Ένα βράδυ, στον ύπνο της ήρθε με σφοδρότητα, ένας φρικιαστικός εφιάλτης. Αυτός, επανήλθε ξανά και ξανά - η ίδια εικόνα, οι ίδιες κινήσεις, τα ίδια πρόσωπα. Σαν μια λούπα που δεν μπορούσε να καταλάβει πως προέκυψε.
Το εναπόθεσε στο άγχος που μπορεί να αισθανόταν τη δεδομένη στιγμή, σε μια καθημερινότητα που έτρεχε με ρυθμούς αλματώδεις. Όμως ο εφιάλτης επανερχόταν, πιο έντονα και πιο καθαρά κάθε φορά, ακόμα και σε στιγμές που ήταν χαλαρή.
Ήταν μια εικόνα με φώτα να αναβοσβήνουν, εκείνη να τρέχει και εκείνος να τη στριμώχνει σε μια σκοτεινή γωνία και να τη βιάζει. Αυτό το κορίτσι ήταν ο εαυτός της, ενώ εκείνος δεν είχε συγκεκριμένη μορφή.
Ο εφιάλτης που πήρε υπόσταση
«Ήταν πολύ τραυματικό να βλέπω κάτι που νόμιζα πως δεν είχα ζήσει, ήταν σαν να επρόκειτο για άγχος, σαν να προσπαθούσα να ξεφύγω από μια κατάσταση που με πιέζει. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, γιατί το όνειρο ήρθε σε μια περίοδο που ήταν ούτως ή άλλως αγχωτική, διότι προετοιμαζόμουν για τις Πανελλαδικές. Όπως καταλαιβαίνεις, πίστευα ότι προέρχεται από το στρες των επερχόμενων εξετάσεων και ότι δεν είναι κάτι παραπάνω», λέει στο Reader η 33χρονη, πλέον, Μαριάνθη.
Τότε, δεν το είχε επικοινωνήσει με κανέναν, παρά μόνο με την καλύτερή της φίλη, η οποία υπέθεσε το ίδιο πράγμα. Όμως, όσο οι Πανελλαδικές πλησίαζαν, το όνειρο επανερχόταν όλο και πιο συχνά, σε σημείο να μην μπορεί να κοιμηθεί.
«Ξυπνούσα με κομμένη την ανάσα, ιδρωμένη και αφιδατωμένη. Επί μήνες δεν μπορούσα να κοιμηθώ σερί, καθώς όποτε έκλεινα τα μάτια, ερχόταν η ίδια εικόνα».
Μετά τις διαταραχές στον ύπνο, ήρθαν τα πρώτα συμπτώματα που υποδήλωναν καταθλιπτική συμπεριφορά.
«Ξεκίνησα να νιώθω μια συνεχή κόπωση, αδυναμία να ανταπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου. Θυμάμαι ότι μετά τον άστατο ύπνο, πήγαινα στο σχολείο και δεν έβγαινα στα διαλείμματα, καθώς αισθανόμουν ράκος. Έβαζα τα χέρια στο θρανίο και ακουμπούσα ανάμεσά τους το κεφάλι μου, προσπαθώντας να κλείσω λίγο τα μάτια μου και να ξεκουραστώ.
Προσπαθούσα να αναπληρώσω την έλλειψη ενέργειας με το φαγητό. Έτρωγα πολύ μεγάλες ποσότητες junk και γλυκών, τα οποία μου έδιναν μια πρόσχαιρη ευχαρίστηση, η οποία προφανώς, μετά από λίγο αφανιζόταν. Πήρα κοντά στα 10 κιλά, όμως εξακολουθούσα να νιώθω χάλια. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, δεν ήθελα να βγαίνω από το σπίτι, είχα απομακρυνθεί από όλους τους φίλους μου. Η μητέρα μου τότε συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα και με παρότρυνε να πάω σε ψυχολόγο», εξηγεί η Μαριάνθη.
«Στο μεταξύ, όλη αυτή την διάρκεια των σχεδόν έξι μηνών που συνεχιζόταν η ίδια κατάσταση, το όνειρο επανερχόταν ξανά και ξανά. Είχε πάψει να με τρομάζει, ωστόσο είχε αρχίσει να με προβληματίζει. Όταν άρχισα την ψυχοθεραπεία και κάναμε αναδρομές στο παρελθόν για να δούμε από που πηγάζει όλο αυτό, ξεκίνησα να έχω διάφορα flashback -σπαστές εικόνες που έρχονταν διαρκώς στο μυαλό μου και έσβηναν ακαριαία.
