Μενού
Κάγκελα στη φυλακή
Κάγκελα και συρματοπλέγματα στη φυλακή | Eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Τι «όπλισε» το χέρι ενός ανθρώπου που αποφάσισε να σκοτώσει; Ένα «γιατί» πλανάται πάνω από κάθε υπόθεση δολοφονίας και τις περισσότερες φορές η απάντηση «κρύβεται» στην προσωπικότητα του εγκληματία. 

Αρκετές είναι, δε, οι φορές που άνθρωποι έχουν ισχυριστεί πως έφτασαν στο έγκλημα επειδή κακοποιήθηκαν και εξευτελίστηκαν. Όσοι καταφέρουν να αποδείξουν πως οι ισχυρισμοί περί «μαρτυρικής» ζωής έχουν βάση, αντιμετωπίζονται με επιείκια στα δικαστήρια. 

Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που το χέρι τους «οπλίστηκε» από τα δομικά προβλήματα της προσωπικότητάς τους. Πού σκότωσαν για να εκδικηθούν άλλους, πού δολοφόνησαν ακόμη και μικρά παιδιά. 

Τρία είναι τα «σκοτεινά» χαρακτηριστικά που συνθέτουν την προσωπικότητα που γίνεται βίαιη και υπάρχει ενδεχόμενο να φτάσει στο φόνο. Οπως είχε δηλώσει στο reader.gr ο ψυχίατρος - ψυχοθεραπευτής, Δημήτρης Παπαδημητριάδης, «δεν υπάρχει» συγκεκριμένη συμπεριφορά στους ανθρώπους που τους κάνει εν δυνάμει δολοφόνους. Ωστόσο, οι ειδικοί αναζητούν πάντα «την σκοτεινή τριάδα» σε περιπτώσεις δολοφονιών, δηλαδή «ανθρώπους που έχουν ναρκισσιστικά, αντικοινωνικά και μακιαβελικά ίχνη» στην προσωπικότητά τους.

Μιλώντας στο reader.gr, ο κ. Παπαδημητριάδης, είχε εξηγήσει τι σημαίνει «σκοτεινή τριάδα»: 

  1. Ναρκισσιστικά ίχνη: Ελάχιστη ενσυναίσθηση για τον άλλο, παίρνω αλλά δεν δίνω 
  2. Αντικοινωνικά ίχνη: Έχει δικό του αξιακό σύστημα, δεν ισχύουν γι' αυτόν οι γραμμές και τα όρια των άλλων ανθρώπων και παίρνει τις αποφάσεις που είναι σωστές στο δικό του το μυαλό 
  3. Μακιαβελικά ίχνη: Υπάρχει μια σιωπηλή στρατηγική πάνω στις δράσεις 

Ακολουθούν υποθέσεις ανθρώπων που σκότωσαν για να εκδικηθούν επειδή τους χώρισε το ταίρι τους και πεθερικά που δολοφόνησαν επειδή προσβλήθηκαν: 

Η «λέαινα» της Πάτρας

Ήταν 25 Νοεμβρίου 1966 όταν η 24χρονη Λίτσα εμφανίστηκε στο νηπιαγωγείο όπου πήγαινε η 5χρονη Καίτη. Η ίδια προφασίστηκε στο σχολείο ότι ήθελε να ευχηθεί στο κοριτσάκι αφού ήταν ανήμερα της γιορτής του και ζήτησε να την πάρει μαζί της για να αγοράσει γλυκά.

Η Καίτη πήγε με τη «θείτσα», όπως την αποκαλούσε, σε ένα κοντινό δασάκι. Μόνο που δεν ήταν η θεία της, αλλά η ερωμένη του πατέρα της, με την οποία είχε χωρίσει λίγες ώρες νωρίτερα.

Ο πατέρας είχε χαρακτηρίσει την 24χρονη «μια περιπέτεια» και υποστήριξε πως την χώρισε επειδή τον απειλούσε πως θα του ρίξει βιτριόλι. Και η απειλή της δεν ήταν «κούφια», αφού η Λίτσα το είχε κάνει στο παρελθόν σε άλλο εραστή της και είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση επτά μηνών με αναστολή. 

