«Πολλοί από εμάς είμαστε ζωντανοί νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δε θα περάσει ποτέ. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι αβοήθητοι. Κι εγώ με τη μητέρα μου κατά τύχη ζω. Ποτέ δεν είχε περάσει η φωτιά, δυστυχώς αυτή τη φορά μας έκαψε τα πάντα», είπε ενώπιον του Δικαστηρίου οπου εκδικάζεται η υπόθεση για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι η Μαρία Αβραμίδου, η οποία έχασε τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της. Όπως κατέθεσε εκείνη την ημέρα «Ήμασταν στο σπίτι στο Μάτι. «Εγώ ήμουν με την κόρη μου. Εγώ θα έφευγα το απόγευμα έτσι και αλλιώς. Είχαμε ακούσει για φωτιά στην Κινέτα και κάποια στιγμή ακούσαμε και για Καλλιτεχνούπολη. Εγώ θα έφευγα γύρω στις 7. Η μητέρα μου και η αδελφή μου επέμεναν να φύγω νωρίτερα. Τελικά πήρα την κόρη μου και φύγαμε στις 6 παρά 5…Βγήκα στη Μαραθώνος με κατεύθυνση προς Αθήνα. Στην είσοδο προς Νέο Βουτζά είδα δύο υδροφόρες.Παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στη Μαραθώνος ήταν σαν να φεύγαμε μόνες μας».
«Είναι μπροστά μου οι φλόγες»
Όταν έφτασε σπίτι της στις 6:15 μίλησε με την αδελφή της. «Ήταν σε πανικό έκλαιγε φοβόταν ότι θα καεί σπίτι μας. Μιλάω μετά με τη μάνα μου, «η Κάτια είναι σε απόλυτο πανικό μην την πάρεις ξανά» μου είπε. Στο τελευταίο τηλεφώνημα μου, η μητέρα μου μου είπε ότι έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα, μου είπε «είναι μπροστά μου φλόγες». Εγώ το θεώρησα υπερβολή. Παίρνω ξανά το τηλέφωνο ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανένα τους…Κάποια στιγμή μιλάω με κάποιον Πυροσβεστική. Λέω έχω 4 ανθρώπους στη λεωφόρο Δημοκρατίας που δεν ξέρω που είναι τώρα. Στο μεταξύ, οι κουμπάροι που ερχόταν σε εμάς, πηγαίναν στη Λούτσα και είχαν χαθεί με τους δικούς μου. Μετά ακούμε στην τηλεόραση ότι κάποιους τους πάνε στα νοσοκομεία. Αποφασίσαμε να σκορπιστούμε μήπως πάμε εκεί. Εγώ πήγα στο ΚΑΤ. Μπαίνοντας ξανά στο αυτοκίνητο ακούω ότι κάποιοι φτάνουν στο λιμάνι της Ραφήνας. Ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί. Μάλιστα πήρα και μπουρνούζια και πετσέτες, μήπως έχουν βραχεί, ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί. Ζήτησα μήπως μπω σε μία βάρκα να τους βρω. Με πήρε ο γιος μου, μαμά σε βλέπω στην τηλεόραση μην κάνεις κάτι επικίνδυνο για σένα. Ήταν πολύς κόσμος στο λιμάνι της Ραφήνας» περιέγραψε η μάρτυρας.
«Πήρε αναπτήρα να κάψει το πόδι του για να δει πώς ένιωσαν»
Παράλληλα η κυρία Αβραμίδου είχε και τον άλλο της ανιψιός που βρισκόταν εκτός Αθηνών. «Ο άλλος μου ανιψιός ήταν στην Κρήτη, έζησε από τύχη. Ήρθε με την πρώτη πρωινή πτήση. Φύγαμε να πάμε μέσα στο Μάτι, μήπως κάτι βρούμε. Αντίκρυσα ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Ήταν ασύλληπτη η εικόνα. Το σπίτι ήταν ολοσχερώς καμένο. Πάω προς Κόκκινο Λιμανάκι. Ήταν μία μάζα με αυτοκίνητα καμένα. Το ένα πάνω στο άλλο δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Ο ανιψιός μου βρήκε τα αυτοκίνητα των δικών μας άθικτα αλλά εκείνους πουθενά. Έμαθα για DNA. Πάμε στο Γουδί, δίνουμε. Είχα ένα παιδί τον Δημήτρη σπίτι, που δεν ήθελε να ακούει ούτε ειδήσεις και ζούσαμε την αναμονή, περιμένοντας να έχουμε κάποιο νέο. Κάποια στιγμή τον βλέπω και παίρνει ένα αναπτήρα να κάψει το πόδι του. Του λέω τι κάνεις; Τίποτα, να δω τι έχουν νιώσει. Την Κυριακή μας είπαν ότι έχουν ταυτοποιηθεί και 4 και να πάμε να τους παραλάβουμε από το Σχιστό. Βρήκαμε μόνο δύο τάφους, βάλαμε αδελφή μου και γαμπρό μου μαζί και μητέρα με ανιψιό.Από τη μία στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε και χωρίς την οικογένεια κας και με ένα παιδί ορφανό».
«Ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα»
Στη συνέχεια κατέθεσε ο ανιψιός της μάρτυρος, Δημήτρης Κατσουλάκης, που έχασε όλη την οικογένεια του. «Ήταν τύχη που δεν ήμουν εκεί. Εγώ ήμουν στην Κρήτη. Μαθαίνω ότι έχει ξεσπάσει φωτιά στη Κινέτα. Με πήρε ο αδελφός μου κάποια στιγμή το μεσημέρι και μου λέει έχει φωτιά στην Κρήτη και να προσέχω. Του λέω εσείς καλά; Μου απαντάει, ναι. Αργότερα, προσπαθούσα να πάρω τους γονείς μου δεν απαντούσαν. Κατά τις 6:30 με παίρνει τηλ νονά μου και μου λέει έχουν εγκλωβιστεί. Με πήρε τα ξημερώματα, τελικά, η θεία μου και μου λέει ότι πρέπει να ανέβω στην Αθήνα διότι η οικογένεια μου αγνοείται».
Την επόμενη ημέρα από την καταστροφική πυρκαγιά πήγε στο Μάτι να ψάξει την οικογένεια του. «Ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα. Μπήκα στο Μάτι με τον θείο μου και ένα φίλο. Ρωτούσα γνωστούς, δεν ήξερε κανένας. Βρήκα μετά από πολύ περπάτημα τα αυτοκίνητα τους. Τα οποία ήταν άθικτα. Εκεί λέω υπάρχει ελπίδα να τους βρουμε». Όμως τα αποτελέσματα DNA έδειξαν ότι δεν τα κατάφεραν. «Ήταν ένα εξαήμερο πολύ κακό στη ζωή μου. Με ενημέρωσε η θεία μου ότι ταυτοποιήθηκαν γονείς μου. Η αιτία θανάτου, έλεγε απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί, τίποτα. Έπρεπε να αποδεκτώ γεγονός. Συναντούσα ανθρώπους και μου έλεγαν τι είχε συμβεί. Κι εγώ από τύχη είμαι εδώ. Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν ούτε πυροσβεστική, ούτε τίποτα. Ήταν μόνος τους εγώ έπρεπε να συνεχίσω».
Νωρίτερα, στο δικαστήριο κατέθεσε η Aνδριανή Καλεγιαννάκου. Η γυναίκα έχασε το γιο της τους γονείς της και τον αδερφό της. «Εμείς είμαστε μόνιμοι κάτοικοι στην περιοχή πάνω από σαράντα χρόνια.Ειναι τραγικό να βρίσκεσαι πάνω σε ένα με τραγικο άξονα και να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής. Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού πιστεύω ότι υπήρχε και δόλος.Το πιστεύω ακράδαντα.
«Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα»
Όσον αφορά στο τι έγινε εκείνη την ημέρα η μάρτυρας μίλησε για αιφνιδιασμό τους. «Ο γείτονας φώναξε στον αδερφό μου τον Γιάννη «φωτιά».Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα. Έκτοτε δεν είχα καμία επικοινωνία.Δεν μπορούσα να βρω τον αδερφό μου. Μετά είχαν κλείσει το δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω. Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις έντεκα και μισή τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε...Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία,στο λιμάνι της Ραφήνας.Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακουσει.
Ουτε μου πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα έδωσα τα ονόματα .Ο πατέρας του παιδιού έσωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA .Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρωπίνων ζωών και παρόλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στο βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου ,τους γονείς μου και τον αδερφό μου.
Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα ,όχι όλοι αυτοί…Στην Κινέτα εκκενώθηκαν τρία χωριά και δεν έγινε το ίδιο στο Μάτι.Θα είχε γίνει μια μεγάλη οικολογική καταστροφή αλλά δεν θα είχαν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Τους κατηύθυνε ο πανικός.Ακούσαμε από τη Δούρου ότι η στραβή έγινε στην βάρδια της.Το ακούσαμε και αυτό! Κυνικοί μέχρι εκεί που δεν παίρνει.Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή τουλάχιστον ας μην μιλάνε».
Επόμενος μάρτυρας που κατέθεσε ήταν ο πατέρας του παιδιού της κύριας Καλεγιαννάκου, Αναστάσιος Αλεξόπουλος, που όπως δεν μπορούσε να διανοηθεί τότε ότι θα γινόταν αυτό το καλό. «Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει υπηρεσίες.Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο... Είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα.Που ζούμε, σκέφτηκα». Την επόμενη μέρα πήγε στο Μάτι κι αυτό που αντίκρισε ήταν η κόλαση. «Παντού τέφρες.Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα..Τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό. Πέρασαν τρεις μέρες έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό...
Ήταν εκατόν πενήντα πτώματα σε κίτρινες σακούλες.Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας. Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδή. Μετά μας είπαν για να δώσουμε dna και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη" είπε ο μάρτυρας επισημαίνοντας ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια; Γιατί τους εγκλώβισαν τους ανθρώπους και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;» κατέληξε ο κ.Αλεξοπουλος.
Αποζημίωση από το Δημόσιο
Την ώρα που η δίκη για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι βρίσκεται σε εξέλιξη, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών αναγνώρισε την ευθύνη του ελληνικού Δημοσίου. Με απόφασή του επιδίκασε χρηματική αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς θύματος της φωτιάς στο Νέο Βουτζά .Συνολικά το Δημόσιο θα κληθεί να καταβάλει 300.000 ευρώ στους πέντε ενάγοντες για το θάνατο 77χρονης συγγενούς τους.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.