Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, στην 19η Ιανουαρίου του 1995, θα βρεθούμε στην περιοχή του λιμανιού της Ηγουμενίτσας. Εκεί, ο 21χρονος ναύτης Μπάμπης Ουζόνογλου μαζί με το συνάδελφο του, Νασιντάνι Λουάν και τον 42χρονο λοστρόμο Μπάμπη Γκίκα έγιναν πρωταγωνιστές σε μια ιστορία που κράτησε τρία λεπτά (που λογικά, έμοιαζαν σε διάρκεια με τρεις αιώνες) και είχε ως αποτέλεσμα να σωθούν δύο άνθρωποι από το να βρεθούν στον πάτο του βυθού.
Δυστυχώς, δεν υπήρχαν κινητά με video εκείνη την εποχή για να καταγράψουν τι συνέβη, όμως ο περιοδικός Τύπος της εποχής, με σχετικό ρεπορτάζ με φωτογραφίες και μαρτυρίες, αποκαλύπτει τι συνέβη.
Οι «ψυχάρες» που ντρέπονταν τον καπετάνιο και δεν μιλούσαν πολύ
Στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας, μια Μερσεντές με γερμανικές πινακίδες μόλις έχει βγει από το πλοίο «Φαίδρα» των Μινωικών Γραμμών. Επρόκειτο για ζευγάρι Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία, που είχαν επιστρέψει στη χώρα μας για να κάνουν διακοπές με τα δύο τους εγγόνια.
Το αυτοκίνητο οδηγούσε ο Ευάγγελος Σμπόνιας, ηλικίας 55 ετών. Σταμάτησε στο πλάι του πλοίου «ΠΗΓΑΣΟΣ» για να πάρει τη γυναίκα του και τα δύο ανήλικα κορίτσια.
Αφού έχουν όλοι επιβιβαστεί, σε ένα μπέρδεμα της στιγμής, αντί να συνεχίσει ευθεία, ο οδηγός έστριψε το τιμόνι δεξιά. Το αμάξι, με κλειδωμένες τις πόρτες, έπεσε στη θάλασσα.
«Τα εγγόνια μου, τα εγγόνια μου!»
Ο καιρός ήταν κακός από μέρες. Η βροχή ήταν αδιάκοπη από το πρωί εκείνης της μέρας. Η θερμοκρασία στα νερά του λιμανιού μπορεί να άγγιζε και τους -10.
Πρώτος βούτηξε ο Νασιντάνι, και κατάφερε να ανοίξει τις πόρτες του αυτοκινήτου. Δευτερόλεπτα μετά, τον ακολούθησε ο Οζουνόγλου. Μέσα σε ένα λεπτό είχε αναλάβει πρωτοβουλία ο Γκίκας ειδοποιώντας για να πέσουν «κουλούρες» (σωσίβια) στη θάλασσα για τους ναυαγούς, ενώ είχε βγάλει τα παπούτσια του και ήταν έτοιμος να βουτήξει κι εκείνος.
Πρώτη βουτιά: οι άντρες του πληρώματος γραπώνουν τον οδηγό του αμαξιού. Φωνάζει, σε πανικό και τραβάει τον έναν από τους άντρες, με κίνδυνο να βουλιάξουν και οι δύο μαζί. Τον σφηνώνει σε μια κουλούρα, ενώ ουρλιάζει «τα εγγόνια μου, τα εγγόνια μου». Ζητούσε να βουτήξει κι εκείνος, με κίνδυνο να πνιγεί από τα ορμητικα νερά. Το αμάξι έπλεε κάτω από πηγέ γλυκού νερού. Ήταν ζήτημα 1-2 λεπτών μέχρι να φτάσει στον πάτο της θάλασσας.
Δεύτερη βουτιά. Ο Νασιντάνι έχει γυρίσει πίσω. Ο Μπάμπης και ο Οζουνόγλου επιχειρούν να μπουν στο αυτοκίνητο. Ο 21χρονος, στα τυφλά, αγγίζει ένα μικρό λαιμό. Την ίδια στιγμή, δύο χέρια γαζώνονται πάνω του, είναι η γυναίκα του Σμπόνια.
Προσπαθεί να την τραβήξει προς την επιφάνεια, αλλά έχει σφηνώσει. Η εξάχρονη Ευγενία Πρεβεντά κατάφερε να σωθεί. Η μαμά της, αλλά και η αδελφή της, δεν τα κατάφεραν. Οι δύο άντρες προσπάθησαν να βουτήξουν ξανά, όμως το αυτοκίνητο είχε φτάσει πια στα έξι-επτά μέτρα βάθος.
Το κρύο ήταν απερίγραπτο και οι ανάσες είχαν λιγοστέψει. Οι δύο άντρες, ο ένας με εκπαίδευση από τη σχολή των σφουγγαράδων στην Κάλυμνο και ο άλλος από τα ΟΥΚ, βγαίνοντας στην επιφάνεια της θάλασσας είχαν μόνο λύπη, για την αδελφή της Ευγενίας και την μαμά της, που δεν κατάφεραν να σώσουν. «Αν είχαμε μπουκάλες οξυγόνου, θα προλαβαίναμε, θα μπορούσαμε» έλεγαν στο ρεπορτάζ από περιοδικό της εποχής.
«Έπρεπε να ανέβω, δεν άντεχα άλλο. Δεν είχα μπουκάλες να μείνω κι άλλο. Έπρεπε να σωθεί και το κοριτσάκι».
«Εμάς μας θέλετε άλλο;» είπαν οι δύο άντρες στη ρεπόρτερ και γύρισαν πίσω στη ρουτίνα τους. Με τη σκιά αυτών που δεν κατάφεραν να σώσουν, να τους ακολουθεί. Κι ας είχαν επιζήσει δύο, χάρη σ' εκείνους.
Ευχαριστώ τον Αντώνη Λάζαρη, το περιοδικό «Εφοπλιστής» και την ομάδα Facebook «Ναυτικοί και Ναυτιλία».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.