Η Λίτσα οδήγησε την Καίτη σε ένα απόμερο σημείο, την άρπαξε από το λαιμό και την στραγγάλισε. Έβαλε τη σορό σε έναν λάκκο και την κάλυψε με κλαδιά. Απολύτως ψύχραιμη πήγε στην αστυνομία

«Εστραγγάλισα την κόρη του εραστού μου. Πάρτε την από το δασάκι να την πάτε δώρο του πατέρα της, γιατί σήμερα γιόρταζε το κουκλάκι μου»  είπε στους αστυνομικούς. Τους οδήγησε στο σημείο και ένας εκ των αστυνομικών σήκωσε το άψυχο κορμάκι του παιδιού. «Ω Παναγιά μου τι έκανα!» αναφώνησε, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής που της είχαν δώσει το προσωνύμιο «λέαινα της Πάτρας». 

 «Όλη τη νύχτα είχα στο μυαλό μου την εκδίκηση. Δάγκωνα τα μαξιλάρια μου, έσχιζα τα σεντόνια. Άκουσα το ρολόι του Άη Νικόλα να χτυπάει τρεις και ο ύπνος δε μου σφάλιζε τα μάτια. Τότε θυμήθηκα την Καίτη. Θα γιόρταζε. Και εκείνος θα της έπαιρνε γλυκά… Μου πέρασε στο νου ιδέα να την στραγγαλίσω. Έπιασα το μαξιλάρι και έκανα δοκιμή. "Να έτσι. Δυνατά μέχρι να σκάσει". Για να τον κάνω να πλαντάξει ο άτιμος. Να πονέσει κι αυτός. Να μάθει να μη με διώχνει, να μη με χαστουκίσει μπροστά στην προκομμένη τη γυναίκα του, που καμωνόταν πως δεν ήξερε τις σχέσεις μας, αλλά γνώριζε πως τα γραμμάτια του εξωφύλλου τα πλήρωσα εγώ με τα δικά μου χρήματα» είπε στους αστυνομικούς. 

Ενώπιον του ανακριτή η Λίτσα περιέγραψε τη δολοφονία του παιδιού. Επέλεξε ένα απόμερο σημείο στο δασάκι και είπε στην Καίτη να καθίσει, «τότε τη ρώτησα "μ' αγαπάς;" και απάντησε "ναι"». Έπιασε το παιδί από το λαιμό και άρχισε να το σφίγγει μέχρι που πριν ξεψυχήσει είπε «θεία μου». 

Στις 23 Φεβρουαρίου 1967, η «φόνισσα της Πάτρας» όπως την αποκαλούσαν μεταξύ άλλων οι εφημερίδες, κάθισε στο εδώλιο. Συνήγορος της πολιτικής αγωγής ήταν ο Κωστής Στεφανόπουλος, τότε βουλευτής της ΕΡΕ, και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας. 

Ο εισαγγελέας της έδρας καταφέρθηκε κατά του πατέρα, πριν ανέβει στο βήμα του μάρτυρα, λέγοντας πως «σύμφωνα με τον ηθικό κώδικα είσαι κατηγορούμενος». Ο ίδιος υποστήριξε ότι εκείνη σύναπτε συνεχώς σχέσεις με άνδρες και πως ο ίδιος ήθελε να περάσει λίγο από τον χρόνο του μαζί της. 

«Αργότερα, όμως, όταν προσπάθησα να σπάσω τα βρήκα σκούρα. Άρχισα να την φοβάμαι γιατί, όπως κατάλαβα, δεν λογάριαζε κανέναν. Φοβόμουν τους εκβιασμούς της και το ενδεχόμενο να με βιτριολίσει πράγμα που είχε κάνει στο παρελθόν» είπε στο δικαστήριο, αν και παραδέχθηκε ότι είχε παρουσιαστεί στον αδελφό της κατηγορουμένης ως αρραβωνιαστικός της. Μάλιστα, αποκάλυψε ότι κάθε φορά που έλειπε η γυναίκα του, εκείνη ερχόταν στο σπίτι του για να φροντίζει τα παιδιά του, που είχαν μάθει να την αποκαλούν «θεία». 

«Αυτός άνδρας είναι και φταίει μόνον γιατί με τις σχέσεις του με μια τέτοια γυναίκα έβλαψε την οικογένεια του», είπε η 30χρονη μητέρα της Καίτης. Ο πατέρας της κατηγορούμενης υποστήριξε στο δικαστήριο ότι ο άντρας είχε πάει στο σπίτι τους σαν γαμπρός.

