Όταν την άνοιξη του 1821 ξεκινούσε η Ελληνική Επανάσταση αρχικά στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία το τελευταίο πράγμα που σκέφτονταν ήταν οι Έλληνες. Και αυτό γιατί για τον Σουλτάνο Μαχμούντ Β' το μεγάλο του πρόβλημα ήταν ένας ογδοντάρης Αλβανός πασάς με λευκή γενειάδα που διαφέντευε για πολλά χρόνια στα Ιωάννινα.
Η Ελληνίδα μητέρα του και ο λήσταρχος Αλή
Για την Επανάσταση του 1821 ο Αλή Πασάς έχει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο που ίσως ακόμα και τώρα δεν έχει εκτιμηθεί, αφού η διαμάχη του με την Υψηλή Πύλη έδωσε τη δυνατότητα στους Έλληνες να εξεγερθούν στην Πελοπόννησο υποτιμώντας έτσι τον ένοπλο αγώνα έχοντας πλήρως την προσοχή της στο πώς θα καταφέρει να εξοντώσει τον πασά των Ιωαννίνων.
Ο Αλή γεννήθηκε στο Τεπελένι της σημερινής Αλβανίας περίπου το 1744. Η μητέρα του, η διαβόητη στην εποχή της Χάμκω, ήταν Ελληνίδα με καταγωγή από την Κόνιτσα. Ξεκίνησε να γίνεται γνωστός ως ληστής που εμπλέκεται σε συγκρούσεις με αξιωματούχους του οθωμανικού κράτους στον χώρο της Αλβανίας και της Ηπείρου.
Συλλαμβάνεται από τον πασά του Βερατίου, Κουρτ Αχμέτ, αλλά αφέθηκε ελεύθερος αφού υποσχέθηκε να σταματήσει τις επιδρομές κάτι που όμως δεν έκανε.Χάρη στην πολεμική του ικανότητα, την ανδρεία του, αλλά και τις δολοπλοκίες του, καταφέρνει να ενταχθεί στον στρατιωτικό- διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους καταλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα, ώσπου τελικά το 1788 διορίζεται πασάς, δηλαδή διοικητής του σαντζακίου των Ιωαννίνων.
Από τη θέση του διοικητή του σαντζακίου των Ιωαννίνων θέτει σταδιακά τις βάσεις για τη δημιουργία ενός σχεδόν αυτόνομου από την Πύλη κράτους, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλο μέρος της Ελλάδας και της Αλβανίας. Παράλληλα, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του, η πρωτεύουσά του τα Γιάννινα μετατρέπονται σε ένα σημαντικό πνευματικό, πολιτισμικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο.
Στην προσπάθειά του να πετύχει τους σκοπούς του προσεταιρίζεται όλες τις θρησκευτικές και εθνικές ομάδες της επικράτειάς του. Ωστόσο, δεν διστάζει να συντρίψει κάθε αντίπαλό του με δυναμικό τρόπο. Παράλληλα αναπτύσσει σχέσεις με ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Ο Αλής ήταν ιδιαίτερα ανοιχτός στους Έλληνες αφού ο γιατρός του, δύο από τους γραμματικούς του και αρκετοί σωματοφύλακες του όπως και η σύζυγός του η Κυρά Βασιλική ήταν Έλληνες. Κυβερνούσε μέσω των γιων του, καθώς και μέσα από ένα δίκτυο Αλβανών μπέηδων και Ελλήνων προκρίτων και αρματολών που τους ονόμαζαν «Αληπασαλήδες».
Όσοι Ευρωπαίοι περνούσαν από τα Γιάννενα έναν πράο γέροντα μέσα στις γούνες μπροστά από το τζάκι, αλλά η αλήθεια πως ήταν ιδιαίτερα σκληρός και πανούργος.
Μπήκε στο «μάτι του Σουλτάνου»
Λίγο πριν την Επανάσταση το 1820 ο Αλή Πασάς βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Οι σχέσεις του με τον Σουλτάνο όμως μόνο σε καλό σημείο δεν ήταν. Στην Κωνσταντινούπολη έβλεπαν καιρό τις φιλοδοξίες του Αλή και παρακολουθούσαν διακριτικά τις κινήσεις του. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν όταν ο Αλή Πασάς έστειλε ανθρώπους στην Κωνσταντινούπολη για να εξοντώσουν τον Ισμαήλ Πασόμπεη, που ήταν αντίπαλος του.
Για τον Σουλτάνο η πράξη αυτή ήταν μια παραβίαση των κανόνων και του πρωτοκόλλου και προκάλεσε την οργή του. Αμέσως τον κήρυξε φερμανλή δηλαδή αποστάτη και προδότη δίνοντας διορία 40 ημερών για να παρουσιαστεί στην Κωνσταντινούπολη και να απολογηθεί. Ο Αλής γνωρίζοντας πως αν πήγαινε στην Πόλη αυτό θα σήμαινε και αυτόματα το τέλος του αρνήθηκε.
Ο Σουλτάνος αποφάσισε την εξόντωσή του. Ο οθωμανικός στόλος απέπλευσε για να ανακτήσει τα παράκτια οχυρά που είχε υπό τον έλεγχο του ο Αλής, ενώ μεγάλο στράτευμα συγκεντρώθηκε στο Μοναστήρι με προορισμό τα Γιάννενα. Με αρχηγό τον Ισμαήλ Πασόμπεη ο οθωμανικός στρατός πολιόρκησε τα Γιάννενα χωρίς όμως επιτυχία.