Είδα τον εαυτό μου, σε ένα δωμάτιο με φώτα που αναβοσνήνουν- όπως στο όνειρο- και έναν τύπο να με βάζει σε μια γωνιά και να με φιλάει με το ζόρι στο λαιμό και το στόμα. Αμέσως μετά, ο ίδιος τύπος έβαλε τα δάχτυλά του μέσα μου τόσο δυνατά, που μου δημιούργησε πόνο.
Τα flashback ένωναν τα κομμάτια του παζλ που έλειπαν και άρχισα να συνειδητοποιώ ότι αυτό δεν είναι απλά ένας εφιάλτης, αλλά μια σεξουαλική κακοποίηση που έχω βιώσει και την έχω αποβάλλει από τη μνήμη μου. Τα φώτα που αναβόσβηναν ήταν σε ένα σχολικό πάρτι, όταν ήμουν στο γυμνάσιο. Ήταν από τις πρώτες φορές που είχα πιει αλκοόλ, οπότε η μνήμη μου ήταν θολωμένη.
Στο πάρτι αυτό είχαν εισχωρήσει κρυφά και παιδιά από το λύκειό μας, που χωριζόταν με κάγκελα. Θυμήθηκα τον εαυτό μου να χορεύει και τον τύπο αυτό που ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από εμένα, να με πλησιάζει. Με στρίμωξε στη γωνία μέσα στο σκοτάδι και έβαλε το δάχτυλό του χωρίς να θέλω. Μέσα στη ζάλη μου, τα όρια της πραγματικότητας είχαν θολώσει, όμως αυτό το γεγονός ήταν κάτι που είχα διαγράψει εντελώς από τη μνήμη μου», αναφέρει η ίδια.
«Είχα κακοποιηθεί σεξουαλικά και δε το θυμόμουν»
«Όταν συνειδητοποίησα τι συνέβη, το σοκ ήταν τεράστιο. Ήμουν στο δωμάτιό μου και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Είχα κακοποιηθεί σεξουαλικά και δεν το θυμόμουν καν. Στην ψυχολόγο που το είπα, την ρώτησα πως είναι δυνατόν να έχω βιώσει κάτι τόσο τραυματικό και να έχω κάνει delete, σα να μη συνέβη ποτέ. Μου είπε ότι αυτό συμβαίνει και ονομάζεται ψυχογενής ή μετατραυματική αμνησία».
Είναι σα να βλέπεις ένα τόσο έντονο όνειρο, που να μην αντιλαμβάνεσαι εάν έχει υπόσταση. Είναι σαν τις φορές που προσπαθείς απεγνωσμένα να ξυπνήσεις για να ξεπηδήσεις από τον εφιάλτη, ενώ ακόμα είσαι σε κατάσταση ύπνου. Εκείνη, ένιωσε ντροπή, και, πέρα από μια φίλη της, δεν το είχε ομολογήσει σε κανέναν, ούτε καν στους γονείς της. Ένιωθε πως ένα κομμάτι της εφηβικής της ηλικίας αποκόπηκε βίαια από εκείνη, σα να χάθηκε μέσα σε μια άβυσσο. Ό,τι είχε ζήσει από τις σχέσεις της με το αντίθετο φύλο, συνομολογούσαν πως υπήρχε ένα τραύμα που βρισκόταν σε καταστολή, αλλά εξακολουθούσε να την επηρεάζει βαθιά.
Όπως επισημαίνει η Μαριάνθη, «από εκεί και έπειτα, είχα κλειστεί στον εαυτό μου και δεν ήξερα γιατί. Δεν έδινα ευκαιρίες σε ανθρώπους να με πλησιάσουν -είτε ερωτικά, είτε φιλικά. Στις εξετάσεις δεν κατάφερα να περάσω στη σχολή που ήθελα, γιατί ψυχολογικά ήμουν στα τάρταρα. Τελικά, όλα πηγάζουν από το τραύμα. Εκείνη τη στιγμή, ήταν κάτι που με είχε φοβίσει, γιατί δεν το ήθελα, δεν ήθελα τη σωματική επαφή, δεν έδωσα συναίνεση για κάτι τέτοιο, ήμουν ακόμα 14 χρονών παιδάκι. Όλος αυτός ο φόβος και η σιχαμάρα και το σοκ που αισθάνθηκα, κάπως δημιούργησαν έναν μηχανισμό άμυνας και το μυαλό μου διέγραψε επιτόπου το συμβάν».