Στεφανόπουλος
Δικηγόρος της πολιτικής αγωγής ήταν ο μετ' έπειτα πρόεδρος, Κωστής Στεφανόπουλος. | Eurokinissi

Κατά την απολογία της, η Λίτσα περιέγραψε τα όσα είχε ζήσει στη ζωή της, λέγοντας πως αναγκάστηκε να δουλέψει σαν υπηρέτρια σε ηλικία 8 ετών: «ήμουν πολύ κοντή δεν έφτανα στον νεροχύτη, έσπαγα τα πιάτα και με έδερναν. Έφυγα και γύρισα στο χωριό. Με έστειλαν σε μια γριά και δεν μου άρεσε καθόλου. Από μικρή, μια μέρα καλή δεν είδα. Σε εκείνο το σπίτι γνώρισα έναν άνδρα. Μας έπιασε ο πατέρας μου στο κρεβάτι. Του είπε πως θα με παντρευτεί αλλά όλο το ανέβαλε και όταν ενηλικιώθηκα με πέταξε δίνοντας μου και παράσημο (αφροδίσιο νόσημα)». 

Υποστήριξε πως ήταν θύμα του πατέρα του άτυχου παιδιού, λέγοντας πως της είχε αποκρύψει ότι ήταν παντρεμένος και όταν η ίδια το ανακάλυψε, της είπε πως θα χωρίσει όταν βρει χρήματα. Ανέφερε πως εκείνος την εξευτέλιζε και την προωθούσε σε άλλους άνδρες για να παίρνει τα χρήματα. 

«Με πήγαινε και με φίλους του για να μαζέψει τα λεφτά. Στο σπίτι του γνώρισα τη διαφθορά. Μου ζητούσε πράγματα φοβερά. Έσβηνε επάνω μου το τσιγάρο του. Με πήγαινε στους πελάτες και με παραφύλαγε μήπως κρύψω τα λεφτά», είπε. 

Η Λίτσα έμεινε έγκυος και ο άντρας, όπως είπε η ίδια, της ζήτησε να κάνει άμβλωση, απειλώντας την πως θα τη δηλώσει σε οίκο ανοχής.

«Την παραμονή πήγα στο μαγαζί του. Με χτύπησαν. Αυτός, η γυναίκα και ο αδελφός του με κλώτσησαν στην κοιλιά. Έπαθα αιμορραγία. Το πρωί της επόμενες ημέρας, τον περίμενα και τον σταμάτησα να του πω να με πάει στο γιατρό. Εκείνος που απάντησε: “Φύγε από εδώ καλιακούδα. Χαράς το μούλο σου, τα παιδιά μου είναι καλά”». Αυτή η τελευταία φράση του της έδωσε την ιδέα, όπως είπε, για να πειράξει το δικό του παιδί.

Στη δίκη ισχυρίστηκε ότι ήθελε μόνο να το κρύψει και δεν θυμόταν τι έγινε στη συνέχεια, ενώ αναίρεσε και τις καταθέσεις της στην αστυνομία, λέγοντας πως τα είχε χαμένα και έλεγε σε όλα «ναι».

«Είναι εγκληματική φύσις, τούτο αποδεικνύει το πρόσφατο παρελθόν της όταν υπέστη δυο εκτρώσεις, συνουσιάζετο ενώ εγνώριζε ότι έπασχε από αφορδίσιον νόσημα και είχε προκαλέσει σωματικά βλάβας εις άτομον με καυστικόν υγρόν» είπε ο εισαγγελέας, ζητώντας από το δικαστήριο να την καταδικάσει σε θάνατο. Όμως, ο εισαγγελικός λειτουργός αφιέρωσε και τμήμα της αγόρευσής του, στον πατέρα αποδίδοντάς του την ηθική ευθύνη για όσα συνέβησαν

Έπειτα από μια τρίωρη διάσκεψη, οι ένορκοι αποφάσισαν να μην αναγνωρίσουν στη γυναίκα κανένα ελαφρυντικό, αλλά «ευχήθηκαν», καθώς δεν ήταν στην διακριτική τους ευχέρεια, να μην της επιβληθεί η ποινή του θανάτου εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας της αλλά και όσων είχε περάσει στα χέρια του πατέρα της μικρής Καίτης.

Έπειτα από 15 λεπτά οι δικαστές της επέβαλλαν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. «Χαίρομαι γιατί εγώ θα είμαι στη φυλακή ενώ η οικογένεια του θα βασανίζεται» είπε εκείνη λίγο πριν πάρει το δρόμο για την φυλακή.

