεκλογικά. Σε κάθε περίπτωση, και επειδή οι υποθέσεις δεν αφορούν την ιστορία, η περίφημη «μάχη των ταυτοτήτων» οριοθέτησε τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας σε μία ισορροπία που φαίνεται ότι παραμένει λειτουργική ακόμα και σήμερα.
Διόλου τυχαία, ο επόμενος Αρχιεπίσκοπος είναι ο Ιερώνυμος (τότε μητροπολίτης Θηβών-Λεβαδείας), ένας εκ των ελάχιστων ιεραρχών οι οποίοι κράτησαν μία περισσότερο μετριοπαθή στάση. Διόλου τυχαία επίσης στην τελευταία αλλαγή σχετικά με τις ταυτότητες, το ελληνικό κράτος, δια του τέως αρμόδιου Υπουργού Νότη Μηταράκη, φρόντισε νωρίς-νωρίς να έχει τη σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας πριν την προώθηση του σχεδίου των νέων ταυτοτήτων.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.