«Με κατηγορούσα επειδή είχα πιει αλκοόλ και είχα πεισθεί πως εγώ έφταιγα για ό,τι μου συνέβη. Όμως, μετά από πολλή δουλειά με τον εαυτό μου, κατάλαβα ότι δεν ήταν δικό μου λάθος και πως δεν πρέπει να μπαίνουμε σε αυτό το τριπάκι. Είναι μια λογική που υποσυνείδητα έχει περάσει στο μυαλό πολλών κακοποιημένων γυναικών, μια λογική που διαχέεται μέσα από το δημόσιο λόγο, από το victim blaiming που μπορεί να γίνει ακόμα και από άτομα του κύκλου μας. Θα αναρωτηθούν τι δικαιώματα τους δώσαμε με το ντύσιμό μας ή με το φέρσιμό μας, θα αναρωτηθούν γιατί ήπιαμε αλκοόλ, θα αναρωτηθούν γιατί δεν το σταματήσαμε ή γιατί δεν κάναμε καταγγελία. Κανείς δε θα απευθυνθεί όμως στο θύτη να τον ρωτήσει γιατί μας κακοποίησε σεξουαλικά. Είναι όλο προβληματικό».
Μετά από μια μακρά περίοδο και μέσα από ομαδικές συνεδρίες ψυχοθεραπείας, έχει δημιουργήσει ξανά έναν δικό της υποστηρικτικό κύκλο, άτομα που έχουν παρόμοια βιώματα και δεν θα ρωτήσουν ΄γιατί'. Μετά από πολλά χρόνια κατάφερε να κάνει την πρώτη της υγιή σχέση και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους.
«Αν μπορούσα να πω κάτι στις γυναίκες, είναι πως το πιο σημαντικό πράγμα που μπορούν να κάνουν για τον εαυτό τους, είναι να μιλήσουν. Να το επικοινωνήσουν και να κάνουν καταγγελία στις αρχές. Όταν βλέπουν συμπεριφορές αποκκλίνουσες ή όταν τους έχει συμβεί κάτι τόσο τραυματικό, να απευθύνονται σε κάποιον ειδικό. Δεν είναι κάτι που απλά θάβεις μέσα σου και προχωράς. Πρέπει να το επαναφέρεις, να το βιώσεις και να το διαχειριστείς», λέει η ίδια.
«Τα άτομα διαγράφουν από τη μνήμη τους τραυματικά γεγονότα»
Πως μπορεί να συμβεί να μη θυμόμαστε κάτι τόσο τραυματικό; «Σε μία διαταραχή μετατραυματικού στρες, ένα από τα συμπτώματα είναι η συνεχής ανάκληση του τραυματικού γεγονότος -που είναι το συνηθέστερο. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη πτυχή που ονομάζουμε ψυχογενής - ή διασχιστική- αμνησία, που είναι η αδυναμία του ατόμου να θυμηθεί ένα γεγονός το οποίο είναι τραυματικό για το ίδιο, όπως σεξουαλική κακοποίηση, βιασμός, βία μέσα στην οικογένεια, αιμομικτικές συμπεριφορές. Ακόμα και άτομα που μπορεί να βιώσουν ένα μεγάλο σεισμό ή ένα πόλεμο, που είναι έντονα συμβάντα, μπορεί να τα σημαδέψουν και να προκληθεί τραύμα.
Οπότε ενδέχεται να τα διαγράψουν από τη μνήμη τους, εξαιτίας των έντονων συναισθημάτων που τους έχουν δημιουργήσει», εξηγεί μιλώντας στο Reader η ψυχολόγος/ παιδοψυχολόγος Αλεξάνδρα Καππάτου.
