Ένα από τα θεματα που απασχόλησαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και ταλαιπώρησε τον ελληνισμό για σχεδόν δύο αιώνες ήταν το ποια γλώσσα θα έπρεπε να καθιερωθεί ως «εθνική» γλώσσα, ως η επίσημη γλώσσα του έθνους, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό, η απλή ομιλουμένη (δημοτική) ή η λόγια γραφόμενη (καθαρεύουσα).
Το ζήτημα αυτό έλαβε από την αρχή κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, πολλοί άνθρωποι εξορίστηκαν κι έχασαν την ζωή τους με τους οπαδούς της καθαρεύουσας να θεωρούν την χρήση της δημοτικής ως μια προσπάθεια αλλοίωσης της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας των Ελλήνων. Έπρεπε να φτάσουμε μόλις στο 1977 όπου και οριστικά το θέμα αυτό επιλύθηκε με την επικράτηση της Δημοτικής ή «Νέας Ελληνικής» γλώσσας.
Η ελληνική γλώσσα ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια και αποτελεί το μοναδικό μέλος του ελληνικού κλάδου, ενώ είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας και της Κύπρου. Ανήκει επίσης στο βαλκανικό γλωσσικό δεσμό. Στην ελληνική γλώσσα, έχουμε γραπτά κείμενα ήδη από τον 15ο αιώνα π.Χ. και σαν Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, κάθε έτος, έχει καθιερωθεί η 9η Φεβρουαρίου.
Έχει την μακροβιότερη καταγεγραμμένη ιστορία από οποιαδήποτε άλλη ζωντανή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα με τουλάχιστον 3.400 χρόνια γραπτής ιστορίας και γράφεται με το ελληνικό αλφάβητο, το οποίο χρησιμοποιείται αδιάκοπα (αρχικά με τοπικές παραλλαγές, μετέπειτα υπό μια, ενιαία μορφή) εδώ και περίπου 2.600 χρόνια.
Η ελληνική γλώσσα κατέχει μία από τις σημαντικότερες ιστορικές θέσεις στην ιστορία του Δυτικού κόσμου. Ξεκινώντας με τα Ομηρικά έπη, η αρχαία ελληνική λογοτεχνία περιλαμβάνει πολλά σημαντικά έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και είναι η γλώσσα με την οποία συντέθηκαν πολλά από τα θεμελιώδη θρησλευτικά, επιστημονικά και φιλοσοφικά κείμενα της παγκόσμιας ιστορίας.
Οι ρίζες του ζητήματος
Το πρόβλημα με το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα δεν είναι απλό κι έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Από τότε στον ελλαδικό χώρο υπήρχε διγλωσσία και μπορούσε κανείς να την συναντήσει σε όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Προσωκρατικοί συγγραφείς όπως ο Φερεκύδης, ο Παρμενίδης και ο Ξενοφάνης επέλεγαν όχι τον πεζό λόγο (καταλογάδην συγγραφή) αλλά την ποιητική γλώσσα ως παλαιότερη και πιο σεβαστή.
Ακόμα και φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε την μορφή αυτή. Ακόμα και τότε υπήρχε η αντίθετη πλευρά όπως ο Αριστοφάνης, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ο πρώτος δημοτικιστής της εποχής. Από τα τέλη του 4ου αιώνα Π.Χ. στην ελληνική επικράτεια επικρατεί μια ενιαία μορφή της ελληνικής γλώσσας αφήνοντας στην άκρη τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους όπως την δωρική, αιολική και ιωνική.
