Μενού

«Είσαι μόνος, δουλεύεις μόνος»: Το ημερολόγιο των ρεπόρτερ που έχουν καλύψει φωτιές στην Ελλάδα

Φωτορεπόρτερ μπροστά στην πυρκαγιά.
  • Α-
  • Α+

Είναι βράδυ. Η Αναστασία Βαμβακά, ρεπόρτερ του ΣΚΑΙ, βρίσκεται μαζί με τον εικονολήπτη και τον ηχολήπτη της μέσα σε ένα βανάκι και κυνηγούν το μέτωπο της ανεξέλεγκτης φωτιάς στα βουνά της Εύβοιας. Ο πλοηγός τούς βγάζει βγάζει σε ένα χωματόδρομο που οδηγεί, όμως, τελικά σε αδιέξοδο. 

Η πυρκαγιά πλησιάζει και εκείνοι είναι χωμένοι μέσα στο δάσος, χωρίς να έχουν τρόπο διαφυγής. Κανείς δε ξέρει πώς θα σωθούν από τις φλόγες. Για καλή τους τύχη λίγη ώρα αργότερα περνά από το σημείο ένα πυροσβεστικό που ξέρει καλά την περιοχή. Το ακολουθούν για αρκετή ώρα και τελικά ξεφεύγουν. 

«Θα μέναμε εκεί πέρα. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουμε. Αν δεν είχε εμφανιστεί το πυροσβεστικό όχημα, ούτε μπορώ να φανταστώ τι θα μπορούσε να είχε συμβεί» εξηγεί σήμερα η δημοσιογράφος. 

Παρόμοια περιστατικά, ωστόσο, όπως σημειώνει, συμβαίνουν κανονικά κάθε χρόνο. Τα περισσότερα δεν καταγράφονται από τις τηλεοπτικές κάμερες. Υπάρχουν, όμως, και μερικά που βγαίνουν live στον αέρα. Ένα από αυτά σημειώθηκε πριν από μερικές μέρες στις μεγάλες πυρκαγιές που κατέκαψαν περισσότερα από 35 χιλιάδες στρέμματα αττικού δάσους. 

Συγκεκριμένα, το πρωί της περασμένης Τρίτης, δημοσιογράφος και οπερατέρ του τηλεοπτικού καναλιού Open αναγκάστηκαν να τρέξουν, προκειμένου να σωθούν από τη φωτιά που τους είχε περικυκλώσει στον οικισμό Άγιο Χαράλαμπο Κορινθίας. 

«Όταν βρίσκεσαι κοντά σε μια πυρκαγιά δεν πρέπει να τρέξεις»

Το μένος της πυρκαγιάς στα δάση της Αττικής.

Η Μάνια Αλιβιζάτου, δημοσιογράφος του Mega, βρέθηκε επίσης στην περιοχή και εξηγεί πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση. «Μέσα στα δέκα χρόνια που κάνω τη συγκεκριμένη δουλειά έχω καλύψει πολλές πυρκαγιές, πλημμύρες και κακοκαιρίες στη χώρα. Η φωτιά είναι μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να γυρίσει ο αέρας και εκεί που βρισκόταν 2 χιλιόμετρα μακριά να τη δεις στα εκατό μέτρα» εξηγεί. 

Αυτό συνέβη και στη δική της περίπτωση. Ενώ περιέγραφε σε live μετάδοση την εξέλιξη της φωτιάς στην περιοχή, άκουσα τις φωνές ενός αστυνομικού που ούρλιαζε σε εκείνη και στον εικονολήπτη της που αν δεν φύγουν, θα καούν. Μπήκαν γρήγορα στο αυτοκίνητο, πέταξαν μέσα τις κάμερες και τα μικρόφωνα στα βιαστικά και έφυγαν για ένα πιο ασφαλές σημείο. 

Η ίδια ξεκαθαρίζει πως σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να θέσει σε κίνδυνο ούτε τον εαυτό της, ούτε τους συναδέλφους της οπερατέρ, προκειμένου να έχουν καλή εικόνα. «Ναι, έχω βρεθεί σε περιπτώσεις που η φωτιά ήταν 100 μέτρα μακριά μου. Πάντα, όμως, τσεκάρω να δω εάν το αυτοκίνητό μας είναι κοντά, για να μπούμε μέσα και να φύγουμε κατευθείαν. Δεν θα πάω δηλαδή να αποκλειστώ σε ένα σημείο, χωρίς να ξέρω πως υπάρχει διαφυγή, μόνο και μόνο για πω πως έχω καλό πλάνο από τη φωτιά» προσθέτει. 