«Τα κουτσομπολιά με ανάγκασαν να τον σκοτώσω»

Ως «κακούργα πεθερά» μπορεί να έμεινε στην ιστορία η Άρτεμις για τη δολοφονία του Αθανασόπουλου στου Χαροκόπου το 1931 (καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις/ από κακούργα πεθερά, τα νιάτα σου να χάσεις) αλλά στην ίδια περιοχή, 43 χρόνια μετά, ακόμα μία πεθερά σκότωσε για να εκδικηθεί τον αρραβωνιαστικό της κόρης της. 

Το ημερολόγιο έδειχνε 14 Φεβρουαρίου 1974, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, όταν η 52χρονη αγρότισσα από την Λοκρίδα έκοψε την καρωτίδα του 29χρονου υποψήφιου γαμπρού της, στην Καλλιθέα

Ο 29χρονης οδηγός της Πολεμικής Αεροπορίας γνώρισε την 22χρονη μέσω κοινού φίλου τον Ιανουάριο του 1974. Οι δύο νέοι κατάγονταν από διαφορετικά χωριά της Λοκρίδας και μόλις οκτώ ημέρες μετά τη γνωριμία τους αποφάσισαν να αρραβωνιαστούν. Αφού η 22χρονη γνώρισε τους γονείς του συντρόφου της, του ζήτησε να επισκεφτούν την Αθήνα. 

Το ζευγάρι πήγε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στην Καλλιθέα, όπου έμενε ο 29χρονος με την αδερφή του. Δεν πέρασαν δύο ημέρες και ο 29χρονος είπε στην 22χρονη πως δεν ταιριάζουν. Ενημέρωσε τον προξενητή του και συνέστησε στην νεαρή να γυρίσει στο χωριό της, ενώ ο ίδιος θα πήγαινε στην Κρήτη για δουλειά. 

Η νεαρή ήταν ερωτευμένη μαζί του και ήθελε να μείνει στην Αθήνα, ζητώντας του να τον περιμένει στο σπίτι με την αδερφή του. Όμως ο 29χρονος ήταν ανένδοτος και η 22χρονη αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό. 

Εκείνη την εποχή, η επιστροφή της 22χρονης χωρίς τον αρραβωνιαστικό, πυροδότησε τα κουτσομπολιά στο χωριό και η οικογένεια αισθανόταν ντροπιασμένη. Η μητέρα είχε εξοργιστεί με τη νεαρή να της λέει «δεν πειράζει μάνα, ήταν της μοίρας μου να μην παντρευτώ αυτό τον άνθρωπο». 

Ωστόσο η 52χρονη αγρότισσα δεν ηρεμούσε... Αποφάσισε να πάει στην Αθήνα, παρά την προτροπή του συζύγου της να παραμείνει στο χωριό. Σκοπός της ήταν να μεσολαβήσει για να φτιάξουν οι σχέσεις του ζευγαριού. 

Η αγρότισσα με την 22χρονη κόρη και την ξαδέρφη του 29χρονου πήγαν στην πολυκατοικία της Καλλιθέας και αφού συστήθηκαν ως ξαδέρφες, ανέβηκαν στο διαμέρισμα για να περιμένουν. Οι γυναίκες μπήκαν μέσα αφού ο 29χρονος είχε αφήσει τα κλειδιά στην πόρτα για να καθαρίσει ο θυρωρός. 

Μόλις ο νεαρός επέστρεψε, ήρθε αντιμέτωπος με την πεθερά. «Μήπως θέλεις μεγαλύτερη προίκα;» τον ρώτησε για να της απαντήσει «δεν θέλω δραχμή, είπα ότι όλα τελείωσαν. Έστειλα τα δώρα στο χωριό. Να με αφήσετε ήσυχο και να φύγετε». 

Βλέποντας πως ο 29χρονος ήταν ανένδοτος, η 52χρονη έβγαλε από την πλαστική τσάντα που κρατούσε ένα πριονομάχαιρο 21 εκατοστών και του το «κάρφωσε» στο λαιμό. Η 22χρονη και η ξαδέρφη αιφνιδιάστηκαν ενώ ο 29χρονος βγήκε από το διαμέρισμα τρικλίζοντας. Προσπάθησε να κατέβη τα σκαλοπάτια και μόλις έφτασε στο τελευταίο ξεψύχησε. 

