Η κλιματική αλλαγή θέτει προκλήσεις στη διαχείριση του νερού, ζήτημα ζωτικής σημασίας για μία χώρα όπως η Ελλάδα, την ώρα που τα μεσογειακά οικοσυστήματα δέχονται σημαντική πίεση, μέσα σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Νερού όμως γίνεται αντιληπτό ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει ουσιαστική κεντρική διαχείριση των υδατικών αποθεμάτων.
Το βασικό ζήτημα για την ομότιμη καθηγήτρια στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, Μαρία Μιμίκου, εντοπίζεται στο νερό που προορίζεται για άρδευση των αγροτικών καλλιεργειών.
«Ο υδροφόρος ορίζοντας είναι πολύ κρίσιμος σε περιοχές όπως η Θεσσαλία», σημειώνει, μιλώντας στο Reader, παίρνοντας ως παράδειγμα τη συγκεκριμένη περιοχή.
Η ίδια διευκρινίζει ότι «η ξηρασία δεν είναι απαραίτητο να σημαίνει και λειψυδρία. Λειψυδρία είναι όταν η ζήτηση νερού υπερκεράζει τα διαθέσιμα αποθέματα, την προσφορά δηλαδή», εξηγεί και υπογραμμίζει ότι «στην αγροτική παραγωγή υπάρχει λειψυδρία που είναι ενδημική. Ακόμα και όταν βρέχει ξέρουμε ότι υπάρχει έλλειμμα στη Θεσσαλία. Στις ξηρές χρονιές όμως γίνεται χειρότερη η κατάσταση».
Η κ. Μιμίκου εξηγεί ότι η κλιματική αλλαγή κάνει τα πράγματα χειρότερα, ενώ αναφέρεται σε σχετική διεθνή δημοσίευση ήδη από το 1991, όπου καταπιάνονταν με το ζήτημα που παρατηρήθηκε με τις κακοκαιρίες Daniel και Elias, όπου καταγράφηκαν ταυτόχρονα πλημμύρες και ξηρασία.
«Η κλιματική αλλαγή εντείνει τη συχνότητα και το μέγεθος των πλημμυρών, έχουμε δηλαδή μεγάλες βροχές σε λίγο διάστημα και πνίγουν τον κόσμο. Ο μέσος όρος της βροχής όμως πέφτει και υπάρχει και ξηρασία και πλημμύρες παράλληλα την ίδια χρονιά», εξηγεί.
«Το έλλειμμά νερού στην Ελλάδα είναι αγροτικό ζήτημα»
«Το μέγα μας πρόβλημα είναι το αρδευτικό νερό σε περιοχές όπου πρέπει να βγει η παραγωγή σε συγκεκριμένο χρόνο», αναφέρει η κ. Μιμίκου, τονίζοντας ότι «το έλλειμμα νερού στην Ελλάδα είναι αγροτικό ζήτημα, γιατί το 86% του διαθέσιμου νερού σε όλη τη χώρα πηγαίνει στην αγροτική παραγωγή. Η ύδρευση είναι μόνο ένα 10% με 11%».
Κατά την ομότιμη καθηγήτρια, σε αυτό το 86% καταγράφονται μεγάλες απώλειες -εξατμίσεις κλπ- καθώς δεν υπάρχουν μοντέρνοι τρόποι άρδευσης, Πρόκειται για απώλειες στα αρδευτικά δίκτυα που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
Η λύση πάντως, σύμφωνα με την κ. Μιμίκου, δεν είναι μόνο μία. Εστιάζει όμως στο ζήτημα της διαχείρισης των υδατικών πόρων που δεν γίνεται με τον κατάλληλο τρόπο. Προκρίνει λύσεις «τεχνικά και οικονομικά αποδεκτές», αλλά μέσα από μια λογική διαχείρισης κάτι που κατά την ίδια δεν γίνεται, καθώς θα πρέπει να υπάρξει Εθνική Στρατηγική Διαχείρισης των Υδάτων, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όμως «δεν υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο».
«Η οδηγία - πλαίσιο είναι νόμος στην Ευρώπη, όπως και σε εμάς, αλλά μόνο προσχηματικά την ακολουθούμε, με αποτέλεσμα να υπάρχει μία πολυνομία και τομεακή χρήση νερού», σημειώνει η ομότιμη καθηγήτρια που σημειώνει ότι «η χρήση του νερού αποφασίζεται από διαφορετικούς παράγοντες χωρίς να υπάρχει κεντρική εθνική στρατηγική για τη διαχείριση του νερού. Αυτό είναι ένα βασικό θέμα που πρέπει να λυθεί».
«Δεν ξέρουμε πόσο νερό τρέχει στα ποτάμια και στα ρέματα»
Το δεύτερο βασικό θέμα, κατά την κ. Μιμίκου είναι ότι «δεν υπάρχουν αξιόπιστα δίκτυα μετρήσεων κυρίως για τις παροχές των ποταμών. Δεν ξέρουμε τι παροχές έχουν γιατί δεν μετράμε». Ουσιαστικά «δεν ξέρουμε τι νερό τρέχει στα ποτάμια μας και στα ρέματά μας».
Σημαντικό ζήτημα αποτελεί η υπερκατανάλωση νερού στην αγροτική παραγωγή. «Εκεί πρέπει να γίνει μία νέα ολιστική στρατηγική αγροτικής πολιτικής στην Ελλάδα, η οποία είναι στην ουσία πολιτική για το νερό».
Μεταξύ άλλων, η ομότιμη καθηγήτρια προτείνει την κατάλληλη ενημέρωση των αγροτών για το ζήτημα της διαχείρισης των υδάτων, να μπει «φρένο» στις παράνομες γεωτρήσεις, καθώς και να κατασκευαστούν σύγχρονα συστήματα άρδευσης.
«Αυτά είναι δουλειά που πρέπει να γίνει για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για τους υδατικούς πόρους στην Ελλάδα. Αλλιώς είναι μία μεγάλη πληγή, γιατί στην ουσία δεν γίνεται τίποτα, εκτός βέβαια από την έρευνα στα πανεπιστήμια», σημειώνει.
Παγκόσμια Ημέρα Νερού: Οι προκλήσεις σε μια Ελλάδα χωρισμένη στα δύο
«Όσον αφορά τη λειψυδρία είναι ενδημική σε όλη την ανατολική Ελλάδα. Δυτικά της Πίνδου υπάρχει αρκετό νερό, γιατί και η ανάπτυξη είναι λίγη. Η ανάπτυξη είναι κυρίως στην ανατολική Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου» σημειώνει η Μαρία Μιμίκου στο Reader.
Σύμφωνα με την ίδια, «στη δυτική Ελλάδα έχουμε γύρω στα 1.800 χιλιοστά βροχής κατά μέσο όρο, στην ανατολική μετά βίας φτάνουμε τα 400-500 χιλιοστά, πέφτει ο υδροφόρος ορίζοντας, υπάρχει λειψυδρία και η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά»
Η οροσειρά της Πίνδου «χωρίζει τη χώρα σε δύο τελείως διαφορετικές υδρολογικά περιοχές, στις δυτικές και τις ανατολικές. Και φυσικά υπάρχει η διαφοροποίηση βορά και νότου θερμοκρασίας».
«Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολλές υδρολογικές και κλιματικές διαφοροποιήσεις που πρέπει κανείς να τις παρακολουθεί και να τις προσέχει και όχι να καταλήγει σε οριζόντιες λύσεις», καταλήγει η κ. Μιμίκου, περιγράφοντας ουσιαστικά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η επιστημονική κοινότητα αναφορικά με τη διαχείριση των υδάτων στη χώρα.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.