Στη συνέχεια ανέλαβε δράση ο Χουρσίτ Πασάς, διοικητής της Πελοποννήσου ο οποίος εκστρατεύει στην Ήπειρο με 60.000 άνδρες και αρχίζει την πολιορκία της πόλης. Ο Αλής βρέθηκε σε δεινή θέση καθώς αντιμετώπισε σημαντική διαρροή οπλαρχηγών (ακόμη και οι γιοι του παραδόθηκαν παρά το γεγονός ότι τους είχε δώσει εντολή να αμυνθούν μέχρις εσχάτων) και στρατευμάτων, ενώ φάνηκε πως ο στρατός του δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος για σύγκρουση με τα σουλτανικά στρατεύματα.
Η πολιορκία του κάστρου των Ιωαννίνων συνεχιζόταν λόγω της αντιγνωμίας που είχε ξεσπάσει μεταξύ των πολιορκητών (οφειλόταν στις δωροδοκίες των αξιωματικών από τον διαβόητο πασά).
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Αλής πήρε με το μέρος του, τους άλλοτε ορκισμένους εχθρούς του, Σουλιώτες με την προϋπόθεση να τους άφηνε να επανεγκατασταθούν στο Σούλι.
Αξιοσημείωτο είναι πως την 25η Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας δεν δίστασε να κάψει μέρος της πόλης για να έχει καλύτερο οπτικό πεδίο το πυροβολικό του. Ο Χουρσίτ όμως θα μείνει σχεδόν 18 μήνες στην Ήπειρο δίνοντας την ευκαιρία στους Έλληνες στην Πελοπόννησο να ετοιμάσουν την Επανάσταση.
Σιγά σιγά όμως ο Αλή Πασάς άρχισε να βλέπει τη δύναμή του να περιορίζεται και κατά τα τέλη του Νοεμβρίου του 1821 ολόκληρη σχεδόν η φρουρά του κάστρου είχε αυτομολήσει στον Χουρσίτ, αφήνοντας στον Αλή μόνο 500 άνδρες, από τους οποίους σε λίγο οι 430 προσχώρησαν στους Τούρκους.
Την ίδια ώρα με την έναρξη της πολιορκίας του Σουλίου αφού πλέον η Ελληνική Επανάσταση είχε εδραιωθεί, και οι Έλληνες οπλαρχηγοί άρχισαν να τον εγκαταλείπουν.
Το σκληρό τέλος του στη λίμνη
Τον Ιανουάριο του 1822 έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις ο Αλής δέχτηκε να παραδοθεί με τον όρο να του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκεται στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί περίμενε το φιρμάνι της αθώωσης και ως αντάλλαγμα θα παρέδιδε όλο τον θησαυρό του στον Σουλτάνο.
Το φιρμάνι που ήρθε όμως αντί για την απαλλαγή του υπέγραφε τη θανατική του καταδίκη. Ο Κιοσέ Μεχμέτ, ο επικεφαλής των στρατευμάτων του Χουρσίτ δίνει το φιρμάνι στον Αλή. Τρελαμένος για την κοροϊδία του Σουλτάνου ο Αλή Πασάς προσπαθεί να σκοτώσει τον Κιοσέ Μεχμέτ χωρίς όμως επιτυχία.
Τότε είναι που ο επιτελάρχης του Χουρσίτ, Καφτάν-αγάς βγάζει το σπαθί του και τον τραυματίζει στο χέρι. Κι ενώ η μάχη συνεχίζεται μια σφαίρα των στρατιωτών τον πετυχαίνει στην κοιλιά.
Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε ταριχευμένο από τον Χουρσίτ στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα θάφτηκε σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης. Το ακέφαλο σώμα του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο του σεραγιού, στο Ιτς Καλέ, κοντά στο Φετιγιέ Τζαμί.
Ξεψυχούσε και ζήτησε να σκοτώσουν την Κύρα Βασιλική
Λίγο πριν πεθάνει ζήτησε από τον πιστό του συνεργάτη Θανάση Βάγια να σφάξει τη γυναίκα του τη Βασιλική. Ο Βάγιας όμως βλέποντας πως ο Αλής πεθαίνει, άνοιξε το παράθυρο και παραδόθηκε. Τόσο ο ίδιος όσο και η όμορφη Βασιλική έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών και από εκεί μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία του διαβόητου Αλή Πασά που κυβέρνησε επιβάλλοντας σκληρή πειθαρχία και εξολοθρεύοντας ανελέητα τους εχθρούς του και γενικά όποιον αμφισβητούσε την εξουσία του.
Ένας άνθρωπος που συνδύαζε ηγετικές ικανότητες, ευστροφία, θρησκευτική ανεκτικότητα, αλλά και φιλαργυρία και βαναυσότητα ο οποίος πλέον έχει γίνει θρύλος όχι μόνο στην Ήπειρο αλλά και σε όλη την Ελλάδα ακόμα και τώρα 200 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα μυστήριο καλύπτει το τι συνέβη με τον θησαυρό του Αλή Πασά.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.