Από την ιατροδικαστική προέκυψε πως το τραύμα είχε πλάτος επτά εκατοστά και είχε κόψει την καρωτίδα του 29χρονου. Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, το αίμα πετάχτηκε με δύναμη από την αρτηρία του νεαρού και πιτσίλησε το πρόσωπο της πεθεράς. 

Η 52χρονη πέταξε το μαχαίρι στον ακάλυπτο και έφυγε με την κόρη. Πήγε σε ένα επιπλοποιείο και είπε στον ιδιοκτήτη «γιε μου πήγαινέ με στην αστυνομία, έκανα φόνο, σκότωσα άνθρωπο». 

Οι δύο γυναίκες οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα Καλλιθέας και η 52χρονη μίλησε στους δημοσιογράφους όπου εμφανίστηκε αμετανόητη: «στο χωριό δεν τα σηκώνουμε αυτά. Δεν παίρνουμε πίσω τον λόγο μας. Δεν γελάμε με τα κορίτσια του κόσμου. Δεν σας κρύβω πως ήρθα στην Αθήνα για να του αλλάξω γνώμη και αν δεν άλλαζε να τον σφάξω με το μαχαίρι. Αν μου έλεγε ότι θα παντρευόταν το κορίτσι μου δεν θα πάθαινε τίποτε. Θα ήμασταν μια χαρά και θα του δίναμε και άλλη προίκα». 

Σε ερώτηση για το αν αποκαταστάθηκε η τιμή της οικογένειας, απάντησε: «όχι» ενώ στη συνέχεια υποστήριξε πως «το έθιμο και τα κουτσομπολιά με ανάγκασαν να τον σκοτώσω». 

Από την πλευρά της η 22χρονη είπε πως δεν γνώριζε τα σχέδια της μητέρας της, λέγοντας πως «δεν είμαι κακός άνθρωπος. Όταν τον είδα σκοτωμένο έσκυψα και τον φίλησα».

Υποστήριξε πως ο 29χρονος ποτέ «δεν την πείραξε» και πως άλλαξε απότομα γνώμη χαρακτηρίζοντάς την «αμόρφωτη». Το έγκλημα καταδίκασε και ο σύζυγος της 52χρονης ενώ αιφνιδιασμένη δήλωσε η ξαδέρφη του 29χρονου. 

Σε δίκη παραπέμφθηκε η 52χρονη, ο 60χρονος σύζυγός της και η 22χρονη κόρη τους. Η πρώτη ως φυσική αυτουργός, ο δεύτερος ως ηθικός αυτουργός και η τρίτη ως συνεργός. 

Η δίκη ξεκίνησε στο Κακουργιοδικείο Αθηνών τον Ιανουάριο του 1975 με την 52χρονη να αλλάζει στάση και να δηλώνει μετανιωμένη: «η κακιά η ώρα φταίει για ό,τι έγινε. Δεν ήθελα να κάνω κακό. Εγώ χαρές ήθελα, όχι φυλακή. Και ούτε θέλησα ποτέ να πάρω στον λαιμό μου το παλικάρι. Το μαξιλάρι μου, έναν χρόνο τώρα, δεν έχει στεγνώσει». 

Από την πλευρά της η κόρη ισχυρίστηκε: «δεν ήξερα για το μαχαίρι, δεν ήθελα τον χαμό του. Τον έκλαψα και τον κλαίω». Κατά τη διάρκεια της απολογίας της λιποθύμησε δύο φορές και έλεγε «μανούλα τι έκανες; Τι κακό μας βρήκε; Θα πεθάνω». 

Από την πλευρά του ο 62χρονος ανέφερε πως «αν ήθελα κακό θα το έκανα μόνος μου. Δεν θα έβαζα τη γυναίκα μου. Στην Αθήνα ήρθαν για να τα φτιάξουν, όχι για να σκοτώσουν». Στο πλευρό του στάθηκε και η 52χρονη δολοφόνος λέγοντας «δεν έχει καμία σχέση». 

Ο εισαγγελέας είπε πως η 52χρονη ήταν «λύκαινα» και «ανθρωπόμορφο τέρας» που «προμελέτησε και εκτέλεσε εν ψυχρώ τον φόνο» ενώ οι συγκατηγορούμενοι ήταν απλοί συνεργοί. 

Η 52χρονη καταδικάστηκε σε ισόβια, ο 60χρονος σε 10 χρόνια φυλάκιση και η κόρη αθωώθηκε. Ακολούθησαν σκηνές υστερίας με την 52χρονη να ουρλιάζει «ο άνδρας μου είναι αθώος, θα πεθάνω, χαλάστε μια σφαίρα να με σκοτώσετε».

Σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής η κόρη τραβούσε τα μαλλιά της και κυλιόταν στο πάτωμα, οι συγγενείς μοιρολογούσαν και ο 60χρονος παρέμενε ψύχραιμος.

«Το φίδι το φωνάζω και δεν έρχεται»

Η Ανδρομάχη διέμενε στην Καβάλα με τον αδερφό της και τους θετούς της γονείς. Σπούδαζε ιταλική φιλολογία και από την ηλικία των 17, όταν και έμαθε πως είναι υιοθετημένη, η συμπεριφορά της άλλαξε, αφού έγινε αντικοινωνική, απομονώθηκε και παρουσίαζε ακραίες συμπεριφορές, ακόμα και παραισθήσεις. 

Μόλις αποφοίτησε από το σχολείο, γνώρισε τον 47χρονο Γιάννη που ήταν πρώην ποδοσφαιριστής και πλέον εργολάβος οικοδομών. Ο Γιάννης ήταν χήρος για τρία χρόνια και μεγάλωνε μόνος του τα τέσσερα παιδιά του. 

Η ερωτική έλξη της Μάχης, όπως τη φώναζαν, δεν άργησε να μετατραπεί σε εμμονή. Αρχικά το φλερτ της βρήκε κάποια ανταπόκριση και άρχισαν να συναντιούνται σε ξενοδοχείο της πόλης, αλλά όπως παραδέχθηκαν και οι δύο αργότερα, οι σχέσεις αυτές δεν ήταν ολοκληρωμένες. 

Καβάλα
Shutterstock

Όπως είπε ο 47χρονος, η Μάχη δεν είχε ερωτικές σχέσεις και τον πίεζε να παντρευτούν, κάτι που ο ίδιος δεν επιθυμούσε. Ο 47χρονος της ζήτησε να διακόψουν τη σχέση τους και η 20χρονη τότε, άρχισε να τηλεφωνεί καθημερινά, να τον ενοχλεί στην εργασία του και να πηγαίνει στο σχολείο των παιδιών του. 

Μάλιστα, ο πατέρας της αποκάλυψε ότι την είχε πιάσει αρκετές φορές να βγαίνει στο απέναντι μπαλκόνι και να επιδεικνύει τα στήθη της στον ποδοσφαιριστή, φωνάζοντάς τον «ανίκανο». Η συμπεριφορά της Μάχης έφερε τον 47χρονο στα όριά του και της ζήτησε να μην τον ενοχλήσει ξανά. Τότε η φοιτήτρια τον απείλησε πως θα τον εκδικηθεί. 

Αρχές Οκτωβρίου 1989, η Μάχη τηλεφώνησε σε μία 17χρονη φίλη της και της είπε πως θέλει να εκδικηθεί τον ποδοσφαιριστή, ζητώντας της βοήθεια για να «σημαδέψει ένα παιδάκι».

Η φίλη της τρόμαξε και την επόμενη ενημέρωσε την Αστυνομία, η οποία τηλεφώνησε στη Μάχη. Η φοιτήτρια αρνήθηκε τα πάντα και οι αστυνομικοί της έκαναν συστάσεις: «πρόσεξε αν γίνει κάποιο φονικό ή τραυματισμός, η πρώτη που θα συλλάβουμε θα είσαι εσύ».

Δυστυχώς έτσι κι έγινε... 

Στις 16 Οκτωβρίου 1989 η Ανδρομάχη έθεσε το σχέδιό της σε εφαρμογή. Είχε μάθει τα ωράρια του 7χρονου γιου του πρώην εραστή της και έστησε ενέδρα έξω από το σχολείο του. Κρυβόταν ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και όταν αντίκρισε το παιδί, πετάχτηκε και έπιασε το κεφάλι του με το αριστερό χέρι ενώ με το δεξί τον μαχαίρωσε στον λαιμό με σουγιά. 

Η Μάχη τράπηκε σε φυγή και διένυσε περίπου δύο χιλιόμετρα, όταν πέταξε τον σουγιά σε υπόνομο και μπήκε σε κατάστημα ζητώντας να πλυθεί. Δικαιολογήθηκε στην ιδιοκτήτρια λέγοντας πως είχε καβγαδίσει με έναν νεαρό. 

