Όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά. Και λίγα μέτρα μακριά από την Πλατεία Κάνιγγος, το μεσημέρι της Τσικνοπέμπτης, υπήρχε πολύς. Προερχόταν από τις ψησταριές της Λιβαδειάς, του ιστορικού ψητοπωλείου του κέντρου της Αθήνας, που έχει ταυτιστεί εδώ και δεκαετίες με το παραδοσιακό σουβλάκι.
Φτάσαμε στη 1 το μεσημέρι, τη στιγμή του μεγάλου πανικού. Όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα με κόσμο, οι ψησταριές ήταν γεμάτες με κρεατικά, ενώ λίγο πιο πέρα είχαν καθίσει δύο μουσικοί που έπαιζαν τα κομμάτια τους, ελπίζοντας ότι κάποιος από τους πελάτες του μαγαζιού θα τους άφηνε κάτι.
Περνώντας την είσοδο, η κοσμοσυρροή ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Οι υπάλληλοι να τρέχουν αλαφιασμένοι να εξυπηρετήσουν τον κόσμο και οι Αθηναίοι να μπαίνουν στην ουρά, περιμένοντας με υπομονή τη δική τους σειρά. Μια σειρά που, απ’ ό,τι φάνηκε, άργησε πολύ, καθώς το κύμα των παραγγελιών ήταν πολύ μεγάλο.
Τα 100 σουβλάκια και η ιστορία ενός μαγαζιού από το 1965
«Γεια σου Σταύρο. Πόσα μου είπες;» ρωτάει ένας ψήστης, ο οποίος δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά τον άντρα που περνάει την είσοδο του καταστήματος. «100 σουβλάκια. Πενήντα χοιρινά, πενήντα κοτόπουλο». Εκείνη τη στιγμή σηκώνει τέσσερις μεγάλες μπλε σακούλες, στις οποίες υπήρχαν ό,τι του είχε παραγγείλει ήδη μια μέρα πριν. Ήταν τόσο βαριές που μετά βίας κατάφερε να τις κουβαλήσει μέχρι την έξοδο.
Στην ουρά, από την άλλη, υπήρχαν ορισμένοι που δυσανασχετούσαν για το πόσο αργά προχωράει, λες και δε γνώριζαν όταν έφτασαν τι θα αντιμετώπιζαν. Το εντυπωσιακό, μάλιστα, είναι ότι υπήρξε άνθρωπος που περίμενε τόση ώρα, μόνο και μόνο για ένα σουβλάκι και μερικές τηγανιτές πατάτες.
Η Λιβαδειά είναι ένα από τα ξακουστά παραδοσιακά σουβλατζίδικα της Αθήνας. Όπως αναγράφει η επιγραφή που βρίσκεται στο εσωτερικό του καταστήματος, ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1965. Γρήγορα έγινε στέκι για όσους ερχόντουσαν από τη νότια Ελλάδα και ήθελαν να ταξιδέψουν προς τη βόρεια, ενώ πήρε τέτοια δημοσιότητα, εξαιτίας του γεγονότος ότι προσέφερε άφθονο ψωμί δωρεάν μαζί με τα σουβλάκια. Η συγκεκριμένη πρακτική ισχύει ως σήμερα.
Στους τοίχους του μαγαζιού υπάρχουν κρεμασμένες φωτογραφίες από τις ένδοξες μέρες του μαγαζιού και τις τεράστιες ουρές που δημιουργούνταν από τους κουστουμαρισμένους άντρες με τα καπέλα που περίμεναν να πάρουν τα σουβλάκια τους. Σήμερα μπορεί να έχουν αλλάξει πάρα πολλά στην πόλη, ωστόσο, η φήμη του παραμένει η ίδια.
Το ίδιο ισχυρό είναι και το έθιμο της Τσικνοπέμπτης. Μιας γιορτής που έχει το εξής παράδοξο: είναι από τις πολύ λίγες γιορτές που δεν είναι αργία και οπότε βρίσκει όλους τους Αθηναίους στη βάση τους. Μιλάμε ουσιαστικά για ένα πρώιμο Πάσχα. Μόνο που τα ψησίματα δε γίνονται κατά μήκος της ελληνικής επαρχίας αλλά ανάμεσα στις πολυκατοικίες της πόλης.
Μια πόλη μες στην τσίκνα
Φεύγοντας από τη Λιβαδειά, κάνουμε μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Η μυρωδιά της τσίκνας και ο καπνός είναι αισθητός παντού. Το ίδιο και τα τραγούδια. Και δε μιλάμε μόνο για τα κατά τόπους σουβλατζίδικα. Υπάρχουν αρκετοί υπάλληλοι γραφείων και καταστημάτων που αποφασίζουν κάθε χρόνο να βγάλουν τις ψησταριές στο πεζοδρόμιο και να φάνε όλοι μαζί. Είτε γνωρίζονται καλά, είτε όχι.
Η Τσικνοπέμπτη είναι ένα έθιμο που κρατά τις ρίζες του από πολύ παλιά και συνδέεται άρρηκτα με την ορθοδοξία. Λαμβάνει χώρα τη δεύτερη εβδομάδα των Αποκριών και πιο συγκεκριμένα λίγες μέρες πριν από την έναρξη της μεγάλης νηστείας της Σαρακοστής.
Κατά μήκος της Ελλάδας, συμβαίνουν αρκετά διαφορετικά έθιμα κατά τη συγκεκριμένη μέρα. Στη Θήβα αρχίζει ο «βλάχικος γάμος», το προξενιό δύο νέων που ολοκληρώνεται την Καθαρά Δευτέρα με την πορεία στην εκκλησία, στην Κέρκυρα τελούνται τα Κορφιάτικα Πετεγολέτσα, ένα θεατρικό δρώμενο που μοιάζει με κουτσομπολιό και στο οποίο συμμετέχουν οι κάτοικοι της παλιάς πόλης του νησιού και όχι μόνο.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι παρόμοιο έθιμο με αυτό της Τσικνοπέμπτης εντοπίζεται σε αρκετές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες με τον τίτλο Fat Thursday. Πιο συγκεκριμένα, στη Γερμανία ισχύει η Fetter Donnerstag, κατά την οποία οι ντόπιοι δοκιμάζουν πέρα από τα κλασικά κρεατικά και λουκάνικα, τα θρυλικά κράπφεν, μια παραλλαγή των κλασικών ντόνατ με μαρμελάδα.
Κράπφεν στην Ελλάδα μπορεί να μην τρώμε την Τσικνοπέμπτη, ωστόσο, αυτό δε μειώνει ούτε στο ελάχιστο τη δημοφιλία του συγκεκριμένου εθίμου. Οι καπνοί και τα φαγοπότια αρχίζουν να ηρεμούν μερικές ώρες αργότερα. Είχε φτάσει η στιγμή της ξεκούρασης.
Άλλοι σχεδιάζουν ήδη το πρόγραμμα διατροφής των επόμενων ημερών, για να κάψουν τις θερμίδες που μόλις κατανάλωσαν. Μερικοί βέβαια ετοιμάζονται για τον βραδινό δεύτερο γύρο. Το ίδιο και οι υπάλληλοι στη Λιβαδειά.
Τσικνοπέμπτη στην Αθήνα
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.