Οι ρίζες του γλωσσικού ζητήματος εντοπίζονται ήδη τον 1ο αιώνα π.Χ.. Τότε, το κίνημα του Αττικισμού, που ξεκίνησε από Ρωμαίους και Έλληνες λογίους και δασκάλους, εισήγαγε για πρώτη φορά τη διγλωσσία, καθώς, από τη μία πλευρά υπήρχε η απλή, δημώδης προφορική γλώσσα, ως συνέχεια της ελληνιστικής κοινής (η μετέπειτα δημοτική γλώσσα), και από την άλλη η λόγια, αρχαΐζουσα γραπτή γλώσσα, η οποία ήταν μια απομίμηση της κλασικής ελληνικής (η μετέπειτα καθαρεύουσα). Οι αττικιστές υποστήριζαν, πως η γλώσσα είχε φθαρεί και η μόνη λύση ήταν η επιστροφή στην αττική διάλεκτο.
Η επικράτηση του «Αττικισμού» είχε τεράστιες συνέπειες στην γραπτή ελληνική γλώσσα, αφού κατάφερες να παγιώσει μια κατάσταση διγλωσσίας ή γλωσσικού διχασμού που θα σημάδεψει μέχρι και τον 20ο αιώνα το ελληνικό έθνος. Η μετάβαση από την αρχαία Ελλάδα στο Βυζάντιο και η ταύτιση του κράτους του Βυζαντίου με την θρησκεία (Χριστιανισμός) είχε ως συνέπεια να υπάρξουν τρεις ομάδες που προσπαθούσαν με τον τρόπο τους να επιβάλλουν την δική τους μορφή γλώσσας.
Οι υποστηρικτές της γλώσσας της υμνογραφίας και καθόλου της Χριστιανικής λατρείας (βασισμένη στην Κοινή του Ευαγγελίου), οι αττικιστές και οι υπέρ της ομιλουμένης, της τελευταίας των ανωτέρω περιόδων.
Κατά την περίοδο της Τουρκορατίας η διγλωσσία συνεχίζεται και στα τέλη του 18ου αιώνα αρχίζει μια νέα σύγκρουση μεταξύ της φεουδαρχίας της εποχής (κλήρος, Πατριαρχείο και Φαναριώτες με κύριο εκπρόσωπο τον Ευγένιο Βούλγαρη ο οποίος αντιτίθεται σε οπποιαδήποτε αλλαγή) και των νεωτεριστών και αστών που βαθιά επηρεασμένοι και από τον Γαλλικό Διαφωτισμό με κύριο εκπρόσωπο τον μαθητή του Βούλγαρη, τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, είναι υπέρ μιας απλής δημώδους γλώσσας.
Η κορύφωση του γλωσσικού ζητήματος
Το γλωσσικό ζήτημα, όμως, κορυφώθηκε κατά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Ως ανεξάρτητο, πλέον, κράτος αναζητείται ποια θα είναι η επίσημη γλώσσα που θα εκπροσωπεί το καινούργιο κράτος. Και το ζήτημα αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό γιατί η γλώσσα θα ήταν αυτή που θα καθορίζε και θα αποτελούσε ένα συνεκτικό στοιχείο για την ουσιαστική επανίδρυση και αναγέννηση του ελληνισμού αποβάλλοντας από πάνω κάθε τι που θα είχε σχέση με τα σχεδόν 400 χρόνια οθωμανικής σκλαβιάς.
Από τα χρόνια του 1821 και της ελληνικής επανάστασης, η γλώσσα των Ελλήνων αμαρτωλών και οπλαρχηγών Καραϊσκάκη, Ανδρούτσου, Κολοκοτρώνη δεν είχε καμία σχέση με την αντίστοιχη των «καλαμαράδων» που ουσιαστικά εξέφραζαν την διοίκηση που είχε αναλάβει την σύσταση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, στη νεότερη ιστορία του διαμορφώνει ένα εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο από την αντιβασιλεία και μεταφυτευμένο από τη Γερμανία, δημιουργημένο στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του γερμανικού κράτους, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ' τον πόλεμο, νέου ελληνικού κράτους.