Το ΕΚΑΒ έφτασε στο σημείο της δολοφονίας του παιδιού αλλά ήταν αργά. Από την ιατροδικαστική προέκυψε πως ο θάνατός του προήλθε από αιμορραγικό σοκ και καρδιαναπνευστική ανεπάρκεια.

Οι υποψίες έπεσαν γύρω από την 20χρονη Ανδρομάχη η οποία και συνελήφθη. Αν και αρνούνταν τα πάντα δηλώνοντας αθώα, τα στοιχεία ήταν επαρκή για να παραπεμφθεί σε δίκη. 

Οι γονείς της Ανδρομάχης ήταν σοκαρισμένοι και έριξαν το φταίξιμο στα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα που είχε εμφανίσει από την ηλικία των 17 ετών. Την ίδια γραμμή ακολούθησε και ο συνήγορος υπεράσπισης. 

Όταν ανέβηκε στο ειδώλλιο για να καταθέσει, τα λόγια της δεν είχαν ειρμό και λογική. «Λυπάμαι γιατί έχασα τον φίλο μου, το φίδι το φωνάζω και δεν έρχεται. Με έφεραν εδώ από το μοναστήρι αλλά δεν γνωρίζω γιατί», είπε η Ανδρομάχη στο δικαστήριο. Ισχυριζόταν ότι είχε παραισθήσεις ότι όλον αυτό τον καιρό βρισκόταν κλεισμένη σε κάποια μονή με τις μοναχές

Όταν ο δικαστής της έδειξε το σουγιά και τη ρώτησε τι ήταν το αντικείμενο αυτό, εκείνη αποκρίθηκε: «Είναι μαχαίρι. Πρώτη φορά το βλέπω. Δεν έχω δει μαχαίρι, γιατί το ψωμί και τις σαλάτες στο μοναστήρι μας τις φέρνουν έτοιμες».

Στις 20 Μαρτίου 1991, η Ανδρομάχη καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκισης για ανθρωποκτονία από πρόθεση και 5 χρόνια για οπλοφορία και οπλοχρησία. Κατά τη συγχώνευση, της επιβλήθηκε συνολική ποινή 23 ετών και 6 μηνών, από τα οποία τα 10 τουλάχιστον χρόνια έπρεπε να παραμείνει έγκλειστη στο ψυχιατρείο.

Όταν ο συνήγορός της την ενημέρωσε για την έκβαση της υπόθεσης, η 20χρονη άλλαξε ύφος και στάση. Χαμογέλασε και είπε: «Επιτέλους θα ηρεμήσω».

«Θα αποτελέσει μεγαλύτερο κίνδυνο και από τον Ρωχάμη»

Ήταν 18 Ιανουαρίου 1992 όταν επτά άτομα από δύο οικογένειες που διέμεναν στην ίδια γειτονιά μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά λόγω τροφικής δηλητηρίασης. Έπειτα από την έρευνα των γιατρών αποδείχθηκε ότι τα μέλη των οικογενειών είχαν δοκιμάσει από την ίδια ζύμη για τηγανόψωμα, που τους είχε προσφέρει η γειτόνισσά τους, Μαρία.

Δηλητηριασμένοι ήταν ο 60χρονος Θόδωρος, η σύζυγος του Ελένη και ο 33χρονος γιος τους Κώστας, όπως επίσης η 46χρονη Ειρήνη και ο 24χρονος γιος της Αντώνης, ενώ σε κρίσιμη κατάσταση μεταφέρθηκαν επίσης δύο επισκέπτες στο ένα σπίτι, οι Γιάννης και Σουλτάν.

Τα αποτελέσματα του τοξικολογικού εργαστηρίου σε υπολείμματα ζύμης των τηγανόψωμων έδειξαν ότι αυτά που έφαγαν οι γείτονες της 56χρονης περιείχαν παραθείο, ενώ η ζύμη που έφαγε η ίδια και η οικογένειά της ήταν «καθαρή».

Η Σαμπανιώτη υποστήριξε στους αστυνομικούς ότι δεν είχε ιδέα πως βρέθηκε μέσα στη ζύμη της το δηλητήριο που προοριζόταν για γεωργικά φάρμακα και εντομοκτόνα.

«Δεν είμαι νέα νοικοκυρά. Δεν μπορώ να μπερδέψω το αλάτι με το δηλητήριο. Πήγα να κάνω ένα καλό και πως μπλέχτηκα έτσι, Θεέ μου!» είπε.

