Ο ερχομός του 20ού αιώνα στην Ελλάδα έβρισκε την χώρα μας σε μια περίπλοκη κατάσταση. Η ταπεινωτική ήττα από την Τουρκία το 1897 σε συνδυασμό με την δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας είχε προκαλέσει μια έντονη δυσφορία προς τα πάντα.
Εκείνη την εποχή στο Μεταξά Κοζάνης βλέπει το φως του ήλιου ο Φώτης Γιαγκούλας. Η ημερομηνία γέννησης του δεν είναι γνωστή αφού πιθανότερη χρονιά αναφέρεται το 1894 ενώ ορισμένοι κάνουν λόγο για το 1901. Ο Φώτης, ήταν το τελευταίο παιδί της φτωχής οικογένειας του Αναστασίου και της Αικατερίνης Γεωργακοπούλου και σε μικρή ηλικία μετά τον θάνατο του πατέρα του εγκαταλείπει το σχολείο.
Ο ίδιος έχει μια δύσκολη εφηβεία αφού εκτός του γεγονότος πως φρόντιζε την οικογένεια του, έβλεπε τους συγχωριανούς του να τον χτυπάνε διαμορφώνοντας έτσι τον χαρακτήρα του.
Η μετάβαση στην παρανομία
Το πως ο Φώτης Γιαγκούλας βρέθηκε στην παρανομία ακόμα και τώρα δεν είναι γνωστό αφού υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη, «Φώτης Γιαγκούλας: Ο απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες», ο λήσταρχος Φώτης, αρχίζει την δράση του με ένα «έγκλημα τιμής», καθώς κατεβαίνει στην Αθήνα και φονεύει έξω από τα ανάκτορα έναν υπομοίραρχο που είχε βιάσει μια ξαδέλφη του.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή και την πιο πιθανή ο νεαρός Γιαγκούλας κατηγορήθηκε για ζωοκλοπή από τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος τόνιζε πως είναι αθώος αλλά τελικά φυλακίστηκε για τέσσερις μήνες στη Λάρισα. Έτσι, όταν αποφυλακίστηκε αποφάσισε να βγει στα βουνά και να γίνει ληστής.
Ο Γιαγκούλας δρούσε στον μισό Όλυμπο και στα Πιέρια, την Ελασσόνα και την Κοζάνη, ενώ υπήρξε φίλος και με τον άλλο μεγάλο λήσταρχο, Θωμά Καντάρα. Σε μικρό χρονικό διάστημα η συμμορία του κατάφερε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος του Ολύμπου με ληστείες, απαγωγές κι εκβιασμούς. Η αστυνομία τον επικηρύσσει για 20.000 και από εκείνη την στιγμή ξεκινάει ένας ανελέητος πόλεμος μεταξύ του λήσταρχου και των διωκτικών αρχών.
Σιγά σιγά ο Φώτης Γιαγκούλάς γίνεται διάσημος. Η ιστορία του, όπως και όλων των ληστών εκείνης της εποχής κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα ανάμεσα στους χωρικούς αποκτώντας μορφή μύθου. Ίσως και το γεγονός πως σε ορισμένες περιπτώσεις ο Γιαγκούλας μοίραζε την λεία του σε φτωχούς χωρικούς να αύξησαν τη λαοφιλία του. Όπως σχεδόν όλοι οι λήσταρχοι πίστευε ότι διορθώνει τις αδικίες, ότι τιμωρεί την εξουσία και βοηθάει τους φτωχούς.
Η αστυνομία δεν μπορούσε να τον συλλάβει και για τον λόγο αυτό χρησιμοποίησε ακόμα και τον αδερφό του σε μια προσπάθεια να τον πείσει να παραδοθεί. Όταν ο Γιαγκούλας έμαθε πως ο αδερφός του είχε συλληφθεί, αποφασίζει να παραδοθεί. Αμέσως η αστυνομία τον έδεσε και ο αρχηγός της, Σούλιος, είπε να βγουν όλοι έξω για να τον σκοτώσει. Ο χωροφύλακας που ήταν εκεί, του απάντησε πως δεν θα τον αφήσει να τον σκοτώσει όσο είναι δεμένος και παρέμεινε στην θέση του. Ο Γιαγκούλας κοίταξε με μίσος τον Σούλιο και του είπε πως όταν βγει από την φυλακή θα του κόψει το κεφάλι.
Η πρώτη απόδραση
Ο Γιαγκούλας μεταφέρθηκε στις φυλακές Αίγινας το 1920 όπου και παρέμεινε για δύο χρόνια. Τότε αποφασίστηκε να μεταφερθεί στην Θεσσαλονίκη και το Γεντί Κουλέ για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του. Κατά την διάρκεια της μεταφοράς θα έρθει η πρώτη μεγάλη προσβολή προς τις αρχές. Κατά της διάρκεια της διαδρομής στο τρένο ο Φώτης Γιαγκούλας ουσιαστικά μεθάει τους δύο δεσμοφύλακες βάζοντας τους να πιούνε κρασί και όταν οι χωροφύλακες ζαλίστηκαν εκείνος πήδηξε από το τρένο!