«Είναι ένας μηχανισμός που μας προστατεύει από τα έντονα συναισθήματα που μας προκαλεί η ανάμνηση του γεγονότος. Όμως το γεγονός δε φεύγει, υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μας και μπορεί να έρθει κάποιες στιγμές, διότι μπορεί να έχει κινητοποιηθεί ένα άλλο τραύμα ή γεγονός και μπορεί να μας βγαίνει με σκέψεις, ή στον ύπνο μας με ένα συμβολικό τρόπο. Πολλά πράγματα του ασυνειδήτου μας βγαίνουν στον ύπνο μας -ακόμα και βιώματα ή εμπειρίες που είναι ιδιάιτερα τραυματικές και δεν μπορούμε να τις αντέξουμε- και γίνονται βασανιστικά όνειρα ή εφιάλτες», υπογραμμίζει η ίδια.
Αν πρόκειται για ένα γεγονός της παιδικής ηλικίας, τότε τα άτομα λειτουργούν με τη διαδικασία απώθησης του γεγονότος. «Αν ένα παιδί έχει υποστεί ένα τραύμα -π.χ. να χάσει τον γονιό του όταν είναι 6 χρονών- φτάνει σε ένα σημείο που δεν τον θυμάται. Τον αφήνει πίσω επειδή του έχει προκαλέσει τραύμα, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει. Όμως το γεγονός δε φεύγει, εξακολουθεί να υπάρχει».
Πόσο δύσκολο είναι για ένα άτομο να συνειδητοποιεί ότι δεν θυμάται γεγονότα που το έχουν σημαδέψει; «Σε κάποιες περιπτώσεις επηρεάζει τη λειτουργία του ατόμου και την ταυτότητά του, όταν καταλάβει ότι πολλά κομμάτια της ζωής του έχουν εξαφανιστεί. Στην ψυχογενή αμνησία επανέρχονται, όμως αυτό είναι πολύ δύσκολο για το άτομο.
Όταν υπάρχει μια κακοποίηση, δεν μας την υπενθυμίζει το περιβάλλον μας, αλλά ο εαυτός μας. Ένα άτομο μπορεί να βγάζει προς τα έξω κάποια συναισθήματα και αυτό επιδρά σε όλη την ψυχοσύνθεσή του, ανεξάρτητα από το αν θυμάται από που προέρχεται η δυσφορία, η δυσαρέσκεια και ο τρόπος που έχει επηρεαστεί. Στην πορεία της θεραπείας, πρέπει να έρθει στην επιφάνεια, να το αντιμετωπίσει και να μπορέσει να το διαχειριστεί. Αυτό είναι δύσκολο γιατί γίνεται μέσω της αναβίωσης του γεγονότος και των συναισθημάτων που του προκαλεί και θα πρέπει να γίνει σταδιακά, με τη βοήθεια ειδικού.
Έτσι μόνο θα μπορέσει να το βάλει πίσω και να γυρίσει σελίδα. Αυτό θέλει χρόνο, σωστή μεθοδολογία και κυρίως προετοιμασία ψυχική του ατόμου για να μπορέσει να φέρει στη μνήμη του και να ξαναζήσει όλα τα τραυματικά συναισθήματα», προσθέτει η κ. Καππάτου.
«Το τραύμα επανέρχεται με άγχος, θυμό, καταθλιπτική συμπεριφορά ή όνειρα»
«Το άγχος, η δυσπιστία στις σχέσεις, τα όνειρα, η καταθλιπτική συμπεριφορά, ο αυτοτραυματισμός, η σχολική επίδοση, η κατάχρηση ουσιών, η δημιουργία κακοποιητικών σχέσεων, είναι μόνο μερικά από αυτά που μπορεί να παρουσιαστούν στο άτομο στην πορεία του χρόνου, διότι επηρεάζεται πολύ ο ψυχισμός του. Εάν το άτομο που βιώνει μια αντίστοιχη εμπειρία είναι ενήλικο, εγγράφεται μέσα του με άλλο τρόπο. Έχει θυμό, δυσπιστία, ενοχές γιατί αισθάνεται ότι το περιβάλλον θεωρεί το ίδιο υπαίτιο για ό,τι συνέβη, θρυμματίζεται η αυτοεκτίμηση του, απαξιώνει τον εαυτό του μέσα από το βίωμα και υπάρχει και αυτολύπηση. Από εκεί και πέρα, μπορούν να ακολουθήσουν πολλές συμπεριφορές -αγχώδεις διαταραχές, κατάθλιψη, αυτοκαταστροφικά στοιχεία- που μπορεί να επηρεάσουν τη σχέση», επισημαίνει.