Εφετείο
Eurokinissi

Έπειτα από την έρευνα των αστυνομικών, αποδείχθηκε ότι η γειτόνισα είχε κίνητρο εκδίκησης για αυτή την πράξη. Συγκεκριμένα, ήθελε να παντρέψει τις κόρες της με τον Κώστα και τον Αντώνη, όμως εκείνοι αρνήθηκαν και αποφάσισε να τους τιμωρήσει με αυτόν τον τρόπο.

Η ίδια η Μαρία αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι κάποιος άλλος έριξε το δηλητήριο στη ζύμη.

«Η κόρη μου, μου ζήτησε να πάμε στα μαγαζιά. Για να μη χαλάσει το ζυμάρι το πήγα εγώ στην οικογενειακή μας φίλη Ελένη και το υπόλοιπο ζυμάρι το πήγα στην Ειρήνη, για να φτιάξει κι εκείνη ψωμί», ισχυρίστηκε, ενώ άφησε αιχμές για μια γειτόνισσά της –η οποία αποδείχθηκε πως βρισκόταν εκτός Αθήνας, αλλά και την κόρη της, Ελισάβετ.

Οι πράξεις της Μαρίας άφησαν πίσω τους τρεις νεκρούς, τους Θόδωρο, Ειρήνη και Αντώνη. Η δίκη της 56χρονης γυναίκας ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1993 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών και η Σαμπανιώτη υποστήριξε πως κάποιος άλλος έριξε δηλητήριο στη ζύμη.

«Ο Θεός είναι από πάνω κι αν λέω ψέματα να με κάψει. Λυπάμαι για τις τρεις ψυχούλες που έφυγαν. Δεν τους έκανα κακό. Και με τις δύο οικογένειες είχα πάρα πολύ καλές σχέσεις. Τη ζύμη την είχα φτιάξει από το πρωί για να ψήσω ψωμί για την οικογένειά μου. Η κόρη μου μού ζήτησε να βγούμε για ψώνια.

Για να μη χαλάσει το ζυμάρι σκέφτηκα να το δώσω στην Ειρήνη και την Ελένη. Στο σπίτι είχε έρθει από νωρίς η γειτόνισσά μου Αγάπη. Όταν φύγαμε, κλείδωσα την πόρτα.

Γύρισα και την βρήκα στο σπίτι. Είχε μπει από την πίσω πόρτα της κουζίνας. Κρατούσε και μία νάιλον τσάντα. Μια φορά είχα πιει καφέ στο σπίτι της και έπαθα δηλητηρίαση. Μπορεί, όμως, να ήθελε να μας δηλητηριάσει και ο αρραβωνιαστικός της κόρης μου. Δεν τον ήθελα, ούτε κι αυτός με συμπαθούσε…» ανέφερε. 

Ο εισαγγελέας Σταύρος Μαντακιοζίδης δεν είχε την ίδια άποψη με την κατηγορούμενη, την οποία την αποκάλεσε «νέα Φραγκογιαννού», όπως η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και υπογράμμισε στην αγόρευσή του: «Μέσα στην ψυχή της έκρυβε μεγάλο μίσος. (…) Προσπάθησε να εξολοθρεύσει -και το έκανε- δύο οικογένειες. Φαινομενικά μοιάζει αθώα. Αν αφεθεί ελεύθερη, όμως, θα αποτελέσει μεγαλύτερο κίνδυνο και από τον Ρωχάμη!».

Το δικαστήριο θα ολοκληρωθεί στις 3 Μαΐου 1993, κρίνοντας ένοχη την κατηγορούμενη, καταδικάζοντάς την σε τρεις φορές ισόβια και επιπλέον 25 χρόνια κάθειρξη, με εκείνη να επαναλαμβάνει την αθωότητά της και να ζητά τον «ορό της αλήθειας».

Η ποινή της δεν άλλαξε ούτε στη δίκη σε δεύτερο βαθμό στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών το 1997, αλλά ούτε και μετά την επανεκδίκαση της υπόθεσης στο Εφετείο το 2000, με την Μαρία να αποφυλακίζεται το 2011 έχοντας εκτίσει ποινή φυλάκισης 19 ετών για τη δολοφονία τριών ανθρώπων.

Με πληροφορίες από «Εγκλήματα Γένους Θηλυκού», Πάνος Σόμπολος - Εκδόσεις Πατάκη.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.