Το ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία αλλά και στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, κύριος εκφραστής του εκδυτικισμού στην Ελλάδα, ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και τροποποιεί και προτείνει την καθαρεύουσα, η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους (1834). Το πρόβλημα όμως ήταν η γλώσσα αυτή ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για εκμάθηση, ειδικά για ένα κοινό που ουσιαστικά ήταν στο σκοτάδι σε θέμα παιδείας.
Και αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ανάπτυξη του λαού πνευματικά και καλλιτεχνικά να μην παρουσιάζει την ανάλογη ανάπτυξη. Η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, κοινό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών λαών τον 19ο αιώνα, θα βοηθήσει στην εμφάνιση και στην άνθηση της λαογραφίας, με αποτέλεσμα, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, να πολλαπλασιαστούν η συλλογή και οι δημοσιεύσεις δημοτικών τραγουδιών.
Για μια ακόμη φορά η αντίδραση προς τον Κοραή, που κατηγορείται από τους οπαδούς της δημώδους για τεχνητή παρέμβαση στη γλώσσα και από τους υποστηρικτές της αρχαΐζουσας ότι αρνείται τη γλωσσική παράδοση. Οι αγώνες που θα δοθούν για την επικράτηση της μιας ή της άλλης μορφής γλώσσας είναι πολλοί και συνδέονται με πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα του ελληνισμού.
Τα «Ευαγγελικά» και οι διαδηλώσεις
Το 1888 ο Γιάννης Ψυχάρης δημοσιεύει το λογοτεχνικό του έργο «Το ταξίδι μου» ένα έργο που δίνει ώθηση στην χρήση της δημοτικής. Αμέσως ο Ψυχάρης βρίσκεται στο επίκεντρο αλλά για αρνητικούς λόγους, αφού ξεκινάει μια εκστρατεία από τους υποστηρικτές της καθαρεύουσας, που θεωρούν την δημοτική μια γλώσσα χυδαία προς τον ελληνικό λάο. Η ένταση αυτή θα κορυφωθεί στις αρχές του 20ου αιώνα αρχικά με τα «Ευαγγελικά» στις 8 Νομεβρίου του 1901.
Αφορμή; Η δημοσίευση από την εφημερίδα Ακρόπολις των Ευαγγελίων μεταφρασμένων στην δημοτική γλώσσα ξεσηκώνοντας θύελλσα αντιδράσεων από μια μεγάλη μερίδα συντηρητικών καθηγητών, φοιτητών ακόμα κι εφημερίδων. Τα επεισόδια αυτά ξέφυγαν όταν περίπου 500 φοιτητές εισέβαλαν στα γραφεία της Ακροπόλεως, στην οδό Σταδίου, απείλησαν όσους βρήκαν εκεί ότι «θὰ τὴν πυρπολήσουν».
Η αντίδραση της εφημερίδας ήταν πως θα συνέχιζε τις δημοσιεύσεις προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη οργή. Το κέντρο της Αθήνας γεμίζει από διαδηλωτές (καθηγητές, φοιτητές, παπάδες, βουλευτές, χωρικοί με εικόνες και εξαπτέρυγα) που απαιτούσαν από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' να επέμβει και να αφορίσει όσους είχαν εμπλακεί στην δημοσίευση, ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν την σύγκληση της Ιεράς Συνόδου για να απομακρύνει τον Ἀρχιεπίσκο Αθηνών Προκόπιο ο οποίος είχε δώσει το ΟΚ για την μετάφραση των Ευαγγελίων.
Η κατάσταση δεν άργησε να ξεφύγει, αφού το εξαγριωμένο πλήθος προσπάθησε να μπει στην Βουλή ζητώντας την παραίτηση της τότε κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, Γεωργίου Θεοτόκη. Στις 7 Νοεμβρίου μια τεράστια διαδήλωση την οποία είχαν υποκινήσει πολιτευτές της ομάδας Δηλιγιάννη, είχε άσχημη κατάληξη. Οι χωροφύλακες άρχισαν να πυροβολούν το πλήθος με απολογισμό έντεκα νεκρούς, 70 τραυματίες και 22 συλληφθέντες. Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος αναγκάζεται να παραιτηθεί όπως και η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη.