Όπως ήταν λογικό η απόδρασή του έγινε βασικό θέμα στον Τύπο της εποχής για τον τρόπο με τον οποίο κορόιδεψε τις αρχές, ενώ για τον κόσμο έγινε ήρωας αφού όπως είπαμε για τον απλό πολίτη και χωρικό οι τρόποι της αστυνομίας εκείνη την εποχή μόνο αρεστοί δεν ήταν.
Μετά από την απόδραση, έζησε για λίγο στην Αθήνα με το ψευδώνυμο Nικόλαος Σκλήμπας, όπου ανέπτυξε σχέση με κυρία της αριστοκρατίας. Το παρελθόν του όμως δεν τον άφηνε να ησυχάσει και σύντομα επέστρεψε στην παρανομία. Παρότι καταζητούμενος διασκέδαζε απίστευτα να ξεφτιλίζει την αστυνομία. Για τον λόγο αυτό μεταμφιεζόταν για να μην αναγνωριστεί και μάλιστα δεν δίσταζε να συχνάζει στα στέκια των αστυνομικών ακούγοντας τα σχέδια για την σύλληψη του.
Σε μια τέτοια ταβέρνα μια φορά άφησε κάτω από το πιάτο ένα χαρτάκι που έγραφε πόσο κουτοί ήταν που δεν μπόρεσαν να τον καταλάβουν και υπέγραψε ως «βασιλεύς των Ορέων, Γιαγκούλας». Όταν ο μαγαζάτορας βρήκε το χαρτάκι, το έδωσε στους αστυνομικούς οι οποίοι έγιναν έξαλλοι για το γεγονός πως ήταν μπροστά στα μάτια τους χωρίς να τον καταλάβουν.
Το τέλος του Γιαγκούλα και ο αποκεφαλισμός του
Είναι πρωί της Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου 1925. Ο Φώτης Γιαγκούλας και τρία μέλη της συμμορίας του βρίσκονται στην περιοχή Κλεφτόβρυση, στις ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου, σε ύψος 1.380 μέτρων. Η αστυνομία με αρχηγό τον αρχιφύλακα Ιωάννη Πετράκη και 27 αστυφύλακες καθώς και μια ομάδα που την αποτελούσαν καταδότες τον είχαν περικυκλώσει. Αιτία η απαγωγή εκ μέρους της συμμορίας του Γιαγκούλα δύο εξαδέλφων του 12χρονου Μήτσου Ράπτη και του Νίκου που φοιτούσε στην Ιατρική.
Οι απαγωγείς ζητούσαν το ποσό των 3.000.000 δραχμών για να τους αφήσουν ελεύθερους. Η μάχη κράτησε σχεδόν οκτώ ώρες και τελικά ο Φώτης Γιαγκούλας δέχεται δύο σφαίρες στα πλευρά και στην καρδιά. Αμέσως καταλαβαίνει πως το τέλος είχε έρθει. «Παιδιά, την έφαγα. Σας χαιρετάω» ήταν τα τελευταία του λόγια πριν πέσει νεκρός.
Εκτός από τον Φώτη Γιαγκούλα σκοτώνονται και άλλα δύο μέλη της συμμορίας του, οι Πάντος Μπαμπάνης και Κώστας Τσαμήτρας, ενώ από την άλλη πλευρά σκοτώνεται ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας. Ο μόνος επιζών από την συμμορία του Γιαγκούλα ήταν ο Λεωνίδας Μπαμπάνης, που σκοτώνει τον 12χρονο Δημήτρη Ράπτη και τραυματίζει τον 20χρονο Νίκο Ράπτη.
Τα κεφάλια των ληστών εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε ένα κοντάρι, μπροστά στο κτήριο του δικαστηρίου για να αποθαρρυνθεί η περαιτέρω σύνταξη ληστρικών ομάδων. Σχετικά με τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία:
«Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε το μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει. Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, ‘διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου’. Και ο κτηνοτρόφος ‘όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης».
Σήμερα το κεφάλι του Γιαγκούλα, μαζί με το θρυλικό μαχαίρι του, την «Παρδάλα», με το οποίο εκτιμάται ότι δολοφόνησε 54 ανθρώπους, εκτίθενται στο Μουσείο Εγκληματολογίας (ΕΚΠΑ) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Φώτης Γιαγκούλας υπήρξε ο πιο διαβόητος λήσταρχος του 20ού αιώνα. Μπορεί η δράση του να κράτησε μόλις πέντε χρόνια και στα 25 του να είχε αποκεφαλιστεί, αλλά η δράση του ήταν γεμάτη με απαγωγές, ληστείες και δολοφονίες. Ο Γιαγκούλας από ένα σημείο και μετά ξέφυγε από τα απλά όρια της ληστοκρατίας κι έφτασε το όνομα του να αποκτήσει μυθικές διαστάσεις ανάμεσα στους χωρικούς, ενώ κάθε του ιστορία είχε δύο και τρεις εκδοχές οι οποίες ξέφευγαν από την πραγματικότητα και άγγιζαν την φαντασία.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.