Το Συμπόσιο είναι ένας από τους σωκρατικούς διαλόγους του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Πλάτωνα, μαθητή του Σωκράτη. Θεωρείται ένα από τα ωραιότερα δημιουργήματα της αρχαίας λογοτεχνίας.
Θέμα του είναι ο έρωτας κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου μεταξύ γνωστών προσωπικοτήτων της αρχαίας Αθήνας, ανάμεσά τους οι Αριστοφάνης, Αλκιβιάδης και Σωκράτης. Οι ομιλίες περιστρέφονται γύρω από την αγάπη του ιδίου φύλου, ειδικά τις σχέσεις μεταξύ ενηλίκων και εφήβων ανδρών και αποτελεί την πρώτη συζήτηση για την αγάπη στη δυτική λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, που αρχίζει ως συζήτηση για την ομοφυλοφιλική αγάπη.
Η διαφορετική οπτική στην Aρχαία Ελλάδα
Στον σύγχρονο κόσμο έχει επικρατήσει η άποψη πως στην Aρχαία Ελλάδα η ομοφυλοφιλία ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ιστορική εποχή. Μάλιστα, το θέμα αυτό αποτέλεσε έμπνευση ακόμα και για αρχαίους συγγραφείς όπως ο Ηρόδοτος, ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας.
Η πιο διαδεδομένη και σημαντική για την κοινωνία μορφή ομόφυλων σεξουαλικών σχέσεων στην αρχαία Ελλάδα ήταν μεταξύ ενήλικων ανδρών και έφηβων αγοριών, που ήταν γνωστή ως «παιδεραστία», ενώ και μία από τις κορυφαίες πολεμικές μονάδες της αρχαιότητας, ο Ιερός Λόχος των Θηβών, μια ξεχωριστή στρατιωτική μονάδα που υπηρετούσαν μόνο άνδρες και οι αγαπημένοι τους, αποτελεί βασικό παράδειγμα για το πώς οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον έρωτα μεταξύ των στρατιωτών για να ενισχύσουν το μαχητικό τους πνεύμα.
Γνωστή είναι και η ιστορία του Αλκιβιάδη και η ιδιαίτερη σχέση που είχε με τον Σωκράτη. Μεταξύ τους υπήρχε μια σχέση που ξέφευγε από τα στενά όρια της φιλίας, ένας θαυμασμός και μια αγάπη η οποία όμως δεν έφερε ποτέ τη σαρκική επαφή. Άλλωστε, όπως αναφέρει ο Σωκράτης δύο έρωτες είχε στην ζωή του, τον Αλκιβιάδη και τη φιλοσοφία.
Ο Αλκιβιάδης ο οποίος δεν αρνήθηκε ποτέ τον ομοφυλοφιλικό έρωτα προσπάθησε να προσεγγίσει τον σπουδαίο φιλόσοφο και οι δύο άνδρες βρέθηκαν στο ίδιο κρεβάτι, με τον Σωκράτη πάντως να μιλάει μεν για την ομορφιά των σωμάτων αλλά να προτιμά την ομορφιά των ψυχών.
Παράλληλα, δεν ήταν λίγες οι τοιχογραφίες και οι αναπαραστάσεις ομοφυλοφιλικών σκηνών σε αμφορείς.
Όλα αυτά δημιούργησαν την αίσθηση πως στην αρχαία Αθήνα, ειδικά τη χρυσή εποχή του Περικλή, οι ομόφυλες σχέσεις ευδοκιμούσαν και ουσιαστικά αποτελούσαν αποδεκτό στοιχείο της καθημερινότητας. Η αλήθεια όμως δεν είναι αυτή. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αντιλαμβάνονταν τον σεξουαλικό προσανατολισμό σαν κοινωνικό αναγνωριστικό όπως κάνουν οι σύγχρονοι δυτικοί πολιτισμοί.