Δύο χρόνια αργότερα άλλο ένα επεισόδιο ήρθε να ρίξει και άλλο αλάτι στο γλωσσικό ζήτημα. Το βασιλικό θέατρο ανέβασε την Ορέστεια του Αισχύλου σε μια πιο ελεύθερη μετάφραση του Γεώργιου Σωτηριάδη. Αμέσως η μετάφραση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις και ξανά οι φοιτητές κατεβαίνουν στους δρόμους με υποκινητή τον καθηγητή Γεώργιο Μιστριώτη - ο οποίος ήταν από τα βασικά στελέχη των διαδηλώσεων δύο χρόνια νωρίτερα - απαιτώντας να κατέβει άμεσα η παράσταση.
Οι πολέμιοι των δημοτικιστών τούς αποκαλούν χλευαστικά «μαλλιαρούς». Τους κατηγορούν ως προδότες και ότι ενεργούν κατόπιν σλαβικού σχεδίου, που αποσκοπεί να προκαλέσει διχόνοιες στον Ελληνισμό, θρησκευτικές έριδες που θα βοηθήσουν τον προσεταιρισμό των Ελλήνων της Μακεδονίας από τη βουλγαρική Εξαρχία.
Και αυτές οι διαδηλώσεις είχαν ως αποτέλεσμα νέα επεισόδια με τις πηγές μάλιστα να κάνουν λόγο για δύο νεκρούς και αρκετούς τραυματίες. Τα επεισόδια αυτά έμειναν γνωστά στην ιστορία ως «Ορεστειακά».
Το 1911 ψηφίζεται από την αναθεωρητική Βουλή η διάταξη που όριζε ως επίσημη γλώσσα του κράτους εκείνη με την οποία συντάσσεται το πολίτευμα και τα κείμενα της ελληνικής νομοθεσίας». Το 1917, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης βενιζελική απόχρωσης καθιερώνει την διδασκαλία της δημοτικής στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού.
Το 1920 και με την πτώση του Βενιζέλου και την άνοδο στην εξουσία των αντιβενιζελικών, καταργείται η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ενώ τα σχολικά βιβλία καίγονται και αντικαθίστανται από άλλα γραμμένα στην καθαρεύουσα. Το γλωσσικό ζήτημα παραμένει άλυτο πρόβλημα σχεδόν σε όλο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου αποφασίζει να υπάρχει ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν όποια από τις δυο γλώσσες επιθυμούσαν.
Η «Νεοελληνική Γλώωσα», όπως ονομάζεται τελικά, που επισημοποιείται από την κυβέρνηση Καραμανλή, είναι πολύ διαφορετική από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη, καθώς δεν περιέχει ιδιωματισμούς και ακρότητες, αλλά συγχωνεύει στοιχεία της καθαρεύουσας, ενώ πλέον και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ «τελειώνει» και το όποιο επιχείρημα πως η δημοτική γλώσσα αποτελούσε μια παράταιρη γλώωσα που έχει στόχο την επιβολή του κομμουνισμού και της αναρχίας στον ελλαδικό χώρο.
Το θέμα αυτό κλείνει οριστικά μετά την πτώση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, μετά από σχεδόν έναν αιώνα διαμάχης. Το 1977 η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει την χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους, βάζοντας έτσι τέλος στην διγλωσσία ένα ζήτημα που προκάλεσε τέτοια ένταση στην ελληνική κοινωνία με επιπτώσεις τόσο στην πολιτική όσο και κοινωνική ζωή της χώρας, όσο και στην πνευματική και πολιτισμική εξέλιξη της Ελλάδας.
Πληροφορίες: Λόντου-Κοτρώτσου Τ. (2004). Το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα, Επιστημονικό Βήμα, Διατσέντος Π. (2007) Το γλωσσικό ζήτημα
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.