Ο Άρης Λάμπος, ρεπόρτερ του κεντρικού δελτίου του Star, που καλύπτει πυρκαγιές για περίπου δέκα χρόνια, παραδέχεται και εκείνος πως πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό είδος ρεπορτάζ απ’ όλα τα υπόλοιπα. Συνομιλούμε μαζί του τηλεφωνικά. Εκείνος βρίσκεται στο αυτοκίνητο, προς αναζήτηση νέου μετώπου. Η φωνή του πολλές φορές σπάει. Βήχει δυνατά. Είναι, όπως εξηγεί, εξαιτίας του καπνού που εισέπνευσε όλες αυτές τις μέρες στο μέτωπο. 

«Ένας πολίτης κανονικά θα τρέξει να σωθεί. Εμείς κάνουμε το ακριβώς αντίθετο. Πηγαίνουμε ανάποδα. Οδηγός μας είναι ο μαύρος καπνός. Λειτουργούμε ως επαγγελματίες. Όπως κάνουν δηλαδή και οι πυροσβέστες» επισημαίνει. 

Το πιο σημαντικό, όπως εξηγεί, είναι να παραμένεις πάντα ψύχραιμος. «Θεωρώ πως το νούμερο ένα πράγμα σε μια φωτιά, από την όποια εμπειρία έχω αποκτήσει, είναι όταν βρίσκεσαι κοντά σε μια πυρκαγιά να μην τρέξεις. Γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός -και ο πιο ύπουλος- είναι η έλλειψη οξυγόνου. Δεν πρέπει να τρέξεις ποτέ, γιατί αν το κάνεις, θα πρέπει να ανασάνεις πολύ γρήγορα. Κι έτσι, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να εισπνεύσεις πολύ καπνό, ο οποίος μπορεί να σε ζαλίσει, να σε ρίξει κάτω. Κι όλο αυτό ίσως αποβεί μοιραίο» συμπληρώνει. 

Ο ίδιος έχει βρεθεί αρκετές φορές αντιμέτωπος με τη φωτιά. Ένα από τα τελευταία περιστατικά συνέβησαν πριν από μερικές μέρες. «Ήμουν στον οικισμό Πουρνάρι, στο μέτωπο των Δερβενοχωρίων. Κάποια στιγμή άρχισαν να καίγονται τα ακριανά σπίτια του οικισμού. Οι πυροσβέστες ήταν εκεί, λοιπόν, και προσπαθούσαν να περιορίσουν το μέτωπο.

Οι φλόγες, όμως, πλησίασαν πολύ και ένας πυροσβέστης έφυγε για να σωθεί. Η μάνικά του, όπως πιάστηκε σε μια ρίζα δέντρου και έπεσε κάτω. Τότε έτρεξα εγώ μαζί με τον οπερατέρ μου, τον Ηλία, και ξεμπλέξαμε τη μάνικα. Φεύγοντας, ένιωσα τις καύτρες και το θερμικό φορτίο στο πρόσωπό μου». 

Το Μάτι που τους στιγμάτισε

Φωτογραφία από τα καμένα αυτοκίνητα στο Μάτι.

Τα σωματικά σημάδια, όμως, δεν είναι τα μόνα που έχει να αντιμετωπίσει ένας δημοσιογράφος που καλείται να καλύψει πυρκαγιές. Γιατί υπάρχουν και τα ψυχολογικά. Τα οποία, όπως επισημαίνουν και οι τρεις ρεπόρτερ, δε φεύγουν ποτέ. 

Ο Άρης Λάμπος ήταν από τους πρώτους οπερατέρ που μπήκε στο Μάτι, ακριβώς μετά το πέρασμα της φονικής πυρκαγιάς που στοίχισε τη ζωή σε 102 ανθρώπους. «Μπήκαμε αρχικά για να δούμε το σπίτι του συναδέλφου μου οπερατέρ, του Αχιλλέα, που είχε καεί. Ο άνθρωπος δούλευε ενώ καιγόταν το σπίτι του. Ένα στενό πιο κάτω, όμως, βρήκαμε μια γυναίκα μαζί με τα δυο της παιδιά αγκαλιά που καιγόντουσαν. Το θυμάμαι σαν εφιάλτη. Το τοπίο ήταν απόκοσμο. Ήταν βράδυ, και επειδή είχαν καεί όλα τα καλώδια, η μόνη πηγή φωτός ήταν αυτά τα σώματα. Οι ίδιοι άνθρωποι που καίγονταν ήταν το φως που αποκάλυπτε όλη αυτή τη φρίκη» θυμάται. 

«Οι εικόνες αυτές έχουν χαραχθεί στο μυαλό μου. Τους σκέφτομαι συνέχεια αυτούς τους ανθρώπους στο Μάτι. Ζω με αυτό. Άλλαξε όλη μου η ζωή εκείνη τη μέρα. Έφυγα από τη δουλειά μου και πήγα στην κηδεία τους. Σαν να ήταν δικοί μου άνθρωποι. Χωρίς να τους γνωρίζω καν». 