Η ελληνική κοινωνία δεν διαχώριζε την ερωτική επιθυμία ή συμπεριφορά βάσει του φύλου του συμμετέχοντα, αλλά του ρόλου που έπαιζε ο κάθε συμμετέχων στη σεξουαλική πράξη, το ρόλο του «ενεργητικού» και του «παθητικού», όσον αφορά την επαφή.
Αυτή η ενεργητική-παθητική πόλωση ανταποκρινόταν στους κυρίαρχους και υποτακτικούς ρόλους: ο ενεργητικός (διεισδυτικός) ρόλος συνδέεται με την αρρενωπότητα, την υψηλή κοινωνική θέση και την ενηλικίωση, ενώ ο παθητικός ρόλος συνδέεται με τη θηλυκότητα, τη χαμηλότερη κοινωνική θέση και τη νιότη.
Στη σχέση αυτή, που θα έχει κοινωνική διάσταση και κυρίως χαρακτήρα εισαγωγής και «μύησης» στην ενήλικη ζωή, θα βρει χώρο και η ερωτική ομοφυλοφιλική συνεύρεση, η οποία ωστόσο δεν θα διαρκέσει για πάντα, καθώς η σχέση θα εξελιχθεί διαχρονικά σε σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης.
Αυτό που θα πρέπει να έχουμε στο νου μας όμως είναι πως μιλάμε για μια διαφορετική ιστορική περίοδο με άλλα χαρακτηριστικά και όταν την προσεγγίζουμε δεν θα πρέπει να τη βλέπουμε με τις δικές μας ηθικές αντιλήψεις. Και η αλήθεια είναι πως στην αρχαία Ελλάδα η σεξουαλική παθητικότητα δεν ήταν επιθυμητή και μάλιστα δημιουργούσε στίγμα στους πολίτες της Αθήνας.
Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούσαν μια συγκεκριμένη λέξη για να χαρακτηρίσουν όλους τους παθητικούς ομοφυλόφιλους, «κίναιδος», που σημαίνει «ο κινών την αιδώ». Μια πλήρης αντίθεση σε μια κοινωνία που θεωρητικά ήταν ελεύθερη και χωρίς προκαταλήψεις στον ομόφυλο έρωτα.
Δεν ήταν αποδεκτή η ομοφυλοφιλία
Στην Αρχαία Ελλάδα το να είσαι ομοφυλόφιλος είχε τεράστιες συνέπειες αφού αμέσως ερχόταν ο κοινωνικός αποκλεισμός από διάφορα αξιώματα, όπως αυτό του ιερέα, του κήρυκα, ενώ δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή σε δημόσιες θρησκευτικές τελετές. Παράλληλα, ο ομοφυλόφιλος δεν μπορούσε να περιφέρεται στη δημόσια αγορά και γενικά δεν είχε πολιτικά και ιερατικά δικαιώματα. Όσοι δεν υπάκουαν στους νόμους αυτούς τιμωρούνταν με θάνατο.
Τόσο στην Αθήνα του Σόλωνα όσο και στη Σπάρτη του Λυκούργου υπήρχαν νόμοι που προστάτευαν τα νεαρά αγόρια από τις σεξουαλικές επιθυμίες των ανδρών.
Το σίγουρο είναι πως η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχε, αλλά όχι ως προς τον τρόπο που έχει επικρατήσει στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Για τους Έλληνες εκίνης της εποχής ήταν ένας «έρωτας» και θαυμασμός του ωραίου και της ψυχής και της επίδρασης που μπορούσε να έχει ένας άνδρας σε έναν νεαρό, χωρίς πάντως να έχει την αποδοχή που μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας.
Και το παράδειγμα του επαίνου του Αλκβιάδη στον Σωκράτη και η επίδραση που είχε ο σπουδαίος αυτός φιλόσοφος αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα θαυμασμού και αγάπης μιας προσωπικότητας πάνω σε άλλη, του ίδιου φύλου.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.