Ωστόσο, τι πρέπει να κάνει οι οικογένεια και οι φίλοι ενός θύματος κακοποίησης; Σύμφωνα με την κ. Καππάτου, ένα σημαντικό λάθος που κάνει το περιβάλλον, είναι ότι φέρεται σαν να μη συνέβη τίποτα και προσπαθεί να επαναφέρει την πρότερη καθημερινότητα.
«Ακόμα και οι γονείς ενός κακοποιημένου παιδιού, βασανίζονται ποικιλόμορφα, γιατί δεν κατάφεραν να το προστατεύσουν. Ενδέχεται να αναζητήσουν βοήθεια ή να απευθυνθούν στις διάφορες υπηρεσίες εάν εμπλακούν στη νομική οδό, αλλά μετά προσπαθούν να το αφήσουν πίσω και να προχωρήσουν. Αυτό πιστεύουν ότι κάνει και το παιδί. Όμως εγγράφει μέσα του. Είναι απαραίτητο να μην το βάλουμε πίσω όταν συμβαίνει σε ένα άτομο της οικογένειάς μας, αλλά να προσπαθήσουμε να το διαχειριστούμε. Η επαναφορά στις δραστηριότητες της καθημερινότητας είναι σημαντική, όπως και η απομάκρυνση από το άτομο που του έχει προκαλέσει αυτή τη ζημιά.
» Χρειάζεται άμεση βοήθεια από ειδικό για να μάθει το παιδί να διαχειρίζεται αυτό που του συμβαίνει. Στα παιδιά μπορεί να γίνει με τη διαδικαδία του παιχνιδιού, που είναι ένας βασικός τρόπος προσέγγισης στα προβλήματα της ηλικίας τους, καθώς μπορούν να το βγάλουν μεταμφιεσμένα. Μελλοντικά θα μπορέσουν να το βάλουν πίσω και να επανέλθουν σε μια φυσιολογική ζωή. Στον ενήλικα όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά, γιατί μπορεί να ντρέπεται να μιλήσει», εξηγεί η ίδια.
«Γίνονται 5 γυναικοκτονίες την ώρα παγκοσμίως»
Τα στοιχεία που υπάρχουν, δείχνουν πως, παγκοσμίως, μόλις 1 στις 5 γυναίκες που έχει βιώσει μια κακοποιητική εμπειρία, ζητά βοήθεια. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, σε έρευνα που διήρκησε από το 2000-2018, περίπου 45.000 γυναίκες και κορίτσια σε όλο τον κόσμο, δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους ή άλλα μέλη της οικογένειάς τους.
«Αυτό σημαίνει, ότι κατά μέσο όρο δολοφονούνται πάνω από 5 γυναίκες την ώρα, από κάποιον που υποτίθεται ότι έπρεπε να τις προστατεύει, να τις φροντίζει και να τις σέβεται», αναφέρει. «Πολλές γυναίκες μέσα στην πανδημία, ανέφεραν ότι έπεσαν θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Παρά την κίνηση να ενημερωθούν οι γυναίκες για τα δικαιώματά τους, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, λιγότερο από 40% των θυμάτων καταλαβαίνει πόσο σημαντικό είναι αυτό. Οι περισσότερες απευθύνονται στο φιλικό τους περιβάλλον και λιγότερο από 10% των γυναικών, απευθύνεται στις αρχές ή σε κάποιον σχετικό φορέα. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει θυματοποίηση, γιατί όλοι θα τους κοιτάξουν με δυσπιστία.
Οι γυναίκες πρέπει να λάβουν βοήθεια για να διαχειριστούν τα τραύματά τους και να καταλάβουν ότι δεν φταίνε για ό,τι τους συνέβη. Υπάρχει ενοχοποίηση που γίνεται από το δράστη και προσπάθεια να τον δικαιολογήσουν, επειδή μπορεί να είναι 'καλός άνθρωπος'. Πάντα είναι καλοί άνθρωποι. Και δεν πάει το μυαλό κανενός τι μπορεί να συμβεί πίσω από μια κλειστή πόρτα», καταλήγει η κ. Καππάτου.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.