Η Αναστασία Βαμβακά, τη μέρα της φωτιάς στο Μάτι, ήταν στο γραφείο της και κάλυπτε τις πυρκαγιές για λογαριασμό του Ελεύθερου Τύπου. «Ενημερωθήκαμε για τη φωτιά γύρω στις 4 με 5 η ώρα το μεσημέρι. Εγώ μέχρι εκείνη την ώρα έγραφα για το μέτωπο στη Κινέτα. Για λίγο δηλαδή η ενημέρωση για τις δύο πυρκαγιές πήγαινε παράλληλα». 

Από ένα σημείο και μετά, όμως, κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στο Μάτι. «Συνήθως οι πολίτες δεν παίρνουν σε μια εφημερίδα για να ζητήσουν βοήθεια. Το κάνουν στα κανάλια, στους φορείς, στο κράτος. Με έπαιρναν τηλέφωνο άνθρωποι που ήταν εγκλωβισμένοι στα βράχια ή στο ξενοδοχείο και μου ζητούσαν βοήθεια. Υπήρχαν άλλοι που με καλούσαν και με παρακαλούσαν να κάνω κάτι για να βοηθήσω οικείους τους που ήταν εκεί» σημειώνει. 

Η ίδια επικοινώνησε αρκετές φορές με τον θάλαμο επιχειρήσεων του Λιμενικού Σώματος, χωρίς, όμως, να βγάλει άκρη. «Δεν είχαν συνειδητοποιήσει ούτε εκείνοι τι είχε συμβεί. Τότε κατάλαβα τι συνέβαινε». Όπως αποδείχθηκε ύστερα 13 άνθρωποι πνίγηκαν στα νερά του οικισμού στο Μάτι, στην προσπάθειά τους να σωθούν από τις φλόγες που έφταναν ως τη θάλασσα. 

Τις κλήσεις αυτές δεν πρόκειται να τα ξεχάσει ποτέ. Ούτε τις συνομιλίες που είχε με τους εγκλωβισμένους ανθρώπους. «Αυτή η φωτιά πέρασε βαθιά στη ψυχή μου. Ήταν όλο αυτό το αίσθημα της ευθύνης που είχα. Δεν ήταν άλλο ένα κλασικό ρεπορτάζ που μιλάς με την Πυροσβεστική, με τους ντόπιους, με τον δήμαρχο για να δεις τι πήγε σωστά και λάθος. Ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό». 

«Κανείς δε σε προετοιμάζει για αυτό που θα αντιμετωπίσεις»

Οι φλόγες πλησιάζουν τον δρόμο.

Η Αναστασία Βαμβακά αποφάσισε λίγο αργότερα να σταματήσει να κάνει τη συγκεκριμένη δουλειά. Όπως υποστηρίζει, οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν πυρκαγιές για τα τηλεοπτικά κανάλια είναι αβοήθητοι. Τόσο σε πρακτικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. 

«Κανένας δεν σε προετοιμάζει για αυτό που θα αντιμετωπίσεις. Δεν υπάρχει κανένα σεμινάριο που να σε βοηθάει. Κανένας άνθρωπος που να νοιάζεται για να σε κατευθύνει. Είσαι μόνος, δουλεύεις μόνος» υποστηρίζει. 

Η ίδια έχει εργαστεί παράλληλα και με συνεργεία του εξωτερικού και έχει δει τη μεγάλη διαφορά στην αντιμετώπιση του συγκεκριμένου είδους ρεπορτάζ. «Υπάρχουν ξένοι δημοσιογράφοι που έρχονται εδώ και έχουν χάρτες με τα όρια που πρέπει να κινηθούν με τους τρόπους διαφυγής. Την ίδια ώρα, στο σημείο βρίσκεται άνθρωπος που ασχολείται για την υποστήριξη του ρεπόρτερ. Να τον ενημερώσει για τη φωτιά, τη κατεύθυνση του αέρα. Εδώ πρέπει να τα βρίσκεις όλα μόνος σου» συμπληρώνει. 

Η Μάνια Αλιβιζάτου συμπληρώνει πως οι μόνες συμβουλές που έχει λάβει είναι μόνο από παλιότερους συναδέλφους που έχουν μεγάλη εμπειρία από τα μέτωπα. «Όταν ξεκινούσα είχα ακούσει μόνο να μου λένε να φοράω μάσκα, να ρίχνω νερό στο πρόσωπό μας, για να κάτσει η σκόνη στους πνεύμονες, να φοράω μακρυμάνικα ρούχα. Πώς μπορώ να το κάνω, όμως, όταν έξω έχει 50 βαθμούς;» αναρωτιέται.

Μέσα σ’ όλα έρχονται να προστεθούν και οι ακραίες ώρες δουλειάς. Η Μάνια Αλιβιζάτου μόνο στη φωτιά της Πεντέλης, δούλεψε ασταμάτητα από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 5 το πρωί, μεταδίδοντας σε live μετάδοση και στο ραδιόφωνο τις εξελίξεις από το μέτωπο. 

«Αν δεν έχεις γερό στομάχι, δεν μπορείς να το αντέξεις όλο αυτό. Υπάρχουν πολλές φορές που μπορεί να μην μπορείς να αναπνεύσεις, να μην μπορείς να δεις εξαιτίας της κάπνας που έχει μπει στα μάτια. Και την ίδια ώρα να πρέπει να μιλήσεις και να περιγράψεις, όχι κίτρινα και δραματικά, αλλά με ακρίβεια αυτό που βλέπεις. Και το κυριότερο: να μην μεταφέρεις κάτι που δεν ισχύει, γιατί μπορεί ο άνθρωπος που έχει ένα σπίτι στην περιοχή να σε ακούει από την τηλεόραση» σημειώνει. 

Ο Άρης Λάμπος θεωρεί πως η δουλειά του ρεπόρτερ εκείνες τις στιγμές είναι να αποτελεί λύση του προβλήματος και όχι το πρόβλημα. «Έχουν υπάρξει φορές που έχουμε τραβήξει εμείς ανθρώπους οι οποίοι είχαν μείνει πίσω και κοιτούσαν σοκαρισμένοι το σπίτι τους να καίγεται. Προχθές, όταν οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να τραβήξουν μια μάνικα για να σβήσουν μια εστία, δεν τραβήξαμε πλάνο, τραβήξαμε τη μάνικα για να σβήσουν». 

Οι χειρισμοί, όπως εξηγεί, πρέπει να είναι πάντα λεπτοί. Το ίδιο κι η αντιμετώπιση απέναντι στον κόσμο που βλέπει να καίγεται μπροστά του το βιός του. Η Μάνια Αλιβιζάτου αποφεύγει πάντοτε να κάνει την ερώτηση: «πώς νιώθετε». 

«Όταν κάποιος έχει χάσει έναν δικό του άνθρωπο, δεν μπορείς να τον ρωτήσεις πώς νιώθει. Προσπαθείς να δεις το ποιον έχεις απέναντί σου. Και σίγουρα να τον προσεγγίσεις με μεγάλη ευγένεια και σεβασμό και όχι επιθετικά. Γιατί μερικοί άνθρωποι μπορεί να θέλουν να μιλήσουν αλλά κάποιοι άλλοι να μην επιθυμούν να επικοινωνήσουν το πρόβλημά τους. Πρέπει να το σεβαστείς και να πας παρακάτω» καταλήγει.

Μετά τη φωτιά

Το καμένο τοπίο στη Μάνδρα.

Και τι γίνεται, άραγε, μετά τη φωτιά; Η Αναστασία Βαμβακά θεωρεί πως το μετατραυματικό σοκ είναι τεράστιο. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που γράφονται μέσα μας και γινόμαστε κάπως σκληρόπετσοι. Το να κυνηγάς τον ανθρώπινο πόνο, να τον αντέχεις, να ξεφεύγεις από την αστυνομία για να έχεις καλή εικόνα. Κάποιοι άνθρωποι παλιώνουν με το να κάνουν πολλές φωτιές. Οπότε το θεωρούν αδυναμία να παραπονεθούν ότι αυτό το πράγμα τους πόνεσε, ότι το πήραν μαζί τους. Με αποτέλεσμα έτσι να θεωρείσαι φυγόπονος, αδύναμος, ότι δεν είσαι καλός στη δουλειά σου» σημειώνει. 

Η ίδια θεωρεί πως το σημαντικότερο απ’ όλα είναι η αποθεραπεία. «Δε γίνεται να γυρνάς την επόμενη μέρα και δουλεύεις σε κάποιο άλλο θέμα. Πρέπει να υπάρχει μια ψυχολογική στήριξη. Στο εξωτερικό υπάρχουν κέντρα αποκατάστασης δημοσιογράφων που έχουν βρεθεί σε φυσικές καταστροφές» καταλήγει.

Ο Άρης Λάμπος θεωρεί πως, μέσω των συγκεκριμένων ρεπορτάζ, έχει αποκτήσει ένα είδος κυνισμού που, στην τελική, του κάνει καλό αλλά και κακό. «Δεν πανικοβάλλομαι πια εύκολα, δεν αγχώνομαι. Αλλά κάθε χρόνο βλέπω τα ίδια και τα ίδια. Βλέπω άτομα που χάνουν τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους. Δεν είναι κάτι απλό. Υπάρχουν άνθρωποι που τα πλήρωσαν με το αίμα τους για να το φτιάξουν. Είναι κάτι από το οποίο δεν ανακάμπτεις